HomeΓΝΩΜΕΣΗ Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία

Η Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία

Διαφήμιση
Διαφήμιση

Tου Σίμου Ανδρονίδη

Με ένα ενδιαφέρον άρθρο που υπογράφει ο δημοσιογράφος Γιώργος Παυλόπουλος για λογαριασμό της εφημερίδας ‘Τα Νέα,’ γίνεται λόγος στην «κρίση ταυτότητας» που αντιμετωπίζει η ευρωπαϊκή Κεντροαριστερά.

Και αφορμή για την ως άνω εκτίμηση,  αποτελούν οι εξελίξεις που παρατηρούνται στο Ιταλικό Δημοκρατικό κόμμα, εκεί όπου ο επικεφαλής του Νικόλα Τσινγκαρέτι παραιτήθηκε λίγο μετά από την συγκρότηση της κυβέρνησης ‘Εθνικής ενότητας’ με πρωθυπουργό τον πρώην πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Μάριο Ντράγκι.[1]

Ο βασικός λόγος για την συγκρότηση αυτής της δια-κομματικής κυβέρνησης υπήρξε η εναντίωση του πρώην πρωθυπουργού της χώρας Ματέο Ρέντσι στον τρόπο με τον οποίο επεδίωξε να διαχειρισθεί τα χρήματα που θα εισρεύσουν στη χώρα από το ευρωπαϊκό ταμείο ανάκαμψης, η προηγούμενη πλέον, κυβέρνηση υπό τον Τζουζέπε Κόντε. Εντός όμως αυτού του πλαισίου, αναδεικνύει ένας πολιτικά βαθύτερος λόγος για την πτώση της κυβέρνησης Κόντε,[2] που εν προκειμένω εντοπίζεται στην αντίθεση του Ρέντσι και του κόμματος του οποίου ηγείται, σε βασικές πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης Κόντε, με την εναντίωση στον τρόπο διαχείρισης των ευρωπαϊκών πόρων να λειτουργεί και ως θρυαλλίδα που ανέδειξε δραστικά τις αντιθέσεις και ένα σταδιακά διαμορφωθέν υπόστρωμα πολιτικής δυσπιστίας.

Ακόμη και έτσι όμως, η κυβέρνηση του Μάριο Ντράγκι, με αρκετές να δίδουν σημασία στο τεχνοκρατικό προφίλ του ιδίου και αρκετών μελών της, δεν προέκυψε ‘ex nihilo,’ ήτοι εκ του μηδενός, αλλά, αντιθέτως, η πολιτική-νομιμοποιητική της βάση συντίθεται από την υποστήριξη του κόμματος των ‘Πέντε Αστέρων,’ της ‘Λέγκας του Βορρά’ (βασικών εταίρων στην πρώτη κυβέρνηση Κόντε), αλλά και του Δημοκρατικού κόμματος.

Η έμφαση στο τεχνοκρατικό προφίλ παραγνωρίζει τις επιτευχθείσες συγκλίσεις μεταξύ των πολιτικών κομμάτων, την εμβάπτιση της ‘Λέγκας’ στα νάματα της πολιτικής ‘μετριοπάθειας’ και ‘υπευθυνότητας,’ το βάθος των αλλαγών που έχουν συντελεσθεί και κατέστησαν δυνατή την δημιουργία της κυβέρνησης Ντράγκι.

Τώρα, όσον αφορά την «κρίση ταυτότητας» της ευρωπαϊκής κεντροαριστεράς, θα επισημάνουμε, πως, αυτή δεν εκδηλώθηκε ενιαία, δηλαδή την ίδια χρονική περίοδο και με την ίδια ένταση, όσο, ήταν οι επιμέρους πτυχές της που συνέβαλλαν στην διαμόρφωση ενός μωσαϊκού Σοσιαλδημοκρατικής-κεντροαριστερής κρίσης, κατά την διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Ως προς αυτό, θα σημειώσουμε πως δεν ενυπάρχει μόνο «κρίση ταυτότητας» ιδωμένης υπό το πρίσμα των πολιτικών, ιδεολογικών και προγραμματικών προταγμάτων και της συγκροτούμενης στρατηγικής ενός κεντροαριστερού πολιτικού κόμματος, αλλά για έναν  ‘αστερισμό,’ ο οποίος και περιλαμβάνει τα κάτωθι ζητήματα: Την κρίση πολιτικής  εκπροσώπησης, καθώς διάφορα Κεντροαριστερά κόμματα απώλεσαν επιρροή σε κοινωνικές τάξεις και μερίδες τάξεων οι οποίες παλαιότερα αποτελούν την βάση των διευρυμένων κοινωνικών τους συμμαχιών.

Κρίση που αποτελεί απόρροια της απώλειας συμβολικού, πολιτικού ‘κεφαλαίου’ και εμπιστοσύνης, συνεπεία των κυβερνητικών (κρατικών) επιλογών και των μετασχηματισμών που υφίστανται κόμματα αυτής της κατεύθυνσης, που απώλεσαν σε αρκετές χώρες την κεντρική θέση που κατείχαν εντός του κομματικού-πολιτικού γίγνεσθαι ( βλέπε ΠΑΣΟΚ).[3] Την ‘κόπωση’ από την πολύχρονη παραμονή στην κυβερνητική εξουσία. Την αμφίπλευρη πλαγιοκόπηση που υπέστησαν από αριστερά κόμματα[4] όσο και από κόμματα της άκρας δεξιάς και της νεο-δεξιάς (στα δύο βάθρα πατά η Ιταλική ‘Λέγκα του Βορρά).

Την αποφόρτιση των άλλοτε κυρίαρχων Σοσιαλδημοκρατικών πολιτικών-ιδεολογικών  προταγμάτων, παράλληλα με την καθυστερημένη απόκριση στις εξελίξεις που επήλθαν σε διάφορα επίπεδα, την μετα-ψυχροπολεμική περίοδο. Και ως εκ τούτου, την αδυναμία ανάδειξης και προσδιορισμού ‘στίγματος’ με αποτέλεσμα Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα να διαχυθούν με πλαδαρό τρόπο μέσα στον ωκεανό παρουσίας παλαιών και νεότερων πολιτικών κομμάτων.

Οι διαστάσεις αυτές συν-αποτελούν τον ‘αστερισμό’ της κρίσης που όπως τονίσθηκε πιο πάνω δεν εκδηλώθηκε ενιαία αλλά με διαφορετικό τρόπο, όπως διαφορετικός υπήρξε και ο τρόπος της απάντησης Σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στην κρίσης τους.

Κάποια υποδείγματα τα οποία και μπορούμε να διακρίνουμε έχουν σχέση με το εγχείρημα διεύρυνσης της εν Ελλάδι Σοσιαλδημοκρατίας που δρα πλέον σε κεντρικό επίπεδο υπό την ομπρέλα του Κινήματος Αλλαγής που συμπεριλαμβάνει το ΠΑΣΟΚ και μικρότερα Σοσιαλδημοκρατικά σχήματα και εκτείνεται από το πολιτικό κέντρο έως τμήματα της Ανανεωτικής Αριστεράς, εγχείρημα που διαρθρώνεται γύρω από τον άξονα Σοσιαλδημοκρατικών ιδεών (η Σοσιαλδημοκρατική ‘σύνεση’ και κοινωνική σύνθεση) διανθισμένων με φιλελεύθερες αναφορές και με διαστάσεις βασικής πολιτικής οριοθέτησης έναντι της Ν.Δ. και του ΣΥΡΙΖΑ.

Το εγχείρημα συγκυβέρνησης με κόμματα της Αριστεράς σε Ισπανία και Πορτογαλία που αποτελεί στη βάση του ένα ‘πάντρεμα,’ μία μείξη Σοσιαλδημοκρατικής τεχνογνωσίας και εμπειρίας αριστερής, κινηματικής δυναμικής, με το θεωρητικό-πολιτικό ενδιαφέρον να έγκειται στο ό,τι δεν μετατοπίστηκαν δραστικά τα κόμματα της Κεντροαριστεράς σε Ισπανία και Πορτογαλία προς τα αριστερά του πολιτικού φάσματος, όσο οι αριστερές συσσωματώσεις επεδίωξαν να καλύψουν την απόσταση, μετατρέποντας τον ριζοσπαστισμό του δρόμου σε πρόταση διακυβέρνησης που όμως, ευρισκόμενη σε φάση μετεξέλιξης, αντλεί από το περιεχόμενο των θέσεων της Σοσιαλδημοκρατίας (άλλο ενδιαφέρον σημείο).

Το εγχείρημα επαναπροσδιορισμού του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος σε ‘λαϊκό κόμμα,’ κάτι από το οποίο δεν απόσχει και το Γαλλικό Σοσιαλιστικό κόμμα που πάσχει από έλλειψη εφεδρειών, κάτι που για παράδειγμα διαθέτει το Κίνημα Αλλαγής στην Ελλάδα.  Η Σοσιαλδημοκρατική κρίση δεν υπήρξε μονοσήμαντη, έχοντας αρκετές πλευρές. Η δεκαετία της κρίση όξυνε περαιτέρω και ανέδειξε προϋπάρχουσες τάσεις, εκεί όπου όμως, αναδείχθηκαν και καινούργιες.

[1] Βλέπε σχετικά, Παυλόπουλος Γιώργος, ‘Κρίση ταυτότητας για την ευρωπαϊκή Κεντροαριστερά,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα,’ 08/03/2021, σελ. 12.

[2] Θα επισημάνουμε πως  η κυβέρνηση του Τζουζέπε Κόντε, υποστηριζόμενη από το κόμμα των ‘Πέντε Αστέρων,’ και στην πρώτη της μορφή από την ‘Λέγκα του Βορρά’ του Ματέο Σαλβίνι, υπήρξε περισσότερο αντιπροσωπευτική των βαθύτερων μεταβολών που έλαβαν χώρα στο Ιταλικό κομματικό-πολιτικό σύστημα την τελευταία δεκαετία, με τα δύο κόμματα (με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους),  να αποκτούν κοινωνική-πολιτική και να την αυξάνουν, θέτοντας το πολιτικοϊδεολογικό  υπόστρωμα για τον σχηματισμό και την λειτουργία της κυβέρνησης Κόντε. Και όσον αφορά το κόμμα των ‘Πέντε Αστέρων,’ το οποίο και δημιουργήθηκε, εάν επιχειρήσουμε μία κατάταξη του με βάση τυπολογικά χαρακτηριστικά, ως ένα κλασικού τύπου, κόμμα διαμαρτυρίας (και όχι «κόμμα-κομήτης»),  θα πούμε πως αυτό μετεξελίχθηκε σε βαθμό που από τον αρχικό, καταταστατικό του πυρήνα, να παραμένει μία θολή επίκληση της ‘αλλαγής.’ Για την τυπολογική-πολιτική διάκριση μεταξύ «κόμματος-κομήτη» (flash party) και «κόμματος-παρώρους», βλέπε σχετικά, Γεωργιάδου Βασιλική, ‘Αντλώντας από τις δεξαμενές της Δεξιάς: Εκλογικά κάστρα και ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής,’ στο: Γεωργαράκης Ν.Γ.,- Δεμερτζής Ν., (επιμ.), ‘Το Πολιτικό πορτραίτο της Ελλάδας. Κρίση και η αποδόμηση του πολιτικού,’ Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών/ Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 2015, σελ. 207-208.

[3] Το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ), αποτελεί, για την σύγχρονη πολιτική επιστήμη και ιδίως για την θεωρία των πολιτικών κομμάτων, case study για την μελέτη της πολιτικής του εξέλιξης την περίοδο της βαθιάς κοινωνικοοικονομικής και πολιτικής κρίσης. Μάλιστα ο νεολογισμός ‘Pasokification’ (‘Πασοκοποίηση’) είχε εισαχθεί όχι μόνο εντός πολιτικής επιστήμης αλλά και στην εν ευρεία εννοία δημόσια σφαίρα. Σταχυολογούμε ενδεικτικά κάποιες πλευρές αυτής της Πασοκικής απίσχανσης που εξελίχθηκε με μεγαλύτερη ένταση συγκριτικά με άλλα κόμματα της ίδιας κομματικής-πολιτικής ‘οικογένειας,’ λειτουργώντας όχι τόσο ως προπομπός, αλλά ως ουσιώδες τμήμα της Κεντροαριστερής κρίσης:  Η μείζονα εκλογική πτώση του, από το 43% των βουλευτικών εκλογών του 2009 στο περίπου 12% στις πρώτες βουλευτικές εκλογές του 2012. Πτώση που συνεχίστηκε και στην δεύτερη εκλογική αναμέτρησης της ίδιας χρονιάς, συμπεριέλαβε τις βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, με τάσεις σταθεροποίησης να διαφαίνονται από τις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου του  2015 (στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, υπήρξε και αύξηση της τάξης του 2%). Βασική αιτία της μείζονος πτώσης ή απίσχνασης υπήρξε το διττό πλαίσιο της μνημονιοποίησης-κρατικοποίησης που είχε παρατηρηθεί πριν από την κρίση.  Η έντονη και χαρακτηριστική της κρίσης του, κοινωνική-πολιτική του συρρίκνωση, μεταφρασμένη στην μείωση της επιρροής του σε συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα που συνέβαλλε στην εκ νέου οριοθέτηση της κοινωνικής του συμμαχίας. Η απώλεια στελεχιακού δυναμικού, κάτι που μάλιστα συνέβη οριζόντια, εις βάρος της οργάνωσης του κόμματος και της ύπαρξης θετικών συμβολοποιητικών αναφορών.    Η κρίση πολιτικής στρατηγικής   και η αδυναμία παραγωγής πολιτικής και άρθρωσης ενός κινητοποιητικού πολιτικού, Σοσιαλδημοκρατικής χροιάς,  λόγου. Η ταλάντευση ανάμεσα στον κυβερνητικό ρεαλισμό και στην παραμονή στην αντιπολίτευση, ζήτημα που αντιμετωπίσθηκε από το 2015 και έπειτα. Μία ιδιαίτερη ‘υπερ-πολιτικοποίηση’ ζητημάτων, εμφανής ακόμη και την σημερινή περίοδο. Η εμφάνιση συνδρόμων ‘αυτο-ενοχοποίησης’ και ανάδυσης ενός ‘κατόπτρου’ όπου το κόμμα αντίκριζε μόνο τον ‘αρνητικό’ του εαυτό. Και αυτά τα στοιχεία, είναι μόνο ενδεικτικά.

[4] Σε αυτό το σημείο αξίζει να επισημανθεί πως κοινωνική βάση Σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων διεκδικήθηκε και από κόμματα που δημιουργήθηκαν την δεκαετία της κρίσης, έχοντας παραπάνω από έναν λόγους δημιουργίας, όπως το κόμμα των ‘Πέντε Αστέρων’ στην Ιταλία. Περισσότερο θεσμικά, και με όρους άμεσης ‘κυβερνησιμότητας,’ λειτούργησε εξ αρχής το Γαλλικό ‘Republique Εn Marche,’  του νυν Γάλλου προέδρου, Εμμανουέλ Μακρόν.

Σίμος Ανδρονίδης

Διαφήμιση
Διαφήμιση