HomeHL-CultureΓκριζέλντα Μπλάνκο: Η ιστορία της νονάς της κοκαΐνης που έγινε σειρά στο Netflix

Γκριζέλντα Μπλάνκο: Η ιστορία της νονάς της κοκαΐνης που έγινε σειρά στο Netflix

Το κορίτσι που έκανε τον πρώτο της φόνο στα 11 της χρόνια και εξελίχθηκε στη «βασίλισσα των καρτέλ»

Διαφήμιση
Διαφήμιση

«Ο μόνος άνθρωπος που φοβήθηκα ποτέ ήταν η Γκριζέλντα Μπλάνκο», φέρεται πως είχε πει ο Πάμπλο Εσκομπάρ για τη «νονά της κοκαΐνης» και δεν τον αδικεί κανείς, αφού δεν επρόκειτο μόνο για μια έμπορο ναρκωτικών, αλλά και για μια αδίστακτη δολοφόνο του ’70 και του ’80.

Ήταν εκείνη που έκανε τη «λευκή κυρία», όπως την έλεγαν πολλοί, «τάση» στην Αμερική, η οποία συνήθιζε να «διασκεδάζει» τότε μονάχα με… μαριχουάνα. Κατάφερε να μπει στους κοσμικούς κύκλους της εποχής και να μεταφέρει λαθραία τόνους ναρκωτικών, δημιουργώντας έτσι, ένα από τα πιο κερδοφόρα καρτέλ στην ιστορία, ενώ είχε περισσότερους από 1.200 υπαλλήλους.

Και παρά το γεγονός ότι ήταν πολλοί εκείνοι που την υποτίμησαν στην αρχή, καθώς δεν πίστευαν πως μία γυναίκα θα μπορούσε να κινεί με τέτοια μαεστρία τα νήματα, τελικά όλοι την «παραδέχτηκαν» τόσο για την τόλμη της, όσο και για την ευρηματικότητά της.

Η Γκριζέλντα λάτρευε τα κοσμήματα, με τη συλλογή της να εκτιμάται ότι άξιζε παραπάνω από 10.000.000 δολάρια, ενώ είχε στην κατοχή της ένα ροζ διαμάντι που άνηκε στην Πρώην Πρώτη Κυρία της Αργεντινής, Εύα Περόν.

Η ιστορία της

Η Γκριζέλντα Μπλάνκο γεννήθηκε το 1943 στην Καρταχένα της Κολομβίας. Έκανε το πρώτο της ταξίδι στην Αμερική τη δεκαετία του ’70, όταν κι επέλεξε να εγκατασταθεί μόνιμα εκεί, αλλάζοντας τελείως τη ζωή της.

Σύμφωνα με το Collider, τα παιδικά της χρόνια ήταν κάθε άλλο παρά εύκολα. Μεγάλωσε σε πολύ δύσκολες οικονομικές συνθήκες, με μία μητέρα, η οποία έδινε τη δική της μάχη με τον αλκοολισμό. Η Άνα Λουσία Ρεστρέπο ήταν υπηρέτρια σε μια φάρμα. Απολύθηκε, όταν έμεινε έγκυος από τον εργοδότη της και αποφάσισε μετά από πολλές δυσκολίες να μετακομίσει στο Μεδεγίν, όταν η Γκριζέλντα ήταν 3 ετών.

Στον αγώνα της να επιβιώσει και να βοηθήσει τη μητέρα της, δεν δίστασε να καταφύγει στην παρανομία, σε ηλικία μόλις 11 ετών. Όπως λέγεται, στην πρώτη της προσπάθεια να κερδίσει χρήματα, απήγαγε ένα αγόρι, που προερχόταν από μια εύπορη οικογένεια.

Όταν ζήτησε λύτρα από τους γονείς του και είδε ότι τελικά, δεν συμμορφώνονται, δεν δίστασε να το σκοτώσει. Στα 14 της χρόνια, εγκατέλειψε το σπίτι της, μετά από έναν μεγάλο καβγά που είχε με την αλκοολική μητέρα της που συνήθιζε να καταφεύγει στην πορνεία, για να εξασφαλίσει τα προς το ζην.

Ο Κάρλος Τρουχίγιο

Έναν χρόνο αργότερα, συνεχίζοντας να ψάχνει τρόπο να επιβιώσει, γνώρισε έναν προαγωγό κι εγκληματία με ειδίκευση στην πλαστογραφία βίζας για όσους ήθελαν να ταξιδέψουν στις ΗΠΑ, με το όνομα Κάρλος Τρουχίγιο. Ξεκίνησε να εργάζεται για εκείνον και σε ηλικία 14 ετών, μετακόμισε μαζί του στην Αμερικη.

Στα 21 της ήταν ήδη παντρεμένη, ενώ είχαν αποκτήσει τρεις γιους, τον Οσβάλντο, τον Ντίξον και τον Ούμπερ. Για χρόνια, ζούσαν όχι μόνο σαν ζευγάρι, αλλά και σαν «συνεργάτες», με τη Γκριζέλντα να μαθαίνει από εκείνον όλα τα «κόλπα» της παρανομίας, προκειμένου στη συνέχεια, να τον… αντικαταστήσει.

Όταν πλέον, ήταν σίγουρη ότι μπορούσε να συνεχίσει μόνη, τελείωσε τη σχέση της μαζί του. Άλλοι λένε πως ο Τουχίγιο πέθανε από κίρρωση, όμως υπάρχει και η φήμη πως η πρώην του έδωσε εντολή να τον σκοτώσουν.

Ο Αλμπέρτο Μπράβο και η «αρχή της αυτοκρατορίας»

Επόμενος σταθμός στη ζωή της και ίσως ο πιο σημαντικός, ήταν ο Αλμπέρτο Μπράβο. Πρόκειται για τον δεύτερο σύζυγο της «Μαύρης Χήρας», όπως ονομάστηκε αργότερα, ο οποίος ήταν κι εκείνος που την έβαλε πιο βαθιά στο «παιχνίδι των ναρκωτικών».

Στο βιβλίο «Most Perverse Women in History», η συγγραφέας Σουζάνα Καστεγιάνο αναφέρει πως «το κίνητρο της Γκριζέλντα δεν ήταν ποτέ η αγάπη, αλλά το συμφέρον».

Εκμεταλλεύτηκαν την εταιρεία εισαγωγής ρούχων, που είχε ο Μπράβο και μαζί έστησαν μια «μπίζνα» που ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Γνωστή για τη φαντασία και την ευρηματικότητά της, η Γκριζέλντα είχε την ιδέα να κρύβουν ποσότητες ναρκωτικών ράβοντάς τις μέσα στα υφάσματα και να τα μεταφέρουν έτσι, λαθραία στην Αμερική.

Μάλιστα, ξεκίνησε και τη δική της σειρά με εσώρουχα, τα οποία είχαν κρυφά σημεία, όπου οι γυναίκες μπορούσαν να αποθηκεύσυν τα ναρκωτικά, που διακινούσαν. Στη συνέχεια, άνοιξε το δικό της κατάστημα για την πώλησή τους.

Το ζευγάρι συνεργάστηκε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και φέρεται να κέρδισε μαζί εκατομμύρια δολάρια. Ωστόσο, λένε συνήθως πως οι σχέσεις χαλάνε όταν μπαίνουν στη μέση τα χρήματα. Ο χωρισμός τους λοιπόν, ήταν αναμενόμενος, με την Γκριζέλντα να κατηγορεί τον σύζυγό της για υπεξαίρεση χρημάτων.

Ωστόσο, ενώ η σχέση τους θα μπορούσε να είχε λήξει αναίμακτα, μάλλον δεν συμβαίνει το ίδιο όταν μιλά κανείς για δύο μεγάλους εμπόρους ναρκωτικών, με κοινά συμφέροντα. Ένα μοιραίο βράδυ, η Μπλάνκο ζήτησε από τον Μπράβο να βρεθούν για να συζητήσουν σχετικά με τον χωρισμό τους. Τα πράγματα όμως, πήραν λάθος τροπή, με αποτέλεσμα να καταλήξουν σε ανταλλαγή πυροβολισμών.

Αν και ο Μπράβο κατάφερε να τραυματίσει πρώτος την πρώην αγαπημένη του με μία σφαίρα στο στομάχι της, εκείνη επέζησε και φρόντισε να δώσει ένα τέλος σε αυτό το κεφάλαιο. Με μία σειρά από σφαίρες στο κεφάλι του, η Γκριζέλντα Μπλάνκο «εκδικήθηκε» τον σύζυγό της για την προδοσία του.

Ο Ντάριο Σεπουλβέντα και το παρατσούκλι «Μαύρη Χήρα»

Ο τελευταίος άντρας που πέρασε από τη ζωή της ήταν ο Ντάριο Σεπουλβέντα, με τον οποίο απέκτησε ακόμα ένα παιδί, που πήρε το όνομα «Μάικλ Κορλεόνε». Το 1978 μετακόμισαν μαζί στο Μαϊάμι. Αυτή η χρονιά σήμανε και την αρχή μιας νέας εποχής για τη Γκριζέλντα, η οποία πλέον, δεν χρειαζόταν να εμπιστευτεί κανέναν για τις δουλειές της, αφού διοικούσε μόνη της το καρτέλ.

Βλέποντας την πόλη να εξελίσσεται σιγά-σιγά σε έναν από τους διασημότερους προορισμούς διακοπών, αλλά και πρωτεύουσα της «άγριας ζωής», άρπαξε αμέσως την ευκαιρία και φαίνεται πως γνώριζε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει.

Ο Ντάριο Σεπουλβέντα ήταν ο λόγος που έγινε γνωστή με το παρατσούκλι «Μαύρη Χήρα», αφού στο τέλος, σκότωσε και αυτόν. Το ζευγάρι χώρισε όταν ο Μάικλ ήταν 4 ετών, καθώς δεν συμφωνούσε ως προς τη διαπαιδαγώγηση του.

Εκείνη θεωρούσε πως ο μικρός έπρεπε να ακολουθήσει την οικογενειακή επιχείρηση, αντί να πηγαίνει σχολείο, με τον σύζυγό της να διαφωνεί. Στη συνέχεια, ακολούθησαν πολλοί καβγάδες σχετικά με την επιμέλειά του. Ο Ντάριο πήρε τον Μάικλ και διέφυγαν μαζί στην Κολομβία, όμως δεν υπολόγισε πώς θα αντιδρούσε η Γκριζέλντα.

Διέταξε δολοφόνους να τον ακολουθήσουν, για να πάρουν «πίσω» τον Μάικλ και να τον σκοτώσουν. Επιπλέον, πλήρωσε την αστυνομία του Μεδεγίν να συλλάβει τον σύζυγο της και «λάδωσε» την υπηρεσία μετανάστευσης για να μην εμπλακεί.

Ο «υπάλληλος» της «Νονάς» δεν άργησε να τον βρει. Βλέποντας τον δολοφόνο του, ο Σεπούλδεβα έτρεξε να απομακρυνθεί από τον γιο του, ώστε να μην τον βάλει σε κίνδυνο. Η σφαίρα τον βρήκε στην πλάτη, με τον θάνατό του να είναι ακαριαίος. Πριν φτάσει 30 χρονών, ο Μάκλ είχε χάσει συνολικά 20 συγγενείς του.

Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα από τότε, η Γκριζέλντα Μπλάνκο είχε ήδη βάλει στην αγορά την κοκαΐνη κι έγινε μια από τις μεγαλύτερες εμπόρους ναρκωτικών όλων των εποχών, με εκτιμήσεις να αναφέρουν ότι διακινούσε λαθραία περισσότερους από τρεις τόνους κοκαΐνης ετησίως στις ΗΠΑ, αποκομίζοντας περίπου 80 εκατο. δολάρια τον μήνα.

Ο Αμερικανός λαθρέμπορος ναρκωτικών από το Μεδεγίν, Μαξ Μέρλμεσταϊν έχει γράψει στο βιβλίο με τίτλο «The Man Who Saw It Raining Coca» ότι «αν δεν υπήρχε η Γκριζέλντα Μπλάνκο, δεν θα υπήρχε πόλεμος κοκαΐνης».

Πώς κατάφερε να γίνει η «βασίλισσα της κοκαΐνης»

Ίσως το γεγονός ότι ήταν η πρώτη γυναίκα που «εισέβαλε» στον υπόγειο κόσμο των ναρκωτικών και των καρτέλ, συχνά έκανε τους «συναδέλφους» της να την υποτιμούν. Ωστόσο, φαίνεται πως αυτό ήταν και το «όπλο» της.

Κανείς τους δεν περίμενε τι ήταν ικανή να κάνει η Γκριζέλντα Μπλάνκο κι ενώ πίστευαν ότι μπορούν να «ξεγελάσουν μια γυναίκα», εκείνη σχεδίαζε την καταστροφή τους.

Με την πάροδο των χρόνων, η Μπλάνκο μελετούσε προσεκτικά τις κινήσεις των ανταγωνιστών της, σχεδίαζε τα επόμενα βήματά της που ήταν πάντα πιο μπροστά από τα δικά τους και όταν έβλεπε μπροστά της τον κίνδυνο, δεν δίσταζε να τον εξαφανίσει.

Δεν ήταν λίγες οι φορές που έδωσε εντολή σε εκτελεστές της να δολοφονήσουν τους εχθρούς της, που απειλούσαν όσα είχε «χτίσει».

Πέρα από το «ξεκαθάρισμα» όμως, που τη βοήθησε κατά κάποιον τρόπο, να ανελιχθεί, σημαντικό ρόλο έπαιξε και η επιχειρηματική της δεινότητα. Ο Στιβ Τζορτζ, μέλος της Διεύθυνσης Δίωξης Ναρκωτικών, δήλωσε σε συνέντευξή του στη Sun-Sentinel ότι η Γκριζέλντα Μπλάνκο ήταν η πρώτη από τους εμπόρους που χρησιμοποίησε «πολλαπλές πηγές προμηθειών, ώστε να μπορεί να διατηρεί στο μέγιστο τη ροή κοκαΐνης».

Μπορεί στην αρχή να ξεκίνησε κρύβοντας τη λευκή σκόνη σε υφάσματα και εσώρουχα, στη συνέχεια όμως, βρήκε κι άλλους τρόπους να τη μεταφέρει. Φημολογείται πως έφτασε να κρύψει μεγάλη ποσότητα κοκαΐνης μέχρι και σε ένα πλοίο, το «Gloria» το οποίο στάλθηκε από την Κολομβία στο λιμάνι της Νέας Υόρκης, με αφορμή τη 200ή επέτειο της Αμερικής.

Μιλώντας για εκείνη, η συγγραφέας του βιβλίου «Narcas: The Secret Rise of Women in Latin America’s Cartels», Ντέμπορα Μπονέλο αναφέρει στο BBC Culture: «Αναγνώρισε την αγορά, είδε μια επιχειρηματική ευκαιρία και την εκμεταλλεύτηκε στο έπακρον».

Η Γκριζέλντα Μπλάνκο αποτελούσε έμπνευση για πολλούς «συναδέλφους» της, που βοηθήθηκαν από εκείνη για να «εδραιωθούν» στις ΗΠΑ. Ανάμεσα σε αυτούς και ο Πάμπλο Εσκομπάρ.

Στο προσωπικό της ημερολόγιο, η Γκριζέλντα είχε γράψει πως κάποια στιγμή είχαν συνδεθεί και ερωτικά, ενώ έκανε λόγο για μια παθιασμένη σχέση. Στην τηλεοπτική σειρά «Narcos», ο τηλεοπτικός Πάμπλο Εσκομπάρ ακούγεται να λέει σε μία σκηνή: «Ο μόνος άνθρωπος που φοβήθηκα ποτέ ήταν γυναίκα και τη λένε Γκριζέλντα Μπλάνκο».

Η σύλληψή της στην Καλιφόρνια

Για χρόνια ήταν μία από τους πιο περιζήτητους καταζητούμενους βαρόνους ναρκωτικών. Όμως, όσο κι αν προσπαθούσαν να την εντοπίσουν, η Γκριζέλντα Μπλάνκο ζούσε σαν «φάντασμα» και κατάφερνε έτσι, να αποφεύγει τη σύλληψη, μετακινούμενη από το ένα μέρος στο άλλο.

Εκείνος που ανέλαβε για πρώτη φορά την έρευνα για τη σύλληψή της το 1977, ήταν ένας ειδικός πράκτορας της Δίωξης Ναρκωτικών, ο Τσαρλς Σεσίλ. Ενώ είχε εκδώσει ένταλμα για εκείνη σε ολόκληρη την Κολομβία, είδε ότι χάνει τον χρόνο του άσκοπα, καθώς η Μπλάνκο είχε φύγει από τη χώρα.

Φοβούμενη για τη ζωή της, καθώς εμπλεκόταν σε πάνω από 200 δολοφονίες κι ενώ οι εχθροί της την είχαν στοχοποιήσει, αποφάσισε να μετακομίσει στην Καλιφόρνια το 1984.

Μπορεί το «κυνηγητό» να κράτησε για χρόνια, όμως τελικά, το 1985 η Γκριζέλντα Μπλάνκο συνελήφθη στο σπίτι της στο Ιρβάιν της Καλιφόρνια. Η αστυνομία την εντόπισε εκεί, τα ξημερώματα της 10ης Φεβρουαρίου του 1985.

Σύμφωνα με τον ανιψιό του Αλμπέρτο Μπράβο, του πρώτου της συζύγου, που την παρακολουθούσε μαζί με εκτελεστές, ψάχνοντας την κατάλληλη στιγμή για τη δολοφονία της, την ώρα που συνελήφθη, διάβαζε τη Βίβλο.

Καταδικάστηκε για παρασκευή κοκαΐνης, εισαγωγή της ουσίας στις ΗΠΑ και διανομής της. Εξέτισε τελικά, ποινή κάθειρξης 15 ετών. Λέγεται πως όσο βρισκόταν στη φυλακή, συνέχιζε να διευθύνει την αυτοκρατορία της, μέσω του συντρόφου της, Τσαρλς Κόσμπι.

Εννέα χρόνια αργότερα, κατηγορήθηκε επίσης, για τον θάνατο ενός νεαρού αγοριού με το όνομα Τζόνι Κάστρο, ο οποίος σκοτώθηκε καταλάθος, κατά τη διάρκεια ενός χτυπήματος που είχε διατάξει η Μπλάνκο στο παρελθόν.

Το 1998 δήλωσε ένοχη σε τρεις ακόμα κατηγορίες για φόνο δεύτερου βαθμού, γεγονός που έκανε τον δικαστή να μειώσει την ποινή φυλάκισής της, κατά έξι χρόνια.

Επιπλέον, το 2002 η Γκριζέλντα αντιμετώπισε μια περιπέτεια με την υγεία της. Συγκεκριμένα, έπαθε έμφραγμα, ενώ ακολούθησε μια σειρά από προβλήματα υγείας που οδήγησαν στην αποφυλάκιση της, το 2004.

Ο θάνατος της Γκριζέλντα Μπλάνκο

Λίγο μετά την αποφυλάκισή της, απελάθηκε στο Μεδεγίν και έζησε εκεί χωρίς να κάνει αισθητή την παρουσία της. Η τελευταία δημόσια εμφάνιση που είχε κάνει ήταν το 2007, στο αεροδρόμιο της Μπογκοτά.

Ωστόσο, η «νονά της κοκαΐνης» είχε εχθρούς παντού. Το 2012 κι ενώ έβγαινε από ένα κρεοπωλείο στο Μεντεγίν, ακολουθώντας πια μία πιο… φυσιολογική και ήρεμη ζωή πλέον, η Γκριζέλντα Μπλάνκο έπεσε νεκρή από μια σφαίρα.

Η τραγική ειρωνεία μάλιστα, ήταν πως σκοτώθηκε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, με τον οποίο η ίδια σχεδίαζε τις εκτελέσεις της. Ο δράστης την πυροβόλησε, ενώ ήταν πάνω σε μια μοτοσικλέτα και αμέσως, εξαφανίστηκε χωρίς να γίνει αντιληπτός.

Σε δηλώσεις που είχε κάνει η σύζυγος του γιου της, Μάικλ Κορλεόνε είχε αναφέρει πως τα τελευταία χρόνια η Γκριζέλντα Μπλάνκο είχε αλλάξει ζωή και ασχολούταν με τα κτηματομεσιτικά. Είχε ασπαστεί επίσης, τον Χριστιανισμό.

Οι τρεις γιοι από τον πρώτο της γάμο δολοφονήθηκαν. Ο Μάικλ Κορλεόνε είναι ο μόνος που έχει επιβιώσει, μετά από επτά απόπειρες δολοφονίας εναντίον του. Όσο καιρό η μητέρα του βρισκόταν στη φυλακή, μεγάλωσε με τη μητέρα της ή και με κάποια έμπιστα μέλη του καρτέλ της.

Φαίνεται πως στην συγκεκριμένη περίπτωση, ο γιος ακολούθησε τα χνάρια της μητέρας του και το 2012 ο Μάικλ Κορλεόνε καταδικάστηκε για δύο κακουργήματα, διακίνηση κοκαΐνης και συνωμοσία για διακίνηση κοκαΐνης και τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό.

Η μήνυση στο Netflix για τη σειρά «Griselda»

To Netflix μετέφερε την ιστορία της ζωής της «Νονάς της κοκαΐνης», στη μικρή οθόνη, με πρωταγωνίστρια τη Σοφία Βεργκάρα.

Ο γιος της, Μάικλ δεν φαίνεται να συμφωνεί με την προβολή της ζωής της μητέρας του, ισχυριζόμενος ότι το Netflix δεν συμβουλεύτηκε τις συνεντεύξεις του στα μέσα ενημέρωσης για τη δημιουργία της σειράς και κατηγορεί τους σεναριογράφους ότι βασίστηκαν σε «ανέκδοτα» και όχι σε πραγματικά γεγονότα.

Μιλώντας στη Daily Mail, δήλωσε ότι οι ενέργειες του Netflix ήταν ένα σαν «ένα χαστούκι στο πρόσωπο» για εκείνον, ενώ τόνιισε πως «δεν θα την είχαν γλιτώσει, αν η μητέρα του ήταν ζωντανή».

Διευκρίνισε επιπλέον, πως τόσο το Netflix, όσο και η Σοφία Βεργκάρα τον προσέγγισαν αρχικά, αλλά είχαν ήδη αποφασίσει να δημιουργήσουν τη σειρά, χωρίς την άδεια ή την βοήθειά του. «Μας κάλεσαν να καθίσουμε μαζί τους για να μας πουν απλά ότι δεν υπήρχε χώρο για εμάς στο πρότζεκτ. Ήαν ασεβείς και τελικά παρήγαγαν το πρότζεκτ μόνοι τους για εμπορικό όφελος, χωρίς τις βασικές λεπτομέρειες από την οικογένεια Μπλάνκο», δήλωσε.

Ο ίδιος αποφάσισε πρόσφατα να διηγηθεί την ιστορία της μητέρας του, όπως την έζησε ο ίδιος, μέσα από το βιβλίο «My Mother, The Godmother». Όπως είπε: «Κάποιος από την οικογένεια πρέπει να πει σωστά την ιστορία. Απλώς αισθάνομαι ότι η ιστορία της ζωής της οικογένειάς μου πρέπει να εξανθρωπιστεί, όχι να κακοποιηθεί».
protothema.gr

Διαφήμιση
Διαφήμιση