HomeΕΛΛΑΔΑΕτήσια έκθεση για την Εκπαίδευση: Το ελληνικό σύστημα είναι ασυνεπές ως προς τη δομή και τους στόχους του

Ετήσια έκθεση για την Εκπαίδευση: Το ελληνικό σύστημα είναι ασυνεπές ως προς τη δομή και τους στόχους του

Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του ΚΑΝΕΠ ΓΣΕΕ

Διαφήμιση
Διαφήμιση

Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι ασυνεπές ως προς τη δομή και τους στόχους του, αγνοεί, ή υποτιμά, την υπαρκτή γεωγραφική διάσταση των εκπαιδευτικών ανισοτήτων, αδυνατεί να συμπεριλάβει στο σχεδιασμό του τη διαφορετικότητα, ενώ η διοίκησή του, με ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας, αποδεικνύεται χωρίς συνέχεια και συνέπεια, ασταθής και χωρίς πρωτοβουλία.

Αυτά είναι τα βασικά συμπεράσματα της ετήσιας έκθεσης για την Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση του ΚΑΝΕΠ ΓΣΕΕ που παρουσιάστηκε σήμερα παρουσία του υπουργού Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου, του πρώην υπουργού Νίκου Φίλη και της τομεάρχη Παιδείας της ΝΔ Νίκης Κεραμέως.

Ως μια πολύ θετική παρέμβαση στην κοινωνία χαρακτήρισε την έκθεση στην ομιλία του ο υπουργός Παιδείας Κ. Γαβρόγλου. Αναφερόμενος στις δαπάνες για την Εκπαίδευση ο κ. Γαβρόγλου σημείωσε ότι το ποσοστό του 3, 16 % του ΑΕΠ «έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να το λέμε, να το πιέζουμε από παντού να γίνει μέρος της πιο επίσημης θέσης μας, διότι δεν μπορεί οι Θεσμοί να επιμένουν στο 4,4% και να μας λένε ότι δεν ξέρουμε να διαβάζουμε τα στοιχεία ή ότι δεν είναι έγκυρα. Ξέρετε ότι από το 3,16% έως το 4,4% είναι κάποια δισεκατομμύρια η διαφορά».

Ως προς τα στοιχεία της έκθεσης για τη μέση ηλικία του διδακτικού προσωπικού ο Υπουργός σημείωσε: «Αυτό θέλει μια πολύ μεγάλη προσοχή, ώστε να μην αρχίσει μία… μουρμούρα η οποία μπορεί να ενταθεί πάρα πολύ ενάντια στο δικαίωμα των ανθρώπων να είναι εκπαιδευτικοί ανεξάρτητα αν ο μέσος όρος ηλικίας είναι από 45-47. Αυτό δεν αλλάζει την απόλυτη προτεραιότητα που πρέπει να δώσουμε στους διορισμούς.

Δεν κάνουμε διορισμούς για να πέσει ο μέσος όρος. Κάνουμε διορισμούς για να εδραιωθεί το εκπαιδευτικό σύστημα και γνωρίζουμε ότι άλλο είναι να προσφέρει ένας νέος στην εκπαίδευση και άλλο να προσφέρει ένας άνθρωπος που είναι πολύ πιο έμπειρος. Η θέση της Κυβέρνησης είναι σαφέστατη. Θα προχωρήσει σε διορισμούς. Δεν ξέρουμε πόσους, δεν ξέρουμε πώς- γιατί είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο σύστημα-αφού θα πρέπει να λάβουμε υπόψη την προϋπηρεσία αλλά επίσης και το γεγονός ότι και οι νέοι πρέπει να μπουν σ’ αυτόν το χώρο».

Ο υπουργός χαρακτήρισε «αιχμή της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης» το Λύκειο και όχι τις εισαγωγικές εξετάσεις για την πρόσβαση στα ΑΕΙ και ΤΕΙ. «Η αιχμή της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης αυτή τη στιγμή δεν είναι οι εισαγωγικές εξετάσεις, θα ήταν πολύ επιπόλαιο να είναι οι εισαγωγικές εξετάσεις. Η αιχμή είναι το Λύκειο και είναι ένα ερώτημα προς την ελληνική κοινωνία. Θέλει η ελληνική κοινωνία μία κοινωνία χωρίς Λύκειο;

Τι έγινε με τις περασμένες δεκαετίες; Ένας θεσμός εκτός Λυκείου καταβρόχθισε το Λύκειο με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν οι δύο τάξεις του Λυκείου». Ως προς την πρόσβαση στην Ανώτατη Εκπαίδευση ο κ. Γαβρόγλου είπε: «Αυτό που θέλουμε είναι τα παιδιά στο Λύκειο να αποκτούν τις γνώσεις και την εκπαίδευση που πρέπει να έχουν και στη συνέχεια με το βαθμό του Απολυτηρίου να μπαίνουν στα Πανεπιστήμια. Αυτό δεν μπορεί να γίνει με το πάτημα ενός κουμπιού.

Eίναι κάτι που θέλει και κοινωνική και πολιτική συναίνεση κι έχει έναν ορίζοντα τριετίας – πενταετίας».

Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στην αναβάθμιση της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης. «Δεν μπορούμε να πάρουμε καμία αποτελεσματική πρωτοβουλία για τα Λύκεια αν δεν αναβαθμιστεί η Επαγγελματική Εκπαίδευση. Η αναβάθμιση της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης ενέχει κι ένα στοιχείο ιδεολογικό και πολιτικό. Η κοινωνία πρέπει να πεισθεί ότι η Επαγγελματική Εκπαίδευση, τα ΕΠΑΛ, δεν είναι τα αποθετήρια για τους αποτυχόντες. Δεν πάνε εκεί παιδιά ενός κατώτερου Θεού. Κι ένας από τους τρόπους είναι να ενισχύσουμε πάρα πολύ το τι θα κάνουν αυτά τα παιδιά μετά το ΕΠΑΛ. Εκεί η δική μας παρέμβαση είναι η ίδρυση διετών δομών στο πλαίσιο της Ανώτατης Εκπαίδευσης –κατά κύριο λόγο στα ΤΕΙ αλλά μπορεί και στα Πανεπιστήμια- ώστε τα παιδιά από τα ΕΠΑΛ που θα τελειώνουν τη Γ’ Λυκείου να έχουν πρόσβαση προνομιακή (δεν θα πηγαίνουν παιδιά από το ΓΕΛ, παρά μόνο σε ένα μικρό ποσοστό) και να παίρνουν επαγγελματική πιστοποίηση για συγκεκριμένα επαγγέλματα με ευρωπαϊκές προδιαγραφές. Όλο αυτό θα είναι υπό τη σκέπη της Ανώτατης Εκπαίδευσης», είπε χαρακτηριστικά.

Αναφέρθηκε επίσης στη λειτουργία του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας και Ανθρώπινου Δυναμικού, στην πρώτη από την ίδρυση του ελληνικού κράτους Επιτροπή Μελέτης Οικονομικών της Εκπαίδευσης και στα Ακαδημαϊκά Περιφερειακά Συμβούλια, ενώ ιδιαίτερη αναφορά έκανε στους εκπαιδευτικούς, λέγοντας ότι εν μέσω της οικονομικής κρίσης «κράτησαν ένα σύστημα στα πόδια του με όλα τα προβλήματα. Ρημάχτηκε ο τόπος , τηρουμένων των αναλογιών, και κάπου το κράτησαν στο πόδι. Δεν είναι ίδιον όλων των θεσμών αυτό. Αυτό δεν είναι κάτι το μεταφυσικό ούτε καλύπτεται από αδράνειες. Κρατήθηκε γιατί συγκεκριμένοι εκπαιδευτικοί είπαν ότι εμείς, ανεξαρτήτως ιδεολογικών και πολιτικών θέσεων, θα δώσουμε την καθημερινή μάχη στα σχολεία. Κι έχει πολύ μεγάλη σημασία, μέσα σε όλο αυτό, να μη χαθεί η ηθική, σε τελευταία ανάλυση, στάση αυτών των εκπαιδευτικών».

Τα γενικά συμπεράσματα της έκθεσης του ΚΑΝΕΠ – ΓΣΕΕ για την Εκπαίδευση

Από το σύνολο των παρατηρήσεων της ετήσιας έκθεσης 2016 για την Εκπαίδευση προκύπτουν τα ακόλουθα γενικά συμπεράσματα για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα στο μέρος που αφορά στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια εκπαίδευση:

-Το σύστημα υποκρύπτει ασυνέπειες στη δομή και τους στόχους του. Σε όλες τις παραμέτρους που ανιχνεύτηκαν στη μελέτη, τα υποσυστήματα και οι βαθμίδες αποκλίνουν σημαντικά και χωρίς συνέπεια που να ανταποκρίνεται στη θέση και στο ρόλο τους στο σύστημα. Για παράδειγμα, η επάρκεια υποδομών διαφοροποιείται από βαθμίδα σε βαθμίδα συγκλίνοντας σε μη επικοινωνούντα υποσυστήματα. Το Γυμνάσιο αποτελεί το δυνατό σημείο της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε όλους τους δείκτες, ενώ το Γενικό Λύκειο εμφανίζεται ως δυνατό σημείο μόνο ως προς το δείκτη επάρκειας αιθουσών, όπου κατέχει την υψηλότερη τιμή μεταξύ όλων των επιμέρους βαθμίδων της Πρωτοβάθμιας & Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Το Επαγγελματικό Λύκειο & ΕΠΑΣ αρμοδιότητας εμφανίζεται ως δυνατό σημείο μόνο ως προς το ποσοστό του διδακτικού προσωπικού με πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, κατέχοντας υψηλή τιμή μεταξύ των επιμέρους βαθμίδων της Πρωτοβάθμιας & Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, την ίδια στιγμή που σε όλους τους υπόλοιπους δείκτες καταλαμβάνει συνήθως την τελευταία θέση, ως το αδύνατο σημείο της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

– Το σύστημα δεν διαθέτει οικονομικούς πόρους για την ανάπτυξη της στρατηγικής του. Οι πόροι έχουν εξαντληθεί στην περίοδο μετά το 2010, ειδικά το Πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων του ΥΠΕΘ εμφανίζει πολλαπλές βασικές ανάγκες σε διδακτικό προσωπικό, καλύπτεται από συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα, ενώ ταυτόχρονα καταγράφεται υψηλή γήρανση του διδακτικού προσωπικού, αφού η αναλογία 1-10 δεν τηρήθηκε.

– Το σύστημα γεννά μικρότερα μέρη και ειδικές κατηγορίες σχολείων επειδή αδυνατεί να συμπεριλάβει στο σχεδιασμό του τη διαφορετικότητα, ακόμα και όταν του είναι αναγκαία. Παραδόξως δημιουργεί τμήματα και μονάδες ειδικής αγωγής, χωρίς σύγκλιση με τη μονάδα που τα φιλοξενεί. Ταυτόχρονα το σύστημα δεν διαθέτει εξειδικευμένη επιστημονική καθοδήγηση και αντίστοιχο εκπαιδευτικό υλικό για τις σχολικές μονάδες που διαθέτουν αυξημένο αριθμό αλλοδαπών μαθητών.

Παράλληλα, οι εσπερινές σχολικές μονάδες του Γυμνασίου και κυρίως οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των υποσυστημάτων της ανώτερης Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (Γενικό και Επαγγελματικό Λύκειο) θέτουν άμεσο ζήτημα επαναπροσδιορισμού του ρόλου τους.

– Το σύστημα ενώ ελέγχει το δημόσιο τομέα και εποπτεύει τον ιδιωτικό τομέα της εκπαίδευσης, οι δύο τομείς εμφανίζονται να έχουν εντελώς διαφορετικές στρατηγικές επιλογές σε απολύτως βασικά θέματα, τα οποία επιπλέον διαφοροποιούνται ανάλογα και με τον τύπο της σχολικής μονάδας (ημερήσιο -εσπερινό). Από τη σύγκριση των δεικτών «εισροών» και «εκροών» στους δύο τομείς είναι εμφανείς οι διαφορετικές προτεραιότητες επένδυσης κάθε τομέα εκπαίδευσης (στο διδακτικό προσωπικό ο δημόσιος τομέας και στις υποδομές ο ιδιωτικός).

– Η παραγωγή σταθερά μειωμένων παραγομένων «ικανοποιητικών» εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων στις εσπερινές σχολικές μονάδες του Γυμνασίου, έναντι των αντίστοιχων ημερησίων μονάδων της βαθμίδας υποβαθμίζει τον εκπαιδευτικό ρόλο των συγκεκριμένων μονάδων και επομένως, απαιτείται ανάληψη συγκεκριμένης πολιτικής πρωτοβουλίας για τη βελτίωση της εικόνας τους.

– Το σύστημα αγνοεί, ή υποτιμά, την υπαρκτή γεωγραφική διάσταση των εκπαιδευτικών ανισοτήτων γι’ αυτό και δεν διαφοροποιεί άνισα τις «Εισροές» του ανάλογα με τις μεγαλύτερες ανάγκες.

– Η Ελλάδα προσεγγίζει ικανοποιητικά τους ευρωπαϊκούς στόχους (ευρωπαϊκά πλαίσια αναφοράς) αλλά όχι με την ανάπτυξη συγκεκριμένων μηχανισμών στο πλαίσιο ενός δομημένου στρατηγικού σχεδιασμού.

– Οι ετήσιοι ρυθμοί μεταβολής όλων των μεγεθών της εκπαίδευσης από έτος σε έτος είναι μικροί. Πρόκειται για ρυθμούς συντήρησης και όχι δομικής αλλαγής του συστήματος. Το μέγεθος και το εύρος των διαφοροποιήσεων στο σύστημα το καθιστούν ανελαστικό και ουσιαστικά δυσκίνητο, με αποτέλεσμα να καθίσταται αναποτελεσματικός ο όποιος στρατηγικός σχεδιασμός. Δεν είναι επομένως απορίας άξιο ότι, την τελευταία δεκαπενταετία, ενώ ευδοκιμούν οι εκπαιδευτικές καινοτομίες μικρο-κλίμακας (πειραματικές εφαρμογές), το σύστημα δεν εισπράττει τα οφέλη της καινοτομίας την οποία εφάρμοσε.

Επιπλέον, η απόσταση των παραγωγικών του μονάδων, που υλοποιούν την καινοτομία, από το κέντρο λήψης και ελέγχου των αποφάσεων, αποδεικνύεται τεράστια, χωρίς να έχει εφαρμοστεί ένα άμεσο, αξιόπιστο και αποτελεσματικό δίκτυο αμφίδρομης επικοινωνίας μεταξύ των δύο κέντρων. Ταυτόχρονα απουσιάζει η διαδικασία διασφάλισης της ποιότητας των παραγόμενων εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων.

  • Η διοίκηση του συστήματος, με ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας, αποδεικνύεται χωρίς συνέχεια και συνέπεια, ασταθής και χωρίς πρωτοβουλία διαιωνίζοντας ένα πεπαλαιωμένο πυραμιδωτό σχήμα άσκησης-διαχείρισης της εξουσίας της (Σ.Π.Δ.Ε., 2009). Όταν όμως η άσκηση της διοίκησης του ανθρώπινου δυναμικού καθίσταται ανελαστική και τυπολατρική, επιχειρηματολογεί αποκλειστικά για την αξιολόγηση τυπικών προσόντων, εμφανίζεται χωρίς σχέδιο στην κοινωνική πρόκληση για πρωτοβουλία και αλλαγή, και ουσιαστικά καταδικάζει κάθε προσπάθεια για καινοτομία και αλλαγή.
  • Η διοίκηση της καινοτομίας στην εκπαίδευση οφείλει να προηγείται των διαδικασιών, και να μην αυτό-προσδιορίζεται μπροστά σε αδιέξοδα διευρύνοντας τις ασυνέπειες και τις αντιφάσεις του συστήματος. Η απλοποίηση των στόχων και του οράματος θα πρέπει να διατρέχει ολόκληρο το δίκτυο της διοίκησης της εκπαίδευσης κινητοποιώντας τις παραγωγικές μονάδες ώστε να αναπτύξουν τη δυναμική τους. Η κινητοποίηση προς την αλλαγή θα καταγραφεί στη σημαντική διαφοροποίηση του ρυθμού μεταβολής των δεικτών «εισροών» του συστήματος, και μεσο-βραχυπρόθεσμα στην αντίστοιχη των δεικτών «εκροών» που αποτελεί και το τελικώς ζητούμενο.

Protothema.gr

Διαφήμιση
Διαφήμιση