HomeHL-EconomyΗλεκτρικές – ηλεκτρονικές συσκευές: Τι σημαίνει η πώληση της Κωτσόβολος για την αγορά των 2,6 δισ. ευρώ

Ηλεκτρικές – ηλεκτρονικές συσκευές: Τι σημαίνει η πώληση της Κωτσόβολος για την αγορά των 2,6 δισ. ευρώ

Φουντώνει η μάχη για τα μερίδια αγοράς - Η ακτινογραφία των πωλήσεων την 15ετία 2008 - 2022

Διαφήμιση
Διαφήμιση

Η είδηση ότι ο μητρικός όμιλος Currys έβαλε πωλητήριο στην Κωτσόβολος ανατρέπει τα δεδομένα στην εγχώρια αγορά οικιακών ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών συσκευών, καθώς προς το παρόν κανείς δεν γνωρίζει αν θα βρεθεί κάποιος να πληρώσει ένα σεβαστό ποσό για να αποκτήσει ισχυρή θέση στο ελληνικό λιανεμπόριο.

Στην αναμονή βρίσκεται ο τοπικός ανταγωνισμός, ήτοι οι άλλες δύο μεγάλες αλυσίδες: Public του Πάνου Γερμανού και Πλαίσιο της οικογένειας Γεράρδου. Σύμφωνα με πληροφορίες πάντως υπάρχει στενή παρακολούθηση των εξελίξεων.

Σημειώνεται ότι τη διαδικασία ανεύρεσης αγοραστή «τρέχουν» οι σύμβουλοι του βρετανικού ομίλου, JP Morgan και Citi.

Με τα έως τώρα δεδομένα, εξετάζονται τρία σενάρια, ανάλογα με τις προσφορές. Η πρώτη επιλογή αφορά την πώληση του 100% της ελληνικής αλυσίδας, ενώ δεν αποκλείεται να κριθεί συμφέρον για τον βρετανικό όμιλο η είσοδος στρατηγικού επενδυτή που θα αποκτήσει την πλειοψηφία των μετοχών. Ωστόσο εάν η αναζήτηση αγοραστή δεν αποδώσει τα αναμενόμενα, όπως είχε συμβεί στο παρελθόν με την απόπειρα πώλησης της θυγατρικής του βρετανικού ομίλου στη σκανδιναβική αγορά, ο έλεγχος της Κωτσόβολος θα παραμείνει στον όμιλο Currys.

Το διαδίκτυο, οι γάμοι και η αντεπίθεση με υπηρεσίες και δόσεις

Σε κάθε περίπτωση, τόσο η Κωτσόβολος, που κατέχει ηγετικά μερίδια στην εγχώρια αγορά και μάλιστα κατάφερε να μεγαλώσει μέσα στην υπερδεκαετή κρίση, όσο και οι υπόλοιποι μεγάλοι «παίκτες» στην εγχώρια αγορά, αντιμετωπίζουν σοβαρό ανταγωνισμό από το online κανάλι, ενώ οι πληθωριστικές πιέσεις στο εισόδημα των νοικοκυριών δημιουργούν ένα πρόσθετο βάρος.

Προκειμένου να διατηρήσουν, ή να ενισχύσουν τα μερίδιά τους οι μεγάλοι παίκτες της εγχώριας αγορά οικιακών ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών συσκευών «αντεπιτίθενται» στην ανοδική τάση που καταγράφουν οι αγορές από ηλεκτρονικά καταστήματα και marketplaces με παροχή εξειδικευμένων υπηρεσιών (π.χ. επεκτάσεις εγγύησης, απεγκαταστάσεις των παλαιών συσκευών και εγκαταστάσεις των νέων) και ευκολιών πληρωμής (καταναλωτικά δάνεια, Buy Now, Pay Later).

Να σημειωθεί ότι στην αγορά καταναλωτικών ηλεκτρονικών ειδών, το 35,7% των συνολικών εσόδων θα προκύψει από ηλεκτρονικές πωλήσεις έως το 2025, σύμφωνα με τη Statista.

Την ίδια ώρα ο κλάδος των ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών συσκευών, βρίσκεται αντιμέτωπος και με τη μείωση των… γάμων, με δεδομένο ότι η δημιουργία νέων νοικοκυριών αποτελεί σημαντικό μέρος της ζήτησης.

Από τους 56.338 γάμους το 2010, το 2021 έγιναν μόλις 40.759, ενώ ακόμη κι αν προσθέσουμε και τα σύμφωνα συμβίωσης, ο αριθμός των οποίων το 2021 ανήλθε σε 11.550, είναι προφανής η μείωση.

Η ακτινογραφία  των πωλήσεων την 15ετία 2008 – 2022

Πληθωριστικές ανατιμήσεις, αλλά και το πρόγραμμα «Ανακυκλώνω – Αλλάζω Συσκευή» έκαναν το «θαύμα» αυξάνοντας τον τζίρο της αγοράς ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών οικιακών συσκευών παρότι σε επίπεδο πώλησης τεμαχίων καταγράφηκε μείωση (πουλήθηκαν 1.034.451 λιγότερα προϊόντα).

O συνολικός τζίρος ανήλθε στα 2,64 δισεκατομμύρια ευρώ το 2022, ξεπερνώντας τον τζίρο που καταγράφηκε το 2010 στα 2,6 δισ. ευρώ.

Το 2021, το δεύτερο πανδημικό έτος, η αγορά ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών οικιακών συσκευών είχε κλείσει με αύξηση του όγκου πωλήσεων 8,64% και της αξίας πωλήσεων κατά 22,48%. Ο τζίρος της αγοράς είχε διαμορφωθεί σε 2,565 δισ. ευρώ έναντι 2,09 δισ. ευρώ το 2020.

Σημειώνεται ότι στην τριετία 2017-2019 η αγορά κατέγραψε θετικό ρυθμό πωλήσεων κατά 7,7%, μετά από σειρά χρήσεων κατά τις οποίες υπέστη σημαντική υποχώρηση.

Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι το 2008, με συνολικό τζίρο στα 3,6 δισ. ευρώ, ήταν η τελευταία πραγματικά καλή χρονιά για την εγχώρια αγορά ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών συσκευών.

Η κατρακύλα ξεκίνησε το 2009 όταν οι πωλήσεις μειώθηκαν στα 3,4 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τα στοιχεία της εταιρείας μετρήσεων GFK όπου σημειωτέο δεν περιλαμβάνονται οι τζίροι των κλιματιστικών και των μπαταριών.

Το 2010 «προσγειώθηκαν» στα 2,68 δισ. ευρώ, το 2011 υποχώρησαν εκ νέου στα 2,17 δισ. ευρώ και το 2012 διαμορφώθηκαν στα 1,84 δισ. ευρώ. Το 2013 ήταν η χειρότερη χρονιά του κλάδου (τζίρος 1,72 δισ. ευρώ), με τη δραματική συρρίκνωση της αγοράς και τον εξοντωτικό πόλεμο τιμών να οδηγεί στο περιθώριο τους Έλληνες «παίκτες» και τη μερίδα του λέοντος να νέμονται πλέον οι πολυεθνικές.

Η ψηφιακή εποχή

Με τα χίλια ζόρια και βοηθούντος του περάσματος από το αναλογικό στο ψηφιακό σήμα, η αγορά έδειξε σημεία… ζωής το 2014 κλείνοντας με άνοδο κατά 7,3% και τζίρο 1,85 δισ. ευρώ.

Περαιτέρω άνοδο, έστω και μικρή, αλλά σημαντική δεδομένων των συνθηκών (επιβολή capital controls, πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα κ.λπ.), σημειώθηκε το 2015 με την ελληνική αγορά των τεχνολογικών καταναλωτικών προϊόντων να φθάνει σε αξία τα 1,985 δισ. ευρώ.

Με τη βοήθεια της Μαύρης Παρασκευής (Black Friday), που για πρώτη φορά πραγματοποιήθηκε στην ελληνική αγορά και έτυχε μεγάλης αποδοχής από τους καταναλωτές, το 2016 ο τζίρος της αγοράς αυξήθηκε κατά 6,1% στα 2,108 δισ. ευρώ. Ωστόσο, η άνοδος όμως δεν συνεχίστηκε το 2017, που έκλεισε αρνητικά στα 2,067 δισ. ευρώ.

Ενισχυμένες κατά 5,4% σε σύγκριση με το 2017 ήταν οι πωλήσεις των ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών συσκευών το 2018, φτάνοντας τα 2,18 δισ. ευρώ, ενώ το 2019, η συνολική αξία να άγγιξε τα 2,23 δισ. ευρώ.

Η αγορά ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών ειδών κρατήθηκε στα ίδια επίπεδα το 2020, τη χρονιά της πανδημίας, με τζίρο που διαμορφώθηκε στα 2,09 δισ. ευρώ.

Ανάκαμψη της αγοράς καταγράφεται την περίοδο 2017-2019 με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης περίπου 6%. Για το 2020 η πανδημία του Covid-19 είχε ως αποτέλεσμα να ανακοπεί ο ρυθμός αύξησης της εν λόγω αγοράς σε σχέση με το 2019. Η πτώση των πωλήσεων των φυσικών καταστημάτων (μετά την εμφάνιση της πανδημίας) καλύφθηκε σε σημαντικό βαθμό από την εκρηκτική αύξηση της διείσδυσης του ηλεκτρονικού εμπορίου (e-commerce). Οι ηλεκτρονικές πωλήσεις του κλάδου καταγράφουν ανοδική πορεία τα τελευταία χρόνια, το μερίδιο των οποίων από το 5% περίπου το 2016 εκτιμάται στο 18% το 2020.
ot.gr

Διαφήμιση
Διαφήμιση