HomeΓΝΩΜΕΣΚυριακή και εκλογές στο χωριό!

Κυριακή και εκλογές στο χωριό!

Διαφήμιση
Διαφήμιση

Του Κωστή Μουδάτσου

Κυριακάτικο μεσημέρι. Το λέμε μαγιάτικο αλλά μάλλον είμαστε ακόμη στο Φλεβάρη. Ομίχλη και βροχή. Τα δέντρα έχουν δέσει καρπούς και οι κερασιές δίνουν χρώμα στα κεράσια.

Οι τριανταφυλλιές μες την ομίχλη δείχνουν τα ρόδα με τις σταγόνες να κυλούν. Δακρυσμένα τριαντάφυλλα! Τη νύχτα, οι αστραπές με τις βροντές έδιναν αλλόκοτες εικόνες στην ομίχλη. Τις πρωινές ώρες σταμάτησε να ρίχνει νερά με το σταμνί αλλά η ομίχλη ανέβαινε και κατέβαινε από τα βουνά στο κάμπο. Σιγανοψιχάλισμα που και που.

Τα οργωμένα χωράφια είχαν πλημμυρίσει και τα φυτεμένα φυτά μόλις φαινόταν στα νερά. Τα κοίταζα και μου ερχόταν στο νου θλίψη ανακατωμένη με απογοήτευση. Το κρύο δεν ήταν βαρύ αλλά η ρακή στο καφενείο το γλύκαινε.

Μετά τη λειτουργία και το μνημόσυνο γέμισαν οι καφενέδες ανθρώπους. Καφέδες, ρακές, κονιακάκια και η κουβέντα δεν ήθελε πολύ να ξεκινήσει.

-Είδες παλιόκαιρο Γιώργη!

-Τα ΄δα ΄γω στο μέγα δρυ, άθρωπος να μη τα δει! Πάει και φέτος η χρονιά… κακά ξεκίνησε! Ψήφισες ;

– Μέσα σε όλα αυτά έχομε και εκλογές! Πήγα πρωί-πρωί! Δεν είχε κόσμο και τέλειωσα στα γρήγορα! Στο πίτσι φυτίλι!

-Ψήφισες καλά; είπα μειδιώντας.

-Καλά λέω ότι ψήφισα… Μακάρι να τα βρουν και να συγκυβερνήσουν οι δικοί μας, οι προοδευτικοί αλλά δεν το βλέπω…. Ούτε μια κουβέντα δεν αλλάζουν μεταξύ τους… Ψήφισα το κοντοχωριανάκι που το παίζει σοσιαλδημοκράτης, αλλά είμαι μουδιασμένος.

-Εγώ το έριξα στην Αριστερά, αλλά στεναχωρούμαι που ο δικός σας τα έχει με το ίδιο μένος και με την Αριστερά και με τη Δεξιά. Κι οι δυο το ίδιο είναι κανοναρχεί.

Μα έχει λογική αυτό το μίσος; Εμείς οι απλοί τα βρίσκομε, εκείνοι στα ψηλά πατώματα έχασαν το φως τους και δεν βλέπουν! Έχω δίκιο να τσατίζομαι αλλά ποιος θα μου το δώσει;

Τα μάτια του φίλου μου έδειξαν έκπληξη.

-Δεν ξέρω τι σκέφτεσαι αλλά σαν ακούω Δεξιά θυμώνω… αγίες οικογένειες και αρπαχτές… Κράτος λάφυρο για αυτούς και για εμάς δεν υπάρχει… Ο Γιώργης σκεφτικός συνέχισε. Από τα νιάτα μου με πάθος ψήφιζα προοδευτικά και αντιδεξιά! Ακόμη υποφέρω από τις συνεργασίες με τους δεξιούς! Μα κι εσείς δεν πάτε καλύτερα!

Άκουγα χωρίς ενθουσιασμό και σκεφτόμουν τα δύσκολα χρόνια των μνημονίων. Δύσκολα χρόνια! Μετά ήρθε η Δεξιά. Υγειονομική κρίση, διαλυμένα νοσοκομεία, εγκλεισμοί, οικονομικά προβλήματα και ανθρώπους να υπομένουν και να παραμένουν στη φυλακή της παράνοιας! Τον ρώτησα με αγανάκτηση.

-Σαν βγει πάλι η Δεξιά σήμερα, τι έχομε να τραβήξομε;

Σκέφτηκε για λίγο ο Γιώργης κι άρχισε να μιλά αγανακτισμένος.

-Μα δεν του δίνει ψήφο ο δικός μου. Είμαστε σοσιαλδημοκράτες και με τέτοιο αρχηγό που έχουν.. δεν το θέλομε!

-Ενώ εάν αλλάξουν αρχηγό τι θα γίνει; ρώτησα.

Ήπιε τη ρακή νευριασμένος, χτύπησε το ποτήρι στο τραπέζι και είπε μουδιασμένος.

-Δεν ξέρω… ανάθεμα με κι αν καταλαβαίνω τι γίνεται… Από όπου κι αν φυσήξει ο αέρας, πάλι ζημιές θα κάνει αφού δεν κατέχομε που πάμε και που πατάμε! Σαν τα οργωμένα χωράφια μετά από τέτοια βροχή. Όπου και να πατήσεις θα βουλιάξεις στη λάσπη!

Ρούφηξε το ποτήρι μονορούφι, σκούπισε το μουστάκι του με το χέρι και μονολόγησε.

-Πάλι θα βγει ο νεοφιλελές και ποιος τη παλεύει άλλα τέσσερα χρόνια! Ιδέ μια πατούλια με τους ακροδεξιούς και του δήθεν μοντέρνους του «κινέζου»!

Γέμισα ρακή τα ποτήρια και τον κοίταξα στα μάτια.

-Γιώργη έτσι που εμείς δεν τα βρίσκομε θωρώ τονε καμαρωτό- καμαρωτό ξανά πρωθυπουργό! Είναι ο βασιλιάς του ψέματος και της παραπλάνησης. Λέει όμως ότι θα κυβερνήσει σιγούρα και ντρέτα κι εμείς τρωγόμαστε!

Άλλα λέμε κι άλλα κάνομε κι άλλα λέει η τηλεόραση… όπως τα θέλει τα λέει! Βλέπεις φως; Δεν βλέπω πουθενά! Δίνομε ελπίδα στους ανέλπιδους; Όχι! Κι από την άλλη μάθαμε να ζούμε με το κουπονάκι και νοιώθομε ευτυχισμένοι με αυτό, χωρίς όνειρα και φιλοδοξίες. Βουλιάζομε φίλε μου!

Με κοιτούσε με απορία. Έτριψε το κούτελο του και αφού τσουγκρίσαμε τα ποτηράκια είπε.

-Που πάμε; Νομίζω ότι καταλαβαίνω και σαν συλλογιστώ τι έρχεται μπερδεύομαι πάλι. Κουβεντιάζομε και σκούμε και βλέπεις απέναντι τους δεξιούς όλο χαμόγελα και υποσχέσεις… κερνούν και πίνουν και κρυφοκουβεντιάζουν.

Κι εμείς σπούμε τη κεφαλή μας με αινίγματα που ενώ έχουν λύσεις στραβωνόμαστε και πάμε κόντρα ο ένας στον άλλο! Αυτοί παρακολουθούν τι γίνεται ακόμη και κάτω από τη προβιά μας κι εμείς συκοφαντούμε… Δεν είμαστε όλοι το ίδιο!

Κι όμως όπως πάει ξανά Δεξιά, ξανά ο ίδιος αρχηγός πρωθυπουργός και προφήτης…. Έτσι κι αλλιώς όλα τα βλέπει, όλα τα παρακολουθεί κι όλα τα προφητεύει αφού τα έχει μάθει! Βλέπεις οι ισχυρές κυβερνήσεις κάνουν τα μεγάλα κατορθώματα, βροντοφωνάζουν!

Μάγκα τον κάναμε! Εμείς τον κάναμε για δεν μπορούμε να πούμε δυο καθαρές κουβέντες… Όχι; Άντε πάλι επιδοματάκια και κουπονάκια για να τη βγάζομε και από το κακό στο χειρότερο!

-Εμείς λέμε ότι ένας είναι ο εχθρός, η Δεξιά!

-Το κλέψατε κι αυτό, ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά!

Έτσι μετά από τη μια κουβέντα ερχόταν η άλλη και το κέφι έπεφτε όλο και πιο κάτω. Αναμνήσεις, μάχες, κέρδη και ζημιές και η ομίχλη έπεφτε στα λόγια μας. Ομίχλη και ψιχάλισμα και το μυαλό καζάνι!

-Ούτε θα γλυτώσομε και βαρύ λογαριασμό θα πληρώσομε, μουρμούρισα. Τι θα φάτε σήμερα;

-Ένα πετεινό φτιάχνει η κερά. Κρασάτο λέει θα τον κάνει! Άντε να πιούμε μια! Ξέρεις όμως τι σκέφτομαι; Δε συμφέρει να θρέφεις πια πουλιά. Πανάκριβη η τροφή τους και σου κοστίζει ο κούκος αηδόνι! Εσείς τι έχετε για φαγητό;

-Ρίφι με ασφαράγγια! Φέτος δεν κράτησα ούτε τα θηλυκά για αναπαραγωγή. Πανάκριβες οι τροφές και τα φάρμακα! Τα έδωσα όλα το Πάσχα στον έμπορα, θηλυκά κι αρσενικά! Ήσπειρα χασίλια και σανούς τα χωράφια, για να ρίξω το κόστος, αλλά τρακόσια ευρώ γέμιζα πέρυσι καύσιμα το τρακτέρ, πεντακόσια πλήρωνα φέτος… Άσε τα λάδια, τις ζημιές, τα λιπάσματα, τους σπόρους … Δεκαπέντε ευρώ η αμμωνία πέρυσι, σαράντα φέτος!

Ήπιαμε ακόμη ένα ποτηράκι να ξελαμπικάρει ο νους αλλά δεν βρίσκαμε τρόπο να βγούμε από την ομίχλη. Στρίψαμε τσιγάρο…

-Γυμνή είναι η αλήθεια, είπε σκεφτικός. Ετοιμάσου πάλι για αρχηγό το προφήτη…. Αφού εμείς δεν τα βρίσκομε και σπέρνομε απογοήτευση… Με λογάκια βολευόμαστε όλοι μας και με κουπονάκια…

-Εξαπατά και δελεάζει, σαν αλκοολίκι είναι ο λόγος στις τηλεοράσεις. Τρίβει τα χέρια του ο προφήτης! Δεν υπάρχει κράτος. Μαύρη εργασία και κουπονάκια, μη χάσομε το επιδοματάκι! Στην κόλαση που μας περιμένει! είπα και τσουγκρίσαμε!

Είπαμε δυο τρις κουβέντες ακόμη και σηκωθήκαμε σεκλετισμένοι. Βγήκαμε στην ομίχλη του δρόμου. Κοιτούσαμε…

-Θωρείς πράμα μέσα στην αφούρα;

-Πράμα δε θωρώ Γιώργη! Ομίχλη στο τόπο, ομίχλη και στα μυαλά μας!

– Α γειά σου! Όλα ομίχλη, ανεμόβροχο, ξαγλίστρα και σκοτίδι, όλα αναθεμά τα!

-Καλή τύχη Γιώργη, ευχήθηκα.

-Καλή τύχη, απάντησε, αλλά όλοι δουλεύομε για αλλουνού τη τύχη. Απάτη είναι η αλήθεια τους και ο Θεός μας λίγος κι αυτός! Το μόνο που ξέρω ότι αν πάει έτσι ο καιρός δεν θα έχω να πληρώσω τα χρέη! Ντογρού πάω για το Θεό της πείνας! Ακρίβυνε η πληρωμή και η τράπεζα απαιτεί! Να δεις χορούς εάν μου βγάλουνε το σπίτι στο πλειστηριασμό! Αν συνεχίσει έτσι ο καιρός θα σαπιθούνε οι σπόροι και θα πάρει ο διάολος και τα φυτά! Τόσος κόπος και θα πάει στράφι!

-Ξεκινά το γλέντι στο αρχοντολόι Γιώργη. Καταχρεωμένοι είναι με δανεικά κι αγύριστα στις τράπεζες κι όμως θα είναι ξανά πρωθυπουργοί και υπουργοί! Ζούγκλα φίλε μου κι εμείς κάνομε υπολογισμούς της πείνας και της φτώχειας!

-Όπως στρώνομε θα κοιμηθούμε! Κι όσο μπαίνομε στα αδιέξοδα τόσο πιο μακρύς κι ανηφορικός θα είναι ο δρόμος! Με τον ένα η με τον άλλο τρόπο θωρώ να ξαναβγαίνει. Τι σήμερα, τι μετά από ένα μήνα! Είδες στο καφενείο; Χαρές και γλέντια με τους δεξιούς και εμάς ένα σκέτο καλημέρα και τα μάτια τους κοιτάζανε αλλού!

Πήρε ο καθένας το δρόμο του κι εγώ προχώρησα μέσα στα φυτεμένα χωράφια. Τα νερά έτρεχαν στις λίνιες που είχαν γεμίσει. Λίγο ακόμη να βρέξει και πάει στράφι και η φετινή χρονιά. Συλλογιζόμουν φουμάροντας και ξεφυσώντας.

Κατά που λέει κι ο Μέγας Βασίλειος, σαν λείπει η κρίση του λαού, βγαίνει στην εξουσία ο χειρότερος! Βουλιάζομε και νομίζομε ότι είμαστε βολεμένοι! Ποιοι; Εμείς οι εξαπατημένοι! Φοβερό πράμα να καθοδηγεί η τηλεόραση όλο το κόσμο και να μην ακούς αχνιά! Εξαπατάς με ψέματα και συκοφαντείς τους αντιπάλους από τη μια και από την άλλη παραπλανείς και πείθεις τους αμνούς. Μόνο διαπλοκές θα έρθουν, ατιμίες και ατασθαλίες.

Οι κόλακες και οι συκοφάντες θα πρέπει να πληρωθούν! Βλέπεις ότι τα αυτιά του κόσμου ακούν τα ωραιοποιημένα λόγια των ανόητων. Τα μαγειρεμένα λόγια! Εμπόριο ψήφων με ακραίους λόγους, ειρωνείες, υψηλούς τόνους και συκοφαντίες. Αποδομείς τους αντιπάλους κι έρχεται σαν Μεσσίας ο πρωθυπουργός!  Θα κερδίσουν καθώς δείχνει η δουλειά και μετά θα μετράμε τα ερείπια που θα αφήνουν.

Ποιος πληρώνει το βαρκάρη; Ποιος άλλος, ο λαός! Όμως τώρα ακούει λόγους με κρυφούς δόλους από το αιώνιο εργαστήρι του σκότους… Ακούει αμίλητος και είναι έτοιμος να τους χειροκροτήσει! Πάλι θα μετρούμε τα αρχαία μας στολίδια…

Προχώρησα στο λασπωμένο δρόμο και τα υποδήματα είχαν γεμίσει λάσπες. Είχαν γίνει βαριά σαν πέτρες. Μες την ομίχλη έπεφτα σε λακκούβες με νερά αλλά συνέχισα μέχρι να φτάσω στο λόφο με το υπόστεγο. Κοίταξα τα πρόβατα που έτρεχαν βερβερίζοντας γύρω μου. Πήρα σανό κι έριξα στις ταΐστρες.

Όρμησαν στο σανό το ένα πάνω στο άλλο. Μήτε φωνή δεν έβγαζαν μόνο μασουλούσαν. Τα κοίταζα και συλλογιζόμουν. Πρόβατα είναι! Μα ο κόσμος δεν βλέπει, δεν νογά; Κι η αντιπολίτευση τι κάνει; Η Δεξιά την καθοδηγεί όπως θέλει.

Αυτή καθορίζει τη μοίρα και των άλλων κομμάτων! Στημένα σκέτς στα τηλεοπτικά πάνελ, κρυφές ατζέντες και τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα. Αφού ελέγχεις τα μέσα ενημέρωσης, ελέγχεις και τους αντιπάλους και τελειώσαμε.

Παρακολουθείς και καταγράφεις δικούς σου και αντιπάλους κι έτσι λειτουργεί μια χαρά όλο το σύστημα για πάρτη σου! Τι νόμιμα και παράνομα και αηδίες. Στήνεις ένα νόμο που κάνει νόμιμο ακόμη και τον απατεώνα και μετά τον τιμάς με τον τρόπο σου για την τιμιότητα του κι ας έσφαλε και καμμιά φορά και γίνεται δικός σου υπηρέτης.

Ευκολόπιστοι είμαστε σε ότι μας αρέσει! Μπερδεμένοι και ζαλισμένοι πιστεύομε ότι λένε ψάχνοντας να βρούμε την άκρη της κλωστής που εκείνοι μας δείχνουν. Όλα έχουν γίνει επικοινωνία.

Όσο πιο παντοδύναμος νομίζεις ότι είναι ο επικοινωνιολόγος τόσο πιο εύκολα τον πιστεύεις σε ότι κι αν λέει! Ανοησίες σερβίρουν, ανοησίες πιστεύομε! Μέχρι και η απάτη θέλει τη τέχνη της!

Ακόμη και ο Θεός προσφέρει αθωότητα στους κακούς. Ο ένοχος γίνεται αθώος με το νόμο και τη βούλα της κυβέρνησης. Αθώος λένε μετά και οι δικαστές, αθώος λένε και στις ειδήσεις! Κι αφού οι κακοί ντυθήκανε καλοί, θα κυβερνούνε την απέραντη φυλακή των αδαών και των ευκολόπιστων!

Σαν το χαρτοπαίχτη που σαν έχει δυνατό χαρτί με ατού παίζει τίμια και καθαρά. Διαφορετικά … είναι πιο κερδοφόρα η ατιμία! Εκείνος που προσπαθεί να μας πείσει ότι όλοι είναι το ίδιο άτιμοι, τότε ο ίδιος είναι πιο άτιμος και ανέντιμος από όλους τους άλλους. Δυστυχώς οι βασικές σημερινές ανάγκες, αύριο θα είναι για εμάς πολυτέλειες!

Σαν πηγαίνω στο Σούπερ Μάρκετ νοιώθω γελοίος. Το ίδιο βλέπω να αισθάνονται και οι άλλοι. Κι όμως ο τροχός της παράνοιας γυρίζει! Μπέρδε και μπέρδε και μπερδέ και μπερδεμένος είμαι και μες τη παραπλάνηση περιπλεγμένος είμαι!

Χτύπησε το τηλέφωνο και η κόρη μου είπε ότι είναι έτοιμο το φαγητό και με περιμένουν. Γέλασα στο παιδί αλλά μέσα μου ένοιωθα μια απώθηση για φαγητό ανακατωμένη με την αίσθηση της ναυτίας. Έσερνα τα πόδια με τα λασπωμένα υποδήματα και κράτησα τη βέργα στα χέρια μου…

Προχωρούσα στην ομίχλη χωρίς να κοιτάζω πουθενά αλλά δυστυχώς οι καταστάσεις πρόσταζαν αλλιώς. Οι πλαγιές με τα ανθισμένα χόρτα και τον αροδαμό στα καινούργια φυλλώματα είχαν ζωντάνια. Χρώματα μοναδικά.

Κατέβηκα τους λόφους και διέσχισα το κάμπο με τις λάσπες. Μες την ομίχλη διέκρινα τα χωράφια και συλλογιζόμουνα το κόπο των ανθρώπων. Αρκετοί είχαν ανοίξει αυλακιές για να φεύγουν τα λιμνάζοντα νερά, παλεύοντας να σώσουν τις καλλιέργειες.

Τα στάρια είχαν πέσει χάμω από τη δυνατή βροχή της νύχτας και τον αέρα. Έφτασα γεμάτος λάσπες στο χωριό. Σκούπισα τα στιβάνια στα χόρτα αλλά το αποτέλεσμα με έκανε να γελάω. Σαν μπήκα στο πόρτεγο έβγαλα τα υποδήματα. Έβαλα τις παντόφλες που έφερε η κόρη μου η μεγάλη.

-Πως έγινες έτσι μπαμπά; Μια λάσπη είσαι!

-Πήγα να δω τα πρόβατα. Ψυχές είναι κι αυτά! Τους έριξα τροφή και άλλαξα το νερό με καθαρό στις ποτίστρες. Άνοιξα το υπόστεγο να βγουν κι αυτά έξω. Κάτω από τους πρίνους βρέξει δε βρέξει δεν έχει βροχή.

-Μα μέσα στη λάσπη είσαι!

-Έκοψα δρόμο με τα πόδια να δω και τους κήπους. Ξεμούρωσα τις αυλακιές να φύγει το νερό για να στεγνώσει το χωράφι, μήπως και γλυτώσουν τα περβολικά μας!

-Έλα να φάμε γιατί σε περιμέναμε. Αργούσες και μπήκαμε στην έγνοια. Είδαμε το αυτοκίνητο με το τρακτέρ στην αποθήκη και δεν ξέραμε για πού είχες πάρει. Δεν λες και κουβέντα τι κάνεις και τι γυρεύεις!

Καθήσαμε στο τραπέζι κι η μικρή κόρη γέμισε τα ποτήρια κρασί. Μοσκοβολούσε το ρίφι με τα ασφαράγγια! Αχνιστό και λαχταριστό! Μήτε ο βασιλιάς των ψεμάτων και της πλάνης μπορούσε να φάει τέτοιο εκλεκτό έδεσμα!

Δεξά μου κάθησε η κερά και από τα ζερβά η μεγάλη κόρη. Τα δυο αγόρια κάθισαν αντικρυστά και συνωμοτούσαν γελώντας ενώ η μικρή κόρη είχε πάρει το μπουκάλι με το κρασί και κερνούσε τη μια πάνω στην άλλη.

-Πιες να ζεσταθείς… μη μας κρυώσεις… και κάνεις κακό αρρωστάρη! Αθρώπου δε μιλείς σαν δεν είσαι στα καλά σου! Πιές, πιες και πάρε μεζεδάκι να σκεπάσεις το κρασί!

-Εσύ μωρέ διαολάκι δε θα φας;

-Εγώ… χμ… πεινούσα και τσιμπούσα από το τσικάλι που και μεζεδάκι με σπαράγγια…. Γκρίνιαζε λίγο η μαμά ως συνήθως, αλλά έκανε ότι δεν έβλεπε που και που…. Σαν έστυψε το λεμόνι έγινε θεϊκό το φαγητό μας! Πώς να σε περιμένω…. Πες μου τώρα κι εσύ!

-Πήγατε ένα πιάτο στο παππού και στη γιαγιά;

-Ναι, αμέ! Πήγα εγώ με το μικρό αδερφό και μας έδωσαν και εκείνοι σκουτελικό! είπε ο διαβολάκος. Ζυγούρι έβρασαν και είναι πολύ νόστιμο. Φάγαμε κι εκεί! Ε, να μην τους κάνομε και λίγη παρέα! Κρέας του βουνού και μακαρόνια στο ζουμί του με τριμμένο αθότυρο… θαύμα των θαυμάτων. Μου έβαλαν και στο ποτηράκι της ρακής λίγο κρασάκι γιατί λέει τα γράμματα θένε νου και κρασί!

-Τι σου είπανε; Πήγαν να ψηφίσουν;

-Πήγαμε παρέα και μετά γυρίσαμε και φάγαμε. Εγώ έριξα τους ψήφους τους στη κάλπη!

-Καλός ψήφος;

-Καλός! Γιατί να μην είναι καλός! Γκρίνιαζε η γιαγιά γιατί της έδωσαν πολλά ψηφοδέλτια και δεν εύρισκε το δικό της κόμμα! Τα μέτρησε δυο τρις φορές μέχρι που ξεκόλλησε το δικό της κάτω από ένα άλλο. Μετά μας είπε ότι είδε ελάχιστα ψηφοδέλτια της δεξιάς πεταμένα στο παραβάν κι αυτό δεν είναι καλό σημάδι! Τα δικά μας ήταν πιο πολλά!

Ήπια το κρασί και απολάμβανα τις χάρες της ζωής. Όσο σκληρή κι αν είναι έχει και τα ωραία της! Έφαγα κρέας και ασφαράγγια. Τσιμπούσα μικρές μπουκιές και μασούσα αργά και απολαυστικά. Τις κρατούσα στο στόμα για να τις απολαμβάνω όσο περισσότερο μπορούσα.

Ήπια κι άλλο κρασί τσουγκρίζοντας με τους γιους και τις κόρες. Κοίταξα στα μάτια τη κερά. Χαρούμενη τσούγκρισε το ποτήρι της. Ο μικρός γιος σαν διαβολάκος πετάχτηκε γελαστός κι έφερε τη λύρα.

-Να σου παίξω το καινούργιο σκοπουλάκι που έμαθα!

Άρχισε να παίζει όπως μπορούσε και τραγούδησε.

«Η λεβεντιά ‘ναι μια πληγή που πάντα αίμα τρέχει, Θέ μου και πως τη νταγιαντά εκείνος που την έχει!»

-Της μάνας, τι μαντινάδα θα πεις; τον τσίγκλησα…

Σκέφτηκε λιγάκι κι άρχισε να παίζει στη λύρα του.

«Τη μάνα μου την αγαπώ γιατί πονεί για μένα, μα όχι αγάπη μου γλυκιά όσο αγαπώ εσένα!»

Γελάσαμε με τη καρδιά μας με το μικρό αλητάκο. Τον κοίταξα στα μάτια και τον ρώτησα πονηρά μειδιώντας.

-Βρε κατεργάρη… της κοπελιάς σου τι τραγουδάκι λες;

Χωρίς να προσποιηθεί καθόλου ξεκίνησε να παίζει και να τραγουδεί.

«Κατέχουντο πως σ’ αγαπώ ως και της γης οι βιόλες, μα να σε πάρω θέλει ‘γω να κλαίνε οι άλλες όλες!»

Ο μεγάλος αδερφός πήρε τη λύρα και τη κούρδισε.

-Πως παίζει και δε κουρδίζει, ήθελα και να κάτεχα… όσο κι αν τον αρμηνεύω αυτός κάνει της κεφαλής του!

-Λίγο- λίγο τη πείραξες για να πειράξεις εμένα! Μια χαρά παίζει! Το ίδιο με πριν! απάντησε ο μικρός πεισμωμένος!

Ο μεγάλος στράφηκε στην μεγάλη αδερφή.

-Να σου παίξω ένα σκοπό, θα μας πεις το τραγουδάκι; Εκείνο το ωραίο!

Η έκφραση στα μάτια του άλλαξε. Σοβαρεύτηκε και το δοξάρι κύλησε στις χορδές της λύρας. Έκανε ένα ταξίμι κι άρχισε το γλυκύ σκοπό. Η αδερφή του ξεκίνησε να τραγουδά σαν το αηδονάκι. Η μικρή είχε πιάσει το νταουλάκι και κρατούσε το ρυθμό κοιτώντας τον αδερφό της στα μάτια.

«Βάστα καρδιά μου δυνατά μα το κορμί αντέχει,

ως νταγιαντούνε τα βουνά, όντε βροντά και βρέχει!

Κι αν τραγουδώ δεν χαίρομαι, κι αν κλαίω δε μερώνω

Θωρώ του κόσμου τις χαρές, μα ‘γω δε ξεφαντώνω

Κορμί μου στάσου πάλι ορθό, σαν παλικάρι στάσου

Για να μην νοιώθουνε πολλοί, τα μαύρα βάσανα σου!»

Απολάμβανα την όρεξη τω παιδιώ κι έπινα στην υγειά τους. Η μεγάλη κόρη έφερε το λαούτο και το έδωσε στο μεγάλο γιο. Πήρε τη κιθάρα της και τη λύρα την απίθωσε στα χέρια μου χαμογελώντας.

-Παίξε κι εσύ να τραγουδήσομε όλοι μαζί! Άντε να φύγει η μαύρη συννεφιά από πάνω σου!

Η επιθυμία τους έγινε και δική μου επιθυμία. Έπιασα τη λύρα κι έφερα το δοξάρι πάνω της. Τα νύχια των δαχτύλων μου γλίστρησαν ανάμεσα στις χορδές. Έπιασα το ταξίμι κι άρχισα να παίζω.

Το λαούτο και η κιθάρα με ακολουθούσαν κι όλοι έκαναν μια ησυχία κατανυχτική. Άρχισα το τραγούδι κι όλοι μαζί επαναλάμβαναν. Μαγική ορχήστρα! Κοίταξα τη κερά και τα μάτια μου παίξανε στα μάτια της.

«Τον Αντρειωμένο μην τον κλαις όσο κι αν αστοχήσει

Κι αν αστοχήσει μια και δυο, πάλι Αντρειωμένος θα ‘ναι

Πάντα ‘ναι η πόρτα του ανοιχτή κι η τάβλα του στρωμένη!»

Αγρίεψα το δοξάρι στη λύρα. Κοίταξα το γιο και τη κόρη και τους έδωσα ρυθμό με το στόμα. Τα όργανα ξεχύθηκαν δαιμονισμένα σε ένα οργιαστικό σκοπό.

«Ο ήλιος εβασίλεψε, καινούργιος ξημερώνει, στη μέση – μέση της φωτιάς και στις καρδιές φουντώνει!»

Στράφηκα στη κερά πονηροχαμογελώντας.

«Έλα κι εσύ αγάπη μου στο κόκκινο ποτήρι, να βλέπω τα ματάκια σου που δεν χαλούν χατίρι

Το όμορφο ‘ναι όμορφο σαν γίνεσαι δικιά μου, να σε μελώνω κάθαργα μέσα στην αγκαλιά μου!»

Η κερά με τα μικιά κοπέλια έπιασαν στο χορό κι εγώ όρμησα στη λύρα να παίζω στο ζάλο τους απάνω. Η μεγάλη κόρη απίθωσε τη κιθάρα στη καρέκλα κι έπιασε τη μάνα στο χορό. Όσο τους έβλεπα τόσο πιο πολύ τους καμάρωνα! Τα όργανα στα χέρια μας πήραν φωτιές.

«Άμα κερδίσω θα γλεντώ κι άμα θα χάσω πίνω, το πόνο που ΄χω στη καρδιά μικρό μου να ξεδίνω.

Κόσμε και ποιος σε κέρδισε και ποιος θα σε κερδίσει, μιαν αστραπή ΄ναι η ζωή και ύστερα θα σβύσει.

Βάλε κρασί να πιούμε μια, να μας τα φέρει πρίμα, τούτα τ’ ανεβολέματα, να τα γυρίσει χύμα!

Θα βάλω της καρδούλας μου το αίμα στο ποτήρι, να σου το δώσω να το πιείς, να μη χαλάς χατίρι.

Στα στρείδια μέσα του γιαλού θα βρω μαργαριτάρι, στις πεθυμιές του έρωτα γίνομαι παλικάρι.»

Στράφηκα στο γιό μου που έπαιζε σαν μανιασμένος στο λαούτο.

-Πες κι εσύ μια μαντινάδα!

Μου έγνεψε το σκοπό που ήθελε και του ΄καμα την όρεξη.

«Βάλε με στην αγκαλιά σου, για ν’ ακούω την καρδιά σου,
να κοιτώ τα δυο σου μάτια και να γίνομαι κομμάτια.

Να σε πάρω, να σε πάω, στο σπηλιάρι το παλιό,
να σου δίνω τα φιλιά μου, στο σκοτάδι το πηχτό,
να σου τραγουδώ μικρό μου, της αγάπης το σκοπό.

Κοπελίτσα μου ωραία, έλα να ‘μαστε παρέα,
να ‘ρχομαι το βράδυ-βράδυ και στο λύχνο βάλε λάδι.

Να σε πάρω, να σε πάω, σε στενά κι ανηφοριές,
να σου κάνω και ναζάκια, που ανοίγουν οι καρδιές
και σαν μας θωρεί ο κόσμος, να ζηλεύουν οι ματιές.

Πάρε με φως μου, πάρε με και στο χωριό μας βγάλε με,
πάρε με στις ερημιές, που ‘χουν τα πουλιά φωλιές.

Θα σε πάρω, να σε πάω, στην παλιά μας γειτονιά,
να μοσκοβολήσουν τ’ άνθη  και τσ’ αυγής τα γιασεμιά
και να παίζουν τα πουλάκια  στης μηλιάς τη φυλλωσιά

Η σκιά σου είμαι ΄γω, και σφυρίζω τον σκοπό,
της αγάπης τον καημό, ξέρω να τον τραγουδώ. Πάρε με φως μου, πάρε με…»

Το μυαλό μου ήπαιζε σάλτους κι η καρδιά μου φτερούγιζε! Έχει ο κόσμος ομορφιές, έχει ο κόσμος χάρες! Κοίταξα τη κερά πονηροχαμογελώντας και εκείνη κοκκίνησε λιγάκι.

-Βρε αθεόφοβε! αναφώνησε και τραγούδησε. «Σε αγαπώ σου λέω  και στην αγκαλιά σου κλαίω, και θα χτίσομε φωλιά σαν τα όμορφα πουλιά!»

– «Τα φιλιά σου σαν κρασάκια, στο λαιμό και στα χειλάκια, το πρωί στα παιγνιδάκια σαν τα άγρια πουλάκια!»   απάντησα και την κοίταζα στα μάτια.

Τα δυο μικρά παιδιά άρχισαν να απαγγέλουν.

«Πίνω κρασί της μοναξιάς και γεύομαι τις πίκρες

λέω για τους μικρούς της γης και τις στερνές ελπίδες

και λέω στο τραγούδι μου, καλός να γίνει ο κόσμος!»

Παίξαμε στα όργανα το σκοπό και συνέχισαν τραγουδώντας όλοι μαζί!

«Γεια σου καρδιά μου ξέχειλη, καρδιά μου ζουρλαμένη, μέσα στου κόσμου τις καρδιές βαθιά ‘σαι ριζωμένη .

Τον ήλιο έχω στην καρδιά και τον Θεό στα χέρια, κι είναι τα λόγια μου σπαθιά και κοφτερά μαχαίρια!»

Κωστής  Μουδάτσος

 

 

Διαφήμιση
Διαφήμιση