HomeΓΝΩΜΕΣΠαναγιώτης Ιωακειμίδης

Παναγιώτης Ιωακειμίδης

Διαφήμιση
Διαφήμιση

Tου Σίμου Ανδρονίδη

Στα τέλη του 2020, από τις εκδόσεις Θεμέλιο, κυκλοφόρησε το βιβλίο του ομότιμου καθηγητή Ευρωπαϊκών θεμάτων και διπλωμάτη, Παναγιώτη Ιωακειμίδη, που φέρει τον τίτλο ‘Επιτεύγματα και στρατηγικά λάθη της εξωτερικής πολιτικής της Μεταπολίτευσης. Προβλήματα και λύσεις. Παθογένειες και προκλήσεις.’

Στο βιβλίο αυτό, ο συγγραφέας του πραγματεύεται το πεδίο της ασκούμενης εξωτερικής πολιτικής της περιόδου της Μεταπολίτευσης, εντοπίζοντας τα επιτεύγματα όσο και τα στρατηγικά λάθη που έλαβαν χώρα και που από κοινού συνέβαλλαν στη διαμόρφωση των κατευθύνσεων και των προτεραιοτήτων μίας χώρας που εξήλθε από μία επτάχρονη στρατιωτική δικτατορία, έχοντας να διαχειρισθεί  πολιτικά και μνημονικά, την Τουρκική στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο, στα 1974, που κατέληξε στην κατοχή του 37% της νήσου.

Θεωρούμε πως η ανάγνωση του βιβλίου αποκτά και μία συγκαιρινή διάσταση, σχετική τόσο με τις εξελίξεις που έχουν επέλθει στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις τους τελευταίους μήνες, όσο και την επικείμενη έναρξη των διερευνητικών επαφών μεταξύ των δύο χωρών που έχουν φθάσει στο και πέντε προ της έναρξης τους.[1]

Σε αυτό το πλαίσιο, εάν το παροντικό πλαίσιο έτσι όπως τίθεται, διαπλέκεται με το ευρύτερα ιστορικό, θα λέγαμε πως ο Παναγιώτης Ιωακειμίδης, δίχως πρόθεση εξιδανίκευσης,  απαριθμεί προσεκτικά και εύτακτα, τις στιγμές εκείνες που καθόρισαν την εξωτερική πολιτική της χώρας και οι προεκτάσεις τους  έφθαναν πέραν αυτής,[2] εστιάζει στα παραγόμενα αποτελέσματα, πράγμα σημαντικό, των ακολουθούμενων στρατηγικών, με τα σημαντικότερα επιτεύγματα που καταγράφονται και ξεκινούν από την ένταξη στην ευρωπαϊκή κοινότητα η σημασία της οποία αναπτύχθηκε στην υποσημείωση νούμερο ‘2,’ να συμβάλλουν στα εξής: Πρώτον, ενίσχυσαν (βλέπε ΟΝΕ) την θέση της χώρας εντός του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι, και συνακόλουθα, αύξησαν το ειδικό βάρος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, στο βαθμό που μία σειρά από στρατηγικά διακυβεύματα κατέστησαν εφικτά, όπως δείχνει η περίπτωση της ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, διαδικασία που ολοκληρώθηκε το 2004.[3] Δεύτερα, συγκεκριμένα επιτεύγματα (ομαλές σχέσεις με ΗΠΑ, άνοιγμα σε Ισραήλ και Κίνα), διεύρυναν τις απευθύνσεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, εκεί όπου η ίδια απέκτησε, με βάση την λειτουργία εντός της Ένωσης, μία πολυμερή κατεύθυνση.

Τα επιτεύγματα της εξωτερικής πολιτικής της Μεταπολίτευσης, που απλώνονται στον ιστορικό της χρόνο, υπήρξαν απόρροια του ρεαλισμού και της τόλμης, της δυναμικής ‘σύλληψης’ του βραχυπρόθεσμου ορίζοντα που όμως δεν χάνει από το οπτικό του πεδίο την μεσο-μακροπρόθεσμη οπτική που σχετίζεται με την ευρύτερη στρατηγική και γεω-πολιτική θέση της χώρας και την  αντιμετώπιση διακυβευμάτων ή αλλιώς, προκλήσεων. Το ιδιαίτερο στοιχείο που προσδίδει στο βιβλίο του Παναγιώτη Ιωακειμίδη βάθος, είναι το ό,τι δεν αποστρέφεται το βλέμμα του από τα θεωρούμενα ως λάθη της εξωτερικής πολιτικής, που εν προκειμένω έχουν αφήσει το αποτύπωμα τους, αναγνωρίζοντας ως «στρατηγικά» λάθη.

Υπό αυτό το πρίσμα, καλύπτουν την εν ευρεία εννοία γκάμα ενδιαφερόντων της Ελλάδας και της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, εντασσόμενα σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία θα σημειώσουμε πως αφορά επιλογές όπως η αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ το 1974, λίγο μετά την δεύτερη στρατιωτική της Τουρκίας στην Κύπρο, καθώς και η εγκατάλειψη των προβλέψεων του Ελσίνκι το 2004 (κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή του νεότερου), με τις ως άνω στρατηγικές επιλογές να μην συμπεριλαμβάνουν στο ισοζύγιο τους όλες τις παραμέτρους, παράγοντας αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.

Στη δεύτερη κατηγορία, θα λέγαμε πως ανήκουν ζητήματα όπως το Μακεδονικό ζήτημα το οποίο και άπτονταν της ονομασίας της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας έως την στιγμή της συνομολόγησης της συμφωνίας των Πρεσπών το 2018, ζήτημα χρονίζον, προϊόν και της βίαιης αποσύνθεσης της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, φορτισμένο με εθνικές, μανιχαϊστικές αφηγήσεις, και χαρακτηριζόμενο από τα αρκετά βήματα πίσω της ελληνικής πλευράς που δεν βοηθούσαν ώστε να συγκροτηθεί υπόβαθρο ή αλλιώς, προϋποθέσεις επίλυσης.

Στην ίδια κατηγορία ανήκει και το χρονίζον Κυπριακό ζήτημα το οποίο και καθίσταται ανοιχτό και σήμερα, μία σειρά ‘χαμένες ευκαιρίες’ και ιστορικά ορόσημα να σημειώνονται: Η απόρριψη του Σχεδίου Ανάν το 2004 (κυρίως αυτό) και η αποτυχία των διαπραγματεύσεων στο Κραν Μοντανά το 2017. Και στις δύο περιπτώσεις, οι διάφορες αφηγήσεις και μνημονικές προσεγγίσεις επηρέασαν αρνητικά την διαδικασία επίλυσης. Μάλιστα, για το Κυπριακό, ο συγγραφέας αφιερώνει αρκετές σελίδες.

Τα λάθη της εξωτερικής πολιτικής, κατά τον συγγραφέα φθάνουν έως δημιουργία των τριμερών συμπράξεων συνεργασίας, που συνδέονται με τις ευρύτερες γεω-πολιτικές διεργασίες που έχουν συμβεί στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου με κεντρική εδώ την δυνατότητα αντιμετώπισης και προσαρμογής στις περιφερειακές κινήσεις της Τουρκίας. Η οποία και ονομάζεται, εντός της ανάλυσης, ως «ανελεύθερο αυταρχικό καθεστώς» (illiberal autarchy).[4]

Με ισορροπημένο τόνο, με έμφαση σε έναν ρεαλισμό μακράς πνοής που δεν απομακρύνεται από το επίδικο του και των συμβιβασμών, ο Παναγιώτης Ιωακειμίδης προσφέρει μία σφαιρική οπτική της εγχώριας εξωτερικής πολιτικής της περιόδου της Μεταπολίτευσης, συγκρατώντας το πνεύμα και όχι την ουσία, το περίγραμμα και το περιεχόμενο, με το λάθος[5] να μην απωθείται, να μην εξωθείται σε μία ‘απαγορευμένη ζώνη,’ αλλά, αντιθέτως, να αναλύεται ως αυτό που είναι. Ήτοι, τμήμα της ασκούμενης εξωτερικής πολιτικής που δεν είναι στατικό, όσο διαλεκτικό πεδίο. Κοντολογίς, μαζί με τα επιτεύγματα, ο διπλωμάτης του υπουργείου Εξωτερικών που έχει ασκηθεί στην αναζήτηση συμβιβασμών,  μας θυμίζει κάτι άμεσο: Ό,τι ανά χρονικά διαστήματα, η Ελλάδα ‘πυροβολούσε τα πόδια’ της,  υπονομεύοντας τις δυνατότητες φυγής προς τα εμπρός.

Έχοντας αυτό ως βάση, ο συγγραφέας της μελέτης, δεν αποφεύγει να αναμετρηθεί με εκείνες τις απόψεις και τις αντιλήψεις που εμβαπτίζονται στα νάματα του ‘ελληνικού δικαίου,’ που προσδιορίζουν την διαδικασία λήψης αποφάσεων ως παίγνιο μηδενικού αθροίσματος, παραγνωρίζοντας ό,τι η Ελλάδα δεν είναι μόνη και δεν δρα μόνη της.

Και μία διάσταση που μπορεί να προσδώσει στην εξωτερική πολιτική εν-συναίσθηση είναι το άνοιγμα στις «αλήθειες των άλλων», κατά την έκφραση του άλλοτε πρωθυπουργικού συνεργάτη και συγγραφέα Νίκου Θέμελη, η μορφή του οποίου, μαζί με εκείνη του Γιάννου Κρανιδιώτη (πρόσωπα με τα οποία και συνεργάστηκε ο γράφων) διαπερνούν το βιβλίο, διότι αντιλήφθηκαν, την κρίσιμη στιγμή, την σημασία της υπέρβασης των αγκυλώσεων, των συμμαχιών  και της συνύπαρξης.

Και εάν από τα συμφραζόμενα της ανάλυσης, συγκρατήσουμε ένα στοιχείο που μπορεί να διαμορφώσει την εξωτερική πολιτική εν ευρεία εννοία, αυτό είναι το ό,τι η ίδια γίνεται αντιληπτή ως διαδικασία, σε ένα αρχικό στάδιο, αυτο-υπερβάσεων και οικοδόμησης εμπιστοσύνης[6] που φέρουν εγγύτερα την θετική προσέγγιση και επίτευξη στόχων  (βλέπε επιτεύγματα). Όντας πολιτική διαδικασία, η εξωτερική πολιτική και η χάραξη της, ενέχουν ίσως και χαρακτηριστικά ‘τέχνης.’

Στον επίλογο του βιβλίου του, που δεν λειτουργεί μόνο ως συμπύκνωση των όσων εκτέθηκαν, ο ακαδημαϊκός και διπλωμάτης, σπεύδει να αποκριθεί σχετικά με το που ανήκει η χώρα πολιτικά, γεω-πολιτικά, αξιακά και πολιτισμικά, με μία λέξη καταστατικά ή υπαρξιακά.

Όμως, η απόκριση δεν είναι μονοσήμαντη και απλή, διότι εάν η Ελλάδα ανήκει στη Δύση που λογίζεται ως κάτι περισσότερο ως απλή γεωγραφική οντότητα, κάτι που επιβεβαιώνουν οι στρατηγικές επιλογές θετικού αθροίσματος (επιτεύγματα), τότε, είναι και η «κουλτούρα υποβάθρου ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή» που εξηγεί σε έναν βαθμό εκείνες τις επιλογές που συνιστούν ‘λάθος.’ Σε μία χρονιά όπου και συμπληρώνονται 200 χρόνια από το ξέσπασμα της επανάστασης του 1821[7] (όπως και από τον θάνατο του Ναπολέοντα Βοναπάρτη στο νησί της Αγίας Ελένης), ο συγγραφέας ιχνηλατεί την μέχρι σήμερα πορεία, τις στρατηγικές και τι ωθεί στην εφαρμογή συγκεκριμένων στρατηγικών, αναδεικνύοντας την δική του γκάμα προτάσεων για την θέση της χώρας εντός ευρωπαϊκού και διεθνο-πολιτικού γίγνεσθαι.

[1] Βλέπε το ειδικό αφιέρωμα της εφημερίδας ‘Τα Νέα Σαββατοκύριακο’ σχετικά με την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών που αποκτά πρόσθετο ενδιαφέρον διότι δεν υιοθετεί μία απλά ελληνο-κεντρική οπτική περί αυτών, δίνοντας τον λόγο και σε Τούρκους πολιτικούς και ακαδημαϊκούς. Βλέπε σχετικά, ‘Η ώρα των διερευνητικών,’ Επιμέλεια Αφιερώματος: Μητσός Μιχάλης, Εφημερίδα ‘Τα Νέα Σαββατοκύριακο,’ 23-24/01/2021, σελ. 28.

[2] Όπως δείχνει το σημείο αφετηρίας της μελέτης, που είναι η ένταξη της χώρας στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (1981) ένταξη που δρομολογήθηκε και πραγματοποιήθηκε επί κυβερνήσεως του Κωνσταντίνου Καραμανλή, λειτουργώντας ως ένα ιδιαίτερο παίγνιο ‘θετικού αθροίσματος,’ ήτοι σε ένα παίγνιο με ωφελημένες και τις δύο πλευρές. Τόσο την Κοινότητα, η διεύρυνση της οποίας συμπεριλαμβάνει μία νεόκοπη Δημοκρατία με το ιδιαίτερο πολιτικό, πολιτισμικό, συμβολικό ‘φορτίο,’ της, όσο και κυρίως την Ελλάδα που μέσω της συμμετοχής της στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι ενισχύει περισσότερο την Μεταπολιτευτική Δημοκρατία και τους θεσμούς της, αποκτώντας προωθητική δυναμική σε μία σειρά άλλων τομέων. Από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1990, η ενεργότερη εμπλοκή της Ελλάδος στα της Ένωσης, είχε ως συνέπεια τον εξευρωπαϊσμό πολιτικών, θεσμών και υπηρεσιών.

[3] Ορθώς ο Παναγιώτης Ιωακειμίδης θεωρεί την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ένωση ως «μείζον επιτυχία» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, κάτι που επιτεύχθηκε δίχως την προηγούμενη επίλυση του Κυπριακού προβλήματος και υπήρξε αποτέλεσμα των επιδέξιων και ευέλικτων χειρισμών που οδήγησαν στην στρατηγική του Ελσίνκι και του κεφαλαίου εμπιστοσύνης που έχτισε σταδιακά η Ελλάδα εντός της Ένωσης, βοηθώντας την Κύπρο να αξιοποιήσει το όλο κλίμα, και να αντιληφθεί στρατηγικά τα πλεονεκτήματα της ένταξης. Βλέπε σχετικά, Ιωακειμίδης Παναγιώτης, ‘Επιτεύγματα και στρατηγικά λάθη της εξωτερικής πολιτικής της Μεταπολίτευσης. Προβλήματα και λύσεις. Παθογένειες και προκλήσεις…ό.π., σελ. 21-23.

[4] Βλέπε σχετικά, Ιωακειμίδης Παναγιώτης, ‘Επιτεύγματα και στρατηγικά λάθη της εξωτερικής πολιτικής της Μεταπολίτευσης. Προβλήματα και λύσεις. Παθογένειες και προκλήσεις…ό.π., σελ. 75.

[5] Υπάρχει και άλλη μία χορεία λαθών που κατονομάζονται, που ναι μεν δεν απέκτησαν την βαρύτητα των «στρατηγικών» λαθών (κατάχρηση veto),  αλλά δεν έπαψαν, στον μακρύ χρόνο, να ταλαιπωρούν την ελληνική εξωτερική πολιτική.

[6] Η έλλειψη εμπιστοσύνης ως συστατικό τμήμα μίας κουλτούρας διαλόγου, αποτελεί την φράση κλειδί για την κατανόηση μερικών εκ των παθογενειών που χαρακτηρίζουν την εξωτερική πολιτική της χώρας, για τον συγγραφέα.

[7] Είναι σημαντικό να εστιάσουμε στην ελληνική επανάσταση του 1821 πέραν του «κλισέ της εθνικής ομοψυχίας» («οι Έλληνες όταν ομονοούν μεγαλουργούν»), κατά την εύστοχη ανάλυση του Γιάννη Μηλιού. Βλέπε σχετικά, ‘ «Να δούμε το 1821 πέρα από τα κλισέ της εθνικής ομοψυχίας»,’ Συνέντευξη του Γιάννη Μηλιού στον δημοσιογράφο Δημήτρη Μανιάτη, Εφημερίδα ‘Τα Νέα Σαββατοκύριακο,’ 23-24/01/2021, σελ. 60-61.

Σίμος Ανδρονίδης

Διαφήμιση
Διαφήμιση