HomeHL-CultureΛούβρο: 226 χρόνια γεμάτα ιστορία

Λούβρο: 226 χρόνια γεμάτα ιστορία

Σαν σήμερα το 1793 ανοίγει τις πύλες του

Διαφήμιση
Διαφήμιση

Ήταν 10 Αυγούστου του 1793 όταν το μουσείο του Λούβρου άνοιξε για πρώτη φορά τις πύλες του στο κοινό. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα και παλαιότερα μουσεία τέχνης στον κόσμο!

Το μουσείο του Λούβρου βρίσκεται στο κέντρο του Παρισιού, στις όχθες του Σηκουάνα και εκθέτει 35.000 έργα τέχνης, μόλις το 8% των αποκτημάτων του, που υπολογίζονται στα 445.000 κομμάτια. Οι μόνιμες συλλογές του μουσείου καταλαμβάνουν συνολικά έκταση 60.600 τετραγωνικών μέτρων και ανάμεσα σε αυτές είναι και οι ελληνικές, που καλύπτουν 25 αίθουσες ή χώρους.

Το Λούβρο αρχικά ήταν αμυντικό φρούριο και υπάρχουν διάφορες εκδοχές για την ονομασία του. Σύμφωνα με την πρώτη, ονομάστηκε Λούβρο λόγω του τοπωνυμίου της περιοχής όπου οικοδομήθηκε – αυτή λεγόταν Lupara.

Πιθανολογείται ότι η περιοχή ονομαζόταν έτσι επειδή είχε πολλούς λύκους (στα λατινικά lupus και το θηλυκό, δηλαδή λύκαινα, στην καθομιλουμένη της εποχής εκείνης στη Γαλλία, λεγόταν lupara). Μια άλλη εκδοχή είναι ότι η ονομασία προέρχεται από την σαξωνική λέξη lauer ή lower, η οποία στα ελληνικά αποδίδεται ως «οχυρωμένο φρούριο». Τρίτη εκδοχή: από τη φράση «L’oeuvre» για το αριστουργηματικό έργο, που όμως δεν είναι ιδιαίτερα πιθανή, αφού το κτίσμα αναφέρεται ως Λούβρο ήδη από το 1200, όταν ακόμα στο φρούριο δεν υπήρχε καμία συλλογή.
1

Οι πρώτες συλλογές

Το Λούβρο έγινε μουσείο μετά την Γαλλική επανάσταση. Μέχρι τότε ήταν ανάκτορο των βασιλέων της Γαλλίας και πιο πριν απλώς φρούριο. Συγκεκριμένα το κτίριο που σήμερα στεγάζει το μουσείο οικοδομήθηκε σταδιακά στο πέρασμα των αιώνων αλλάζοντας σημαντικά μορφή ανάλογα με τις χρήσεις του.

Αρχικά, το 1190, οικοδομήθηκε εκεί ένα μεγάλο οχυρό από τον βασιλιά Φίλιππο Β΄ Αύγουστο. Άλλαξε πολύ η αρχιτεκτονική και η μορφή του απ’ τους διαδόχους, προκειμένου να το χρησιμοποιήσουν ως ανάκτορο, καθιστώντας το σημαντικά πολυτελέστερο και πιο καλλιτεχνικό. Παράλληλα, με το πέρασμα των αιώνων, οι βασιλείς της Γαλλίας φρόντιζαν να αποκτούν και διάφορα πολύτιμα αντικείμενα – άλλα ήταν λάφυρα πολέμων και άλλα αγορές ή δωρεές προς αυτούς. Τα αντικείμενα αυτά, στην πλειοψηφία τους ζωγραφικοί πίνακες, αποτέλεσαν σταδιακά τη λεγόμενη «βασιλική συλλογή» που υπήρξε και ο αρχικός πυρήνας του μουσείου όταν από ανάκτορο μεταβλήθηκε σε κέντρο τέχνης και μουσείο μετά τη γαλλική επανάσταση.

Τα πρώτα έργα σε είδος συλλογής άρχισαν ουσιαστικά να συγκεντρώνονται γύρω στο 1500 από τον Φραγκίσκο Α΄. Ο Φραγκίσκος ήταν εκείνος που απέκτησε (το 1519) τη Τζοκόντα του Λεονάρντο ντα Βίντσι όπως και την «Ωραία Κηπουρό» και την «Αγία Οικογένεια» του Ραφαήλ. Επί Φραγκίσκου αποκτήθηκε η προσωπογραφία του (έργο του Τιτσιάνο) και ο «Ευαγγελισμός» του Φρα Μπαρτολομέο. Ο Φραγκίσκος επίσης επέκτεινε σημαντικά τις πτέρυγες του χώρου για να προβάλλεται πιο λαμπρά η βασιλική συλλογή. Το 1549 δημιουργήθηκε μια μεγάλη αίθουσα εορτασμών (η οποία χρησίμευσε αργότερα και ως δικαστήριο) και που είναι σήμερα η «Αίθουσα των Καρυάτιδων» – φιλοξενεί πιστά αντίγραφα των Καρυάτιδων και πολλά πρωτότυπα έργα της αρχαιότητας. Το 1553 ολοκληρώθηκε η αίθουσα που οδηγούσε τότε στον προθάλαμο του βασιλιά και που σήμερα είναι η αίθουσα ετρουσκικών αρχαιοτήτων. Το Λούβρο ξαναπήρε ώθηση το 1600 επί Ερρίκου Δ’, ο οποίος αύξησε τη συλλογή (κυρίως πινάκων ζωγραφικής) και η οποία έφτασε να αριθμεί τότε 200 ξεχωριστά έργα.

Αυτό που σήμερα στο μουσείο ονομάζεται «Στοά του Απόλλωνα» δημιουργήθηκε περίπου το 1602 από την σύζυγο του Ερρίκου Δ΄, τη Μαρία των Μεδίκων, που θέλησε εκεί να διαμορφώσει μια αίθουσα τέχνης με προσωπογραφίες βασιλέων και την ονόμασε «Αίθουσα των Πινάκων». Το 1639 προστέθηκε στο κτίσμα ο «Πύργος του Ρολογιού».

Η «βασιλική συλλογή» αυξήθηκε σημαντικά και επί Λουδοβίκου ΙΓ΄, χάρη όμως μάλλον στον καρδινάλιο Ρισελιέ παρά στον ίδιο. Ο Ρισελιέ είχε αποκτήσει μια μεγάλη προσωπική συλλογή έργων τέχνης και μετά το θάνατό του το 1642, αυτή πέρασε ως κληροδότημα στον βασιλιά της Γαλλίας και από αυτόν στη βασιλική συλλογή. Ανάμεσα στα έργα που είχε αποκτήσει ο Ρισελιέ και σήμερα ανήκουν στο Λούβρο ήταν και το «Δείπνο στην Εμμαούς», του Βερονέζε. Το 1625 στη βασιλική συλλογή (και σήμερα στου μουσείου του Λούβρου) προστέθηκαν 24 πίνακες του Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς με θέμα τη ζωή της Μαρίας των Μεδίκων συζύγου του Ερρίκου Δ΄.

Όταν πέθανε ο Λουδοβίκος ΙΓ΄ ανέλαβε τα ηνία της χώρας ουσιαστικά ο καρδινάλιος Μαζαρέν (Μαζαρίνος), ο οποίος κατάφερε να εμπλουτίσει σημαντικά το Λούβρο. Το 1661 πέθανε ο Μαζαρέν και την ίδια χρονιά εκδηλώθηκε στα ανάκτορα μεγάλη πυρκαγιά που απείλησε και τη βασιλική συλλογή. Στη συνέχεια ανέλαβε πλήρως τη διακυβέρνηση της χώρας ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ που ήταν επίσης φιλότεχνος. Θεωρείται ότι για τη βασιλική συλλογή σημαντικότεροι υπήρξαν ο Φραγκίσκος ο Α΄, ο Λουδοβίκος ο ΙΔ΄ και αργότερα ο Ναπολέων. Ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ ανέθεσε στον πρωθυπουργό του Ζαν Μπατίστ Κολμπέρ να κάνει συστηματικά αγορές και να ψάχνει ευκαιρίες. Επί της βασιλείας του το Λούβρο απέκτησε, το 1662, τη συλλογή του τραπεζίτη Jabach -σε αυτήν περιλαμβάνονταν 60 έργα τέχνης, μεταξύ των οποίων πολλά έργα των Βερονέζε και Τιτσιάνο. Δέκα χρόνια αργότερα η βασιλική συλλογή εμπλουτίστηκε με άλλα 101 έργα, ανάμεσα στα οποία ήταν «Η Υπαίθρια συναυλία» και «Ο άνθρωπος με το γάντι» του Τιτσιάνο καθώς και «Η κοίμηση της Θεοτόκου», του Καραβάτζο. Το 1678 ολοκληρώθηκε η μεγάλη Τετράγωνη Αυλή ύστερα από εργασίες 18 ετών. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό για το μετέπειτα μουσείο του Λούβρου, όμως παράλληλα ο Λουδοβίκος αποφάσισε να μετακινηθεί στο ανάκτορο των Βερσαλλιών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το κτίριο του Λούβρου να παραμεληθεί -κάποιες πτέρυγές του κυριολεκτικά αφέθηκαν να καταρρεύσουν. Ο Κολμπέρ προσπάθησε να περισώσει τη βασιλική συλλογή αλλά ματαιοπονούσε γιατί άλλα κομμάτια μεταφέρθηκαν τότε στις Βερσαλλίες και άλλα σε ιδιωτικές κατοικίες ευγενών. Όταν πέθανε ο Λουδοβίκος ο ΙΔ΄ η κατάσταση επιδεινώθηκε, γιατί ο διάδοχός του Λουδοβίκος ο ΙΕ΄ καθιέρωσε να δανείζει ή να νοικιάζει σπουδαία έργα τέχνης σε διάφορους αριστοκράτες ώστε να διακοσμούν τις αίθουσες των κατοικιών τους.

Το 1750 ο αδελφός του Πομπαντούρ, μαρκήσιος Ντε Μαρινί (De Marigny) κατάφερε να συγκεντρώσει περίπου 110 από τα διάσπαρτα αριστουργήματα και το 1769, ο κόμης De Angiviller, υπεύθυνος τότε της «Βασιλικής Αίθουσας Πινάκων» έπεισε τον Λουδοβίκο ΙΕ’ ότι η συλλογή θα έπρεπε πια να αξιοποιηθεί και για το κράτος. Επίσης τον έπεισε ότι το Λούβρο θα έπρεπε σταδιακά να μετατραπεί σε μουσείο. Το σχέδιο δεν προχώρησε ιδιαίτερα, ώσπου ανέβηκε στο θρόνο ο Λουδοβίκος ΙΣΤ΄ που άφησε περισσότερες πρωτοβουλίες στον κόμη και αυτός τότε άρχισε νέες αγορές και διοργάνωσε «Σαλόνια» ή εκθέσεις. Από αυτές το Λούβρο απέκτησε πολλά έργα του Ζακ Λουί Νταβίντ και γενικά χάρη στον κόμη η συλλογή εμπλουτίστηκε με 250 έργα Φλαμανδών και Ολλανδών δημιουργών.

Η Γαλλική Επανάσταση

Η επανάσταση υπήρξε σταθμός για το Λούβρο, αφού χάρη σε αυτήν αποφασίστηκε το κτιριακό συγκρότημα να μετατραπεί οριστικά σε μουσείο και να ονομαστεί «Κεντρικό Μουσείο των Τεχνών», «Μουσείο της Δημοκρατίας» και μετά «Γαλλικό Μουσείο». Άρχισε να λειτουργεί ως μουσείο τον Αύγουστο του 1793. Τα ? των εκθεμάτων του προέρχονταν από τις βασιλικές συλλογές του παρελθόντος και το υπόλοιπο 1/4 προερχόταν από την κατασχεθείσα εκκλησιαστική περιουσία και τη δήμευση της περιουσίας των ευγενών της χώρας.

Ο Ναπολέων ονειρευόταν να δημιουργήσει στο Παρίσι το μεγαλύτερο μουσείο στον κόσμο. Τα εκθέματα του μουσείου εμπλουτίστηκαν πράγματι εντυπωσιακά με τους Ναπολεόντειους πολέμους οι οποίοι απέφεραν αναρίθμητες αρχαιότητες από την Ιταλία, την Αυστρία, τη Γερμανία, την Ελλάδα, την Αίγυπτο, τη Μέση Ανατολή και άλλες περιοχές. Ο Ναπολέων καθιέρωσε μάλιστα στους όρους ειρήνης να προβλέπεται η πολεμική αποζημίωση σε είδος και, συγκεκριμένα, σε έργα τέχνης που εκτιμούνταν από Γάλλους ειδικούς.

Ανάμεσα σε όσα πήρε ο Ναπολέοντας ήταν και μια τεράστια ελαιογραφία του Πάολο Βερονέζε σε καμβά, «Ο Γάμος στην Κανά», διαστάσεων 9 Χ 6 μέτρων, που κοσμούσε ιταλικό μοναστήρι και την οποία ο Γάλλος ηγέτης έκοψε στα δυο ώστε να μπορέσει να τη μεταφέρει στο Παρίσι –το έργο δεν επιστράφηκε ποτέ στην Ιταλία παρά τις πιέσεις που ασκήθηκαν αργότερα στο Λούβρο. Πέρα από όσα πήρε ο Ναπολέοντας κάνοντας «αφαίμαξη» ειδικά στις ιταλικές συλλογές γλυπτών και ζωγραφικής, σημαντική εισροή εκθεμάτων σημειώθηκε και χάρη στις ανασκαφές που έγιναν με πυρετώδεις ρυθμούς από Γάλλους αρχαιολόγους κατά τον 19ο αιώνα στην Ελλάδα, στην Τουρκία, στην Αίγυπτο και στη Μέση Ανατολή.

Το 1797 άνοιξε η «Στοά του Απόλλωνα» και δύο χρόνια αργότερα η «Μεγάλη Στοά» με έργα κυρίως Φλαμανδών και Ολλανδών ζωγράφων, ενώ το 1800 λειτούργησε για πρώτη φορά και το τμήμα έργων τέχνης που δεν είχε συγκροτηθεί αποκλειστικά από ζωγραφικούς πίνακες -ουσιαστικά το τμήμα ελληνικών αρχαιοτήτων. Το 1803, το μουσείο διέθετε 19 αίθουσες και ονομαζόταν «Μουσείο Ναπολέοντα» -όμως αυτή η ονομασία δεν άντεξε στο χρόνο. Μετά την ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλό το 1815, οι περισσότεροι λαοί που είχαν χάσει έργα τέχνης, απαίτησαν να τους επιστραφούν. Οι επιμελητές του Λούβρου έκρυψαν τότε πολλά έργα τέχνης στις ιδιωτικές συλλογές τους, ώστε να μην απογυμνωθεί το Λούβρο πλήρως από τα ξένα έργα τέχνης που εξέθετε. Τα άλλα κράτη πληροφορήθηκαν τον «ελιγμό» των διευθυντών του Λούβρου και έστειλαν στο Λονδίνο διπλωματικές αποστολές με στόχο την αναζήτηση βοήθειας από τους Βρετανούς. Με την πίεση που ασκήθηκε, το Λούβρο αναγκάστηκε να αποδώσει αρκετά έργα, παρότι κάποια από αυτά είχαν ουσιαστικά διασωθεί ή αποκατασταθεί από τους φροντιστές του μουσείου. Τότε το Λούβρο αναγκάστηκε να αποδώσει πάνω από 5.000 αντικείμενα τέχνης. Μετονομάστηκε για άλλη μια φορά και τώρα λεγόταν «Βασιλικό Μουσείο».

Στη συνέχεια ο εμπλουτισμός του συνεχίστηκε, αλλά αυτή τη φορά όχι πλέον με πίνακες, αλλά με αποκτήματα από ανασκαφές που γίνονταν με πυρετώδεις ρυθμούς σε όλες τις μεσογειακές χώρες και στη Μέση Ανατολή. Το 1824 εγκαινιάστηκε το Μουσείο Γαλλικής Γλυπτικής που σήμερα λέγεται «Τμήμα Γλυπτικής του Λούβρου», όπου και εκτίθενται οι «Σκλάβοι» του Μιχαήλ Αγγέλου. Το 1847 έγιναν τα εγκαίνια της «Ασυρριακής Αίθουσας» που μετέπειτα αποτέλεσε τον πυρήνα του τμήματος Ανατολικής Τέχνης. Το 1850 το μουσείο διέθετε πλέον 44 αίθουσες. Ο Ναπολέων Γ’ (1852-1857) προχώρησε σε ριζική ανακαίνιση του Λούβρου μετονομάζοντας το σε «Αυτοκρατορική Πόλη» και δημιουργώντας «Μουσείο Ηγεμόνων».

Νεότερα χρόνια

Η συλλογή του Λούβρου εμπλουτίστηκε σημαντικά το 1863, με την απόκτηση της συλλογής του μαρκησίου Gian Pietro Campana, που έφερε από τη Ρώμη χιλιάδες αντικείμενα τέχνης -ανάμεσά τους 646 έργα ζωγραφικής, αρχαία ελληνικά αγγεία, ετρουσκικές τερακότες, γλυπτά κ.α. Λίγο αργότερα, το 1869, το Λούβρο αποκτά τη συλλογή του Louis la Caze, τμήμα της οποία ήταν και «Η Βηθσαβέε με το γράμμα του Δαβίδ» του Ρέμπραντ.

Πολλά έργα προστέθηκαν μεταξύ 1852 και 1870, με αποτέλεσμα το Λούβρο να βρεθεί στα τέλη του αιώνα αυτού με 20.000 νέα αποκτήματα στις διάφορες συλλογές του. Κάποια έργα αποτελούσαν και δωρεές ιδιωτών όπως η Πιετά της Villeneuve-les-Avignon. Το 1863 μια εκστρατεία απέφερε στους Γάλλους τη Νίκη της Σαμοθράκης. Αν και το έργο τέχνης είχε καταστραφεί σημαντικά, θεωρήθηκε ένα από τα σημαντικότερα αποκτήματα και τέθηκε σε περίοπτη θέση από το 1884. Το μουσείο απέκτησε επίσης χιλιάδες έργα παίρνοντας τις συλλογές Durand, Salt και Drovetti.

Το 1870 με την ανακήρυξη της Γ Δημοκρατίας το Λούβρο έγινε κρατική περιουσία και ονομάστηκε «Εθνικό Μουσείο του Λούβρου». Η φωτιά της Κομμούνας κατά την εξέγερση του 1871 στο ανάκτορο του Κεραμεικού, το οποίο επικοινωνούσε με μουσειακούς χώρους, προκάλεσε αρκετές καταστροφές αλλά οι περισσότερες ζημίες ήταν αποκαταστάσιμες. Αποφασίστηκε έκτοτε να απομακρυνθούν από το μουσείο όλες οι ξένες προς αυτό υπηρεσίες – έμεινε μόνον μια υπηρεσία του υπουργείου Οικονομικών στην πτέρυγα Ρισελιέ. Το 1888 προστέθηκαν τα ευρήματα του Γάλλου αρχαιολόγου Marcel Dieulafoy από τα Σούσα του Ιράν.

Το 1914 λόγω του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου το μουσείο έκλεισε για να ξανανοίξει σταδιακά μετά το 1918. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο η επέκταση του μουσείου επιβραδύνθηκε σημαντικά με εξαίρεση τη δωρεά του Ρότσιλντ Το 1922 άρχισε να λειτουργεί η πτέρυγα στην οποία εκτίθενται αντικείμενα Ισλαμικής τέχνης.Στο μεταξύ αποφασίστηκε το μουσείο να μη φιλοξενεί εκθέματα που είχαν φιλοτεχνηθεί μετά το 1848.

Όταν ξέσπασε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος το Λούβρο άδειασε για άλλη μία φορά και έμειναν εκεί μόνον έργα που ήταν δευτερεύουσας αξίας ή ήταν αδύνατον να μετακινηθούν. Η Τζοκόντα λέγεται πως «πέρασε» 4 χρόνια μέσα σε ένα φορτηγό, το οποίο μετακινείτο διαρκώς. Γενικά όλα τα πολύτιμα εκθέματα πακεταρίστηκαν πυρετωδώς μέσα σε δύο μέρες και φορτώθηκαν σε εκατοντάδες φορτηγά που ξεκίνησαν προς πολλούς διαφορετικούς και μυστικούς προορισμούς ώστε τα έργα να μην καταστραφούν από βομβαρδισμούς αλλά και γενικά το μουσείο να μην απογυμνωθεί από λεηλασίες. Τα περισσότερα εκθέματα μεταφέρθηκαν κυρίως σε φρούρια (chateaux) της περιοχής του Λίγηρα (Loire). Με τη λήξη του πολέμου άρχισε και η επάνοδος των έργων στο Λούβρο. Σε όλο αυτό το διάστημα συνεχιζόταν και ο εμπλουτισμός του μουσείου, με αξιολογότερο απόκτημα τη συλλογή Walter Guillaume το 1966, που περιλάμβανε 145 έργα των Ανρί Ματίς, Πικάσο, Αμεντέο Μοντιλιάνι, Ουτριλό κ.α.

Το 1961 η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα απομακρύνει οριστικά από τους χώρους του Λούβρου το Υπουργείο Οικονομικών, επεκτείνοντας έτσι τους χώρους του Μουσείου. Το 1964, με εντολή του τότε υπουργού Πολιτισμού Αντρέ Μαλρώ (Andre Malraux) εκσκάπτεται μια (ξηρή) τάφρος γύρω από το Μουσείο. Η οριστική αποχώρηση του Υπουργείου, ωστόσο, γίνεται το 1981 με εντολή του Προέδρου Φρανσουά Μιτεράν (Francois Mitterrand), ο οποίος παρουσιάζει και το μεγάλο σχέδιο ανασυγκρότησής του ολοκληρωτικά πλέον ως Μουσείου. Η επιμέλεια ανανέωσής του ανατίθεται στον σινοαμερικανό αρχιτέκτονα Ιεό Μινγ Πέι, στον οποίο ανήκει και η σχεδίαση της γυάλινης πυραμίδας που κοσμεί σήμερα την είσοδο στο Μουσείο.

Η συλλογή του επαυξάνεται συνεχώς και το 1986 εμφανίζεται κρίση χώρου. Για την αντιμετώπισή της πολλά εκθέματα μεταφέρονται από το Λούβρο στο νεοδημιουργηθέν Μουσείο Ορσέ (Musee d’Orsay). Το 1997 ξεκινά η δεύτερη φάση αναδιοργάνωσης του Μουσείου με άνοιγμα νέων χώρων. Το σημερινό Λούβρο διαθέτει τέσσερις πτέρυγες, οι οποίες ονομάζονται Denon, Richelieu, Sully και Napoleon. Η είσοδος των επισκεπτών γίνεται πλέον υπόγεια και όχι από τις θύρες των προσόψεων (πιθανότατα για λόγους ασφαλείας).

Τμήμα πινάκων ζωγραφικής

Στο τμήμα αυτό ανήκουν σήμερα γύρω στους 6.000 πίνακες που φιλοτεχνήθηκαν από το μεσαίωνα μέχρι το 1848. Τα 2/3 των έργων αυτών είναι Γάλλων καλλιτεχνών, όπως του Ντελακρουά, του Νταβίντ και άλλων. Στα εκθέματα περιλαμβάνεται μία από τις μεγαλύτερες συλλογές (1.200 έργα) βόρειων καλλιτεχνών –της Ολλανδίας, της Φλάνδρας και της Γερμανίας- με 15 έργα του Ρέμπραντ, 51 έργα του Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς, έργα του Γιοχάννες Βερμέερ, του Άλμπρεχτ Ντύρερ, του Χανς Χολμπάιν του νεότερου κ.α. Πολύ πλούσια είναι και η ιταλική σχολή, με περίπου 1.100 έργα Ιταλών ζωγράφων, ανάμεσα στα οποία είναι η Τζοκόντα (και άλλα έργα) του Λεονάρντο Ντα Βίντσι, 15 έργα του Πάολο Βερονέζε, 15 πίνακες του Τιτσιάνο, 10 του Ραφαήλ κ.α.

Η Μόνα Λίζα (γνωστή και ως Τζοκόντα, ή Πορτραίτο της Λίζα Γκεραρντίνι, συζύγου του Φρανσέσκο ντελ Τζιοκόντο) είναι προσωπογραφία που ζωγράφισε ο Ιταλός καλλιτέχνης Λεονάρντο ντα Βίντσι. Πρόκειται για ελαιογραφία σε ξύλο λεύκης, που ολοκληρώθηκε μέσα στη χρονική περίοδο 1503-1519. Αποτελεί ιδιοκτησία του Γαλλικού Κράτους, και εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου, στο Παρίσι. Ο πίνακας, διαστάσεων 77 εκ. ? 53 εκ., απεικονίζει μία καθιστή γυναίκα, τη Λίζα ντελ Τζιοκόντο, η έκφραση του προσώπου της οποίας χαρακτηρίζεται συχνά ως αινιγματική. Η Μόνα Λίζα θεωρείται το πιο διάσημο έργο ζωγραφικής στον κόσμο!

Η ισπανική συλλογή περιλαμβάνει έργα του Βελάσκεθ, του Μουρίλο του Ριβέρα και του Γκόγια. Οι Γάλλοι στην ισπανική συλλογή περιλαμβάνουν και τα έργα του Ελ Γκρέκο, τον οποίο έχουν σε περίοπτη θέση.
3

Τμήμα αρχαιοτήτων ελληνικών, ετρουσκικών και ρωμαϊκών

Αυτό είναι μετά τους ζωγραφικούς πίνακες το αρχαιότερο τμήμα του Λούβρου και λειτουργεί από το 1800 – τότε ως «Μουσείο Αρχαιοτήτων». Μεταξύ των εκθεμάτων ήταν και ο Λαοκόων που επιστράφηκε όμως το 1814 στην Ιταλία από όπου το είχε πάρει ο Ναπολέων. Επεκτάθηκε όμως ξανά το μουσείο με την απόκτηση της συλλογής των Μποργκέζε και του Campana. Οταν ο Campana χρεωκόπησε, αγόρασε τη συλλογή του ο Ναπολέων Γ΄ και απέκτησε έτσι πάνω από 300 αρχαία αγάλματα ελληνικά και ρωμαΪκά.

Ανάμεσα στα εκθέματα που ξεχωρίζουν είναι: η Αφροδίτη της Μήλου, η Νίκη της Σαμοθράκης, κεφάλι γυναικείου ειδωλίου από τις Κυκλάδες (2700 – 2300 π.Χ.), ο «Ιππέας του Rampin», από την Αθήνα, μάρμαρο, χρονολογημένο στο 550 π.Χ., ανδρικός κορμός από τη Μίλητο, χρονολογημένος στο 475 π.Χ. ύψους 1,32 μ., ο «Ηρακλής και ο ταύρος της Κρήτης», από τη δυτική μετόπη του ναού του Δία στην Ολυμπία (460 π.Χ.), οι «Εργαστίνες», τμήμα της ζωοφόρου του Παρθενώνα, «Κενταυρομαχία», κομμάτι από μετόπη του Παρθενώνα, ο Αγασίας ο Εφέσιος, γυμνός παλαιστής, από τη συλλογή Μποργκέζε, η Αφροδίτη της Κνίδου που είναι ρωμαϊκό αντίγραφο ελληνικού έργου του Πραξιτέλη, αρχαϊκά εκθέματα από την Άσσο που δόθηκαν από τον σουλτάνο Μαχμούτ το Β΄, εκθέματα από το ναό της Αρτέμιδας στη Μαγνησία, αρχαιότητες από τη Σάμο που αποκτήθηκαν το 1881 (αποστολή Miller), αρχαιότητες από τάφους της Τανάγρας το και τη Μύρινα, αμφορείς μέσω του βαρώνου de Witte, κεφαλή αττικού αλόγου του 6ου π.Χ. αιώνα (αγοράστηκε σε δημοπρασία τον Οκτώβριο του 2004) κ.α

ant1news.gr

Διαφήμιση
Διαφήμιση