HomeΓΝΩΜΕΣΓια την επιλογή του Στέλιου Κουτνατζή στη θέση του Γενικού Γραμματέα του Πρωθυπουργού

Για την επιλογή του Στέλιου Κουτνατζή στη θέση του Γενικού Γραμματέα του Πρωθυπουργού

Διαφήμιση
Διαφήμιση

Toυ Σίμου Ανδρονίδη

Στην διαδικτυακή έκδοση της εφημερίδας ‘Πρώτο Θέμα,’ διαβάζουμε πως καθήκοντα υπουργού Επικρατείας ή αλλιώς, Γενικού Γραμματέα του Πρωθυπουργού, αναλαμβάνει ο καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, Στέλιος Κουτνατζής.

Ο καθηγητής Δημοσίου Δικαίου αντικαθιστά τον Σταύρο Παπασταύρου που παραιτήθηκε από την θέση του υπουργού Επικρατείας προ ολίγων ημερών, έχοντας όμως προλάβει να συμβάλλει στην αποκατάσταση του τρωθέντος, λόγω της γνωστής υπόθεσης των υποκλοπών, προφίλ του ‘επιτελικού κράτους’.

Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως ο πρωθυπουργός και πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης ήσαν ίσως ο πρώτος που αναγνώρισε την σημαντική συμβολή του Σταύρου Παπασταύρου προς αυτή την κατεύθυνση, στο εγκάρσιο σημείο όπου η παραίτηση του κάποτε στενού συνεργάτη και του Αντώνη Σαμαρά δεν συνιστά απόρροια της δυσαρέσκειας του πρωθυπουργού προς το πρόσωπο του.[1]

Υπό αυτό το πρίσμα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θεώρησε πως οι συνθήκες ωρίμασαν ώστε στη θέση του παραιτηθέντος υπουργού να επιλεγεί ένα άγνωστο μεν πρόσωπο, το οποίο όμως διαθέτει προφίλ ή αλλιώς, μορφωτικό-εκπαιδευτικό κεφάλαιο που δεν απαντάται συχνά εντός του κομματικού-πολιτικού συστήματος.

Πέραν του πτυχίου Νομικής και του Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης που κατέχει, ο νέος υπουργός Επικρατείας είναι κάτοχος διδακτορικού διπλώματος από το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, πράγμα που σημαίνει πως μπορεί να εισαγάγει τον Γερμανικό, αναλυτικό τρόπο σκέψης εντός του ‘επιτελικού κράτους’, φροντίζοντας όχι για την επαναλειτουργία του (το ‘επιτελικό κράτος’ λειτουργεί και μάλιστα λειτουργεί με τρόπο αποδοτικό), αλλά, για την επιτάχυνση του ρυθμού παραγωγής πολιτικών.

Δεν θα ήσαν υπερβολικό να υποστηρίξουμε πως η κυβέρνηση θα επιδιώξει να υπερβεί τους σκοπέλους που έχουν προκύψει στην πορεία της μετά τις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου του 2023, στηριζόμενη στην ικανότητα των στελεχών που απαρτίζουν το ‘επιτελικό κράτος’ να καταρτίζουν τεκμηριωμένες από κάθε άποψη, πολιτικές, τις οποίες έκτοτε υπουργοί και βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας μπορούν να αξιοποιήσουν, στα πλαίσια του κομματικού και πολιτικού ανταγωνισμού.[2]

Κινούμενοι σε ένα θεωρητικό επίπεδο, θα πούμε πως η ανάληψη καθηκόντων Γενικού Γραμματέα του Πρωθυπουργού και όχι υπουργού Επικρατείας, όπως συνέβαινε μέχρι τώρα, επ’ ουδενί δεν συνεπάγεται κάποια υποβάθμιση.

Αντιθέτως, ο νομικός Στέλιος Κουτνατζής, θα έχει την «επιμέλεια της νομοθετικής ύλης για λογαριασμό του πρωθυπουργού»,[3] όπως διαβάζουμε στο ρεπορτάζ του ‘Πρώτου Θέματος’.

Και μόνο από αυτό το γεγονός, συνάγουμε πως τα καθήκοντα που θα κληθεί να επιτελέσει θα είναι σύνθετα, καθώς εν τοις πράγμασι θα εμπλακεί και στην προετοιμασία των ομιλιών του πρωθυπουργού από το βήμα της Βουλής, δίχως όμως αυτό να σημαίνει πως θα είναι αυτός που θα συνδράμει και στην προετοιμασία των λόγων του.  Δεν είναι τέτοιου τύπου τα καθήκοντα του καθηγητή στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.

Λειτουργώντας μέσα σε ένα συνεργατικό περιβάλλον, δεν θα ήσαν διόλου παράξενο για τον ίδιο να θέσει τις βάσεις για την εφαρμογή πρακτικών «κανονιστικού πειραματισμού»,[4] για να στραφούμε στην κατατοπιστικότατη ανάλυση του επίσης νομικού, Χάρη Χίου. Και τι εννοούμε λέγοντας κάτι τέτοιο;

Εννοούμε πως μπορεί να κληθεί να προετοιμάσει το νομοθετικό πλαίσιο το οποίο θα συνοδεύει την εφαρμογή μίας σημαντικής μεταρρύθμισης, προσθέτοντας νέους νόμους στους ήδη υπάρχοντες. Άλλως πως, αποκλίνοντας από τους «γενικούς κανόνες» [5]για όσο χρονικό διάστημα απαιτηθεί έως ότου ξεκινήσει να εφαρμόζεται σωστά μία μεταρρύθμιση. Η πλήρης εφαρμογή της σηματοδοτεί και την πλήρη ‘επιστροφή’ στους ‘γενικούς κανόνες’ δικαίου.

Η συγκεκριμένη πρακτική δεν είναι καθόλου αντιδημοκρατική. Αντιθέτως, συνιστά ένα πολύτιμο ‘εργαλείο’ για όλους όσοι ομνύουν στον μεταρρυθμισμό και αποδίδουν εξίσου μεγάλη σημασία όχι μόνο στο σχεδιασμό, αλλά και στην υλοποίηση μίας μεταρρύθμισης.

Δεν θεωρούμε πως ο Γενικός Γραμματέας του Πρωθυπουργού θα ασχοληθεί επισταμένως με το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, από την στιγμή όπου υπάρχουν άλλα στελέχη που μπορούν να ασχοληθούν με την προετοιμασία του κόμματος εν όψει των ευρωεκλογών της 9ης Ιουνίου.

Η τεχνογνωσία που διαθέτει ο Στέλιος Κουτνατζής είναι τέτοια, ώστε απευθείας να αποκτά το status του επιτελικού στελέχους. Του στελέχους με λόγο και με ρόλο που απολαμβάνει την πλήρη εμπιστοσύνη του πρωθυπουργού.

[1] Ο Σταύρος Παπασταύρου συμμετείχε στο λεγόμενο ‘Κέντρο Διακυβέρνησης’, το οποίο, σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), συνιστά μία «μικρή ομάδα θεσμών στον πυρήνα του κράτους, οι οποίοι μοιράζονται την εξουσία, την αρμοδιότητα και την ικανότητα να ηγηθούν της ανάπτυξης ενός στρατηγικού οράματος και κατεύθυνσης για τις δημόσιες πολιτικές και την αποτελεσματική υλοποίηση αυτού του οράματος στην πράξη και σε βάθος χρόνου».

Θεωρητικώ τω τρόπω, θα επισημάνουμε πως ο Σταύρος Παπασταύρου ναι μεν συμμετείχε στη χάραξη της κυβερνητικής στρατηγικής σε βάθος χρόνου, από την άλλη όμως δε, δεν συμμετείχε κατά κανένα τρόπο στα διάφορα στάδια υλοποίησης αυτής της στρατηγικής, κάτι που αποτελούσε και αποτελεί ‘καθήκον’ των υπουργών που έχουν διοικούν παραγωγικά υπουργεία.

Ως εκ τούτου, ο ρόλος του αφενός μεν ήσαν περισσότερο συντονιστικός-συμβουλευτικός, με τον ίδιο να σπεύδει να ενημερώνει τον πρωθυπουργό για το αν και σε ποιο βαθμό οι υπουργοί της κυβέρνησης εφαρμόζουν τις πολιτικές που έχουν εκ των προτέρων συμφωνηθεί σε κυβερνητικό επίπεδο, και, αφετέρου δε, περισσότερο προτρεπτικός.

Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Σημαίνει πως προέτρεπε κυβερνητικά στελέχη που δεν επεδείκνυαν ιδιαίτερο ζήλο στην εφαρμογή της κυβερνητικής στρατηγικής, να κινηθούν αποφασιστικά και γρήγορα, προειδοποιώντας τους για τις ενδεχόμενες συνέπειες.

Ο Σταύρος Παπασταύρου υπήρξε από τα πιο σημαντικά στελέχη του ‘Κέντρου Διακυβέρνησης,’ στο εγκάρσιο σημείο όπου η περίπτωση του μας ωθεί να διαπιστώσουμε πως ένας εκ των πλέον βασικών λόγων που η Νέα Δημοκρατία έφθασε στο σημείο του να κυριαρχεί πολιτικά, ήσαν το ό,τι από το 2019 έως τις ημέρες μας, διέθετε στελέχη με το προφίλ του Σταύρου Παπασταύρου.

Δηλαδή στελέχη που διαθέτουν και τεχνοκρατική-επιστημονική επάρκεια και πολιτικές δεξιότητες. Για τον ορισμό του ‘Κέντρου Διακυβέρνησης’ από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, βλέπε και, Δραμαλιώτη, Παρασκευή., ‘Το επιτελικό κράτος. Ρυθμιστική συνοχή και συντονισμός στο Κέντρο Διακυβέρνησης,’ Πρόλογος: Κοντιάδης, Ξενοφών. Εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 2021, σελ. 120.

[2] Ένα σημείο που δεν έχει ‘φωτιστεί’ ιδιαίτερα από την επιστημονική έρευνα, αφορά το σκέλος της «καλής νομοθέτησης» και της «παρακολούθησης ενσωμάτωσης και εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου», σύμφωνα με την διατύπωση της Παρασκευής Δραμαλιώτη.

Εμβαθύνοντας περαιτέρω, θα τονίσουμε πως τα στελέχη που απαρτίζουν το εν ευρεία εννοία ‘επιτελικό κράτος’ είναι αυτά που ελέγχουν διαρκώς το κατά πόσον τηρούνται οι πρακτικές της «καλής νομοθέτησης», παρακολουθώντας επίσης και το πόσο πιστά εφαρμόζεται το ενωσιακό δίκαιο σε επίπεδο υπουργικό.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, από το 2019 και έπειτα (το 2019 είναι το χρονικό σημείο τομής καθότι συγκροτείται το ‘επιτελικό κράτος’ το οποίο αναλαμβάνει την υποστήριξη και την προώθηση του κυβερνητικού έργου, διευκολύνοντας το έργο του πρωθυπουργού και επιτρέποντας του να κινηθεί με έναν πιο ‘ελεύθερο’ πολιτικά, τρόπο), η διαδικασία του εξευρωπαϊσμού υπερβαίνει διάφορα στεγανά και διαπερνά πλήρως όλους τους θεσμούς που εμπλέκονται στη διαδικασία χάραξης στρατηγικής και λήψης αποφάσεων.

Και σε αυτή την περίπτωση όμως, προκύπτουν ‘εξαιρέσεις’ και δη σημαντικές ‘εξαιρέσεις’. Και χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού είναι η μη-εφαρμογή της περίφημης Σύμβασης 717 (για την τηλεδιοίκηση και την σηματοδότηση του σιδηροδρομικού δικτύου), από το υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών.

Για την ακρίβεια, ο πρώην υπουργός Υποδομών και Μεταφορών Κώστας Καραμανλής κατέβαλλε προσπάθειες προς την κατεύθυνση εφαρμογής της σύμβασης, όμως οι προσπάθειες του αυτές προσέκρουσαν πάνω στην υπάρχουσα ‘κουλτούρα της αδράνειας’ και της ‘ήσσονος προσπάθειας, οι οποίες ‘συμπαρέσυραν’ και τον ίδιο, ειδικά τον τελευταίο χρόνο της υπουργικής του θητείας.

Ο Κώστας Καραμανλής   περισσότερο ανέμενε την διεξαγωγή των εκλογών και όχι τόσο την παραγωγή σημαντικού έργου. Το γεγονός όμως αυτό, δεν αναιρεί το ό,τι ήσαν ο πρώτος υπουργός Υποδομών και Μεταφορών μετά την συγκυβέρνηση Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς -Ανεξαρτήτων Ελλήνων (είναι άτοπο με έναν πολιτικό παλαιάς κοπής όπως ο Χρήστος Σπίρτζης)  που κατέστησε μία από τις σημαντικότερες προτεραιότητες της θητείας του, την εφαρμογή της σύμβασης 717.  Βλέπε σχετικά, Δραμαλιώτη, Παρασκευή., ‘Το επιτελικό κράτος. Ρυθμιστική συνοχή και συντονισμός στο Κέντρο Διακυβέρνησης…ό.π., σελ. 179.

[3] Βλέπε σχετικά, ‘Στέλιος Κουτνατζής: Ποιος είναι ο νέος γ.γ. του Πρωθυπουργού,’ Διαδικτυακή Έκδοση Εφημερίδας ‘Πρώτο Θέμα,’ 01/04/2024, www. Protothema.gr  Διευρύνοντας όσο χρειάζεται την ανάλυση μας προκειμένου να συμπεριλάβουμε εντός αυτής τις Τουρκικές δημοτικές εκλογές και ειδικά αυτές που διεξήχθησαν στον δήμο της Κωνσταντινούπολης, θα υπογραμμίσουμε πως ένας εκ των κυριότερων λόγων για τους οποίους ο Εκρέμ Ιμάμογλου, υποψήφιος του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος, κατάφερε να επανεκλεγεί στη θέση του δημάρχου της μεγαλύτερης Τουρκικής πόλης, ήσαν και το γεγονός πως πολλοί δημότες, παρά την κομματική πόλωση που επικράτησε, προσήλθαν στις κάλπες με καθαρά αυτοδιοικητικά κριτήρια.

Και τι εννοούμε λέγοντας κάτι τέτοιο; Εννοούμε πως εκτιμούσαν πως ο Εκρέμ Ιμάμογλου είναι ένας ‘πολύ καλός δήμαρχος’ που έχει ‘επιτελέσει πολύ και σημαντικό έργο.’

Οπότε θα είναι ‘κρίμα να μην του δοθεί η δυνατότητα να συνεχίσει αυτό το έργο.’ Οι ψηφοφόροι που διαμόρφωσαν την εκλογική τους συμπεριφορά λαμβάνοντας πολύ σοβαρά υπόψιν το έργο Ιμάμογλου, δεν επηρεάστηκαν ούτε από την προσωπική εμπλοκή του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην προεκλογική εκστρατεία, ούτε και από τις προσωπικές επιθέσεις που εξαπέλυε εναντίον του δημάρχου της Κωνσταντινούπολης.

Και το υψηλότατο ποσοστό που έλαβε ο επανεκλεγείς Ιμάμογλου, μας επιτρέπει να διατυπώσουμε μία ‘αιρετική’ υπόθεση εργασίας: Εκτιμούμε λοιπόν πως μεταξύ όλων όσοι έκριναν και ψήφισαν προτάσσοντας αυτοδιοικητικά κριτήρια, βρίσκονταν και ψηφοφόροι, ακόμη και παραδοσιακοί, του κόμματος ‘Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης’ και του Τούρκου προέδρου.

Σημείο-‘κλειδί’ υπήρξε η τακτική που ακολούθησε ο Εκρέμ Ιμάμογλου, ειδικά την τελευταία εβδομάδα προ της εκλογικής αναμέτρησης, περίοδος που ουκ ολίγοι ψηφοφόροι αποφασίζουν τι θα ψηφίσουν τελικά. Η υποχώρηση ενός οιονεί «καταγγελτικού λόγου», κατά την Βασιλική Γεωργιάδου, χάριν της εστίασης στο έργο ή αλλιώς, στα επιτεύγματα, διευκόλυνε σε πολύ σημαντικό βαθμό τους ψηφοφόρους εκείνους που ήδη σκέφτονταν να ψηφίσουν προτάσσοντας αυτοδιοικητικά κριτήρια.

Όλους όσοι ήσαν αναποφάσιστοι μεταξύ Ιμάμογλου και του υποψηφίου του Ισλαμιστικού κόμματος της ‘Νέας Ευημερίας’. Βλέπε σχετικά, Γεωργιάδου, Βασιλική., ‘Ή Άκρα Δεξιά και οι συνέπειες της συναίνεσης. Δανία, Νορβηγία, Ολλανδία, Ελβετία, Αυστρία, Γερμανία,’ Εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα, 2008, σελ. 476.

Ο δείκτης προσωπικής αντιπάθειας διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση εκλογικής συμπεριφοράς σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση. Όσο περισσότερο ένας ψηφοφόρος αντιπαθούσε τον υποψήφιο του κυβερνώντος κόμματος Μουράτ Κουρούμ, για μία σειρά από λόγους,  τόσο περισσότερο αυξάνονταν οι πιθανότητες να στραφεί τελικά υπέρ του Εκρέμ Ιμάμογλου.

[4] Βλέπε σχετικά, Χίος, Χάρης., ‘Εξερευνώντας τα όρια του δικαίου: η εμφάνιση και ο ρόλος του κανονιστικού πειραματισμού,’ ΝΟΜΑΡΧΙΑ,’ 14/03/2024. Όπως τονίζει ο συγγραφέας του άρθρου, «σύμφωνα λοιπόν με τη διεθνή επιστημονική ανάλυση και πρακτική, ως κανονιστικός πειραματισμός ορίζεται σχηματικά η θέσπιση μίας προσωρινής παρέκκλισης από τους γενικούς κανόνες και η εφαρμογή ενός διαφορετικού νομοθετικού καθεστώτος για περιορισμένο χρονικό διάστημα ως προς συγκεκριμένους αποδέκτες, προκειμένου να δοκιμαστεί η αποτελεσματικότητα του».

[5] Βλέπε σχετικά, Χίος, Χάρης., ‘Εξερευνώντας τα όρια του δικαίου: η εμφάνιση και ο ρόλος του κανονιστικού πειραματισμού…ό.π. Τα στελέχη που συμμετέχουν όλα αυτά τα χρόνια στο ‘Κέντρο Διακυβέρνησης’ που εδρεύει μέσα στο Μέγαρο Μαξίμου, συνέβαλλαν στο να προσέρχεται ο πρωθυπουργός καλά προετοιμασμένος στις διάφορες κοινοβουλευτικές συζητήσεις.

Σίμος Ανδρονίδης

Διαφήμιση
Διαφήμιση