HomeHL-CultureΓιατί τα ελληνικά ντοκιμαντέρ είναι στο σύνολό τους καλύτερα από τις ταινίες μυθοπλασίας – Τρία παραδείγματα

Γιατί τα ελληνικά ντοκιμαντέρ είναι στο σύνολό τους καλύτερα από τις ταινίες μυθοπλασίας – Τρία παραδείγματα

Τα πολυσυζητημένα «Αδέσποτα Κορμιά», ένα ερωτικό προσκύνημα στη Σαπφώ και ένα στοιχειωμένο σκακιστικό καφενείο στην καρδιά του αθηναϊκού κέντρου: Τρεις ταινίες που ξεχώρισαν στο 26ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης

Διαφήμιση
Διαφήμιση

Τα «Αδέσποτα Κορμιά» είναι, μεταξύ άλλων, μια φιλοευρωπαϊκή ταινία, μάλλον εκουσίως, αν κρίνουμε από τις συχνές αναφορές στη διάσταση μεταξύ του αρχικού ευρωπαϊκού οράματος και της εξέλιξής του ή, μάλλον, της κατάληξής του.

Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΣΙΝΕΜΑ τεκμηρίωσης στη Θεσσαλονίκη ολοκληρώνεται αυτές τις μέρες κι ελπίζεις, πέρα από την ασχήμια, πέρα από τους μικρότερους που έπαιξαν όντως κλέφτες κι αστυνόμους στην Αριστοτέλους, βαφτίζοντας κλέφτες όποιους υπέδειξαν ως «εχθρούς» φασίζουσες δυνάμεις και αντιλήψεις, ότι θα μείνει το σινεμά. Τα Αδέσποτα Κορμιά ακούστηκαν πολύ αυτές τις μέρες. Έχετε διαβάσει για την αφίσα τους, για τις δυο αντίπαλες διαδηλώσεις έξω από το Ολύμπιον, για την προβολή που πραγματοποιήθηκε παρουσία αστυνομικών δυνάμεων και τον εξονυχιστικό έλεγχο των θεατών. Πέρα από αυτά, υπάρχει και η ταινία.

Μια γυναίκα ταξιδεύει από τη Μάλτα στη Σικελία για να κάνει άμβλωση, μια άλλη στην Ελλάδα για τεχνητή γονιμοποίηση και μια τρίτη μέχρι την «ουδέτερη» Ελβετία για να δει πώς γίνονται οι ευθανασίες. Είναι πολυσήμαντος ο τίτλος του ντοκιμαντέρ. Το αδέσποτο διαφέρει από το δεσποζόμενο, είναι το «ζώο» που κυκλοφορεί ελεύθερο, δεν έχει «δεσπότη», δεν έχει άλλο κύριο πέρα από το ίδιο. Αν τον ερμηνεύσουμε θετικά, ο τίτλος αναφέρεται σε κορμιά ελεύθερα, κορμιά που θα ορίσουν τα ίδια πώς θα διατεθούν. Η αρνητική ερμηνεία του τίτλου είναι ότι τα κορμιά αυτά δεν έχουν κάποιον να τα φροντίσει κι εδώ έγκειται μία από τις πιο ενδιαφέρουσες πτυχές του ντοκιμαντέρ.

Ως σύνολο η ετήσια εγχώρια σοδειά του σινεμά τεκμηρίωσης κερδίζει σε ποιότητα κατά κράτος εκείνη της μυθοπλασίας εσχάτως. Δώστε μια ευκαιρία στο ελληνικό ντοκιμαντέρ, μπορεί και να εκπλαγείτε.

Λόγω του παραδοσιακού ελλείμματος πληροφόρησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της παντοκρατορίας της παραπληροφόρησης, το όραμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης έμεινε λειψό. Οι δυνάμεις της συντήρησης κέρδισαν μέσα στα ’00s, το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα παρέμεινε μια ουτοπία και η Ένωση ολοκληρώθηκε μόνο σε νομισματικό και οικονομικό επίπεδο – και το κακό με τις Κεντρικές Τράπεζες είναι ότι εκ φύσεως δεν χαράσσουν τις πολιτικές τους με γνώμονα τον κοινωνικό τους χαρακτήρα.

Έτσι, δεν υπάρχει ένας κεντρικός «φροντιστής» του σώματος και βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων που σχετίζονται μαζί του, παρά μόνο ένα μωσαϊκό διαφορετικών έννομων τάξεων και εντός τους κορμιά που περιφέρονται αδέσποτα από τη μία χώρα στην άλλη, ώστε να διεκδικήσουν τη φροντίδα τους.

Η ταινία της Ψύκου απευθύνεται σε όσους συμφωνούν, δεν προσπαθεί να πείσει αυτούς που έχουν αντίθετη άποψη για το δίκιο της, δεν είναι όμως και στρατευμένη. Αφήνει χώρο στην άλλη άποψη, καθώς υπερασπίζεται το δικαίωμα της επιλογής και όχι την αναγκαιότητά της, έχει, δε, και δύο νευραλγικές σκηνές, μία όπου περιγράφεται η διαδικασία της άμβλωσης και άλλη μία όπου καταδεικνύεται η διαδικασία της ευθανασίας – προειδοποιούμε ότι δεν είναι μια εύκολη προβολή. Αποκτά, έτσι, διαλεκτική.

Υποστηρίζει μεν το δικαίωμα στην υποβοηθούμενη αυτοκτονία, πάντα υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, μα υπενθυμίζει ότι ο θάνατος δεν είναι ποτέ όμορφος – μια στρατευμένη ταινία θα έδινε στην αντίστοιχη σκηνή πανηγυρικό τόνο. Έχει σενάριο καλογραμμένο –ναι, διαθέτουν και τα ντοκιμαντέρ τέτοιο–, έχει σορεντινικά μουσικά ιντερλούδια –το πρώτο με το «Papa don’t preach» μας έπιασε απροετοίμαστους– καθώς και αφηγηματική σιγουριά.

Τα Αδέσποτα Κορμιά είναι, μεταξύ άλλων, μια φιλοευρωπαϊκή ταινία, μάλλον εκουσίως, αν κρίνουμε από τις συχνές αναφορές στη διάσταση μεταξύ του αρχικού ευρωπαϊκού οράματος και της εξέλιξής του ή μάλλον της κατάληξής του. Αν είχαν κυκλοφορήσει περισσότερες σαν αυτή στους κινηματογράφους δύο δεκαετίες πίσω, ίσως να μην είχαν κερδίσει οι δυνάμεις της απομόνωσης.

Το γυναικείο σώμα πρωταγωνιστεί και στη Λεσβία της Τζέλης Χατζηδημητρίου, μια ταινία αφιερωμένη στην Ερεσό της Λέσβου, το μέρος όπου εδώ και δεκαετίες καταφθάνουν queer γυναίκες απ’ όλα τα μέρη της Γης, ένα κουκούλι έξω από την υπόλοιπη κοινωνία, μια ετεροτοπία ερωτισμού και ελευθερίας, απαλλαγμένη από το αντρικό βλέμμα, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά μια συνεντευξιαζόμενη.

Φωτογραφικό κολάζ ενός ατέλειωτου καλοκαιριού, λαϊκό προσκύνημα στη Σαπφώ, την οποία οι επισκέπτριες της περιοχής λογάριασαν πρώτα για λεσβία κι έπειτα για ποιήτρια, και μαζί τους το χρονικό της σύγκρουσης και της αποδοχής των κατοίκων του μικρού χωριού που είδαν αυτήν τη μαζική έλευση λεσβιών τουριστριών πρώτα ως αξιοπερίεργο, κάποτε ως απειλή και τελικά ως αναπόσπαστο μέρος του μικρόκοσμού τους. Ο ημερολογιακός χαρακτήρας γεφυρώνει το προσωπικό με το γενικό σε ένα ντοκιμαντέρ που αποδεικνύει περίτρανα ότι η έρευνα και η συγκέντρωση υλικού μπορεί να υπερκαλύψει την ένδεια της παραγωγής στο σινεμά τεκμηρίωσης.

 «Λεσβία» της Τζέλης Χατζηδημητρίου

Μια άλλου τύπου κοινότητα αποτελεί το αντικείμενο του ντοκιμαντέρ Πανελλήνιον των Σπύρου Μαντζαβίνου και Κώστα Αντάραχα, το καλά κρυμμένο μυστικό του φετινού φεστιβάλ, που σας φυλάξαμε για το τέλος. Στη συμβολή της Μαυρομιχάλη με την οδό Σόλωνος, το ομώνυμο καφενείο αποτελεί το καταφύγιο των απανταχού Αθηναίων σκακιστών από το 1991, συνεχίζοντας μια παράδοση που ξεκίνησε από το 1885, όταν άνοιξε για πρώτη φορά σε άλλη τοποθεσία εκεί κοντά.

Για μερικούς θαμώνες ένας άλλος κόσμος, για κάποιους όλος ο κόσμος, το καφενείο είναι ένα μέρος όπου μπορούν να εξασκήσουν τη σκακιστική εμμονή τους απρόσκοπτα, τουλάχιστον μέχρι ο ιδιοκτήτης να τους διώξει με τη σκούπα για να κλείσει. Είναι το σημείο αναφοράς της ζωής του· άλλος γνώρισε τη γυναίκα του εκεί,  άλλος βρήκε τη «φυλή» του. Είναι ένας τόπος όπου η βοή της πόλης σταματά και αντικαθίσταται από φιλοφρονήσεις, ύβρεις, φιλοσοφικές αντεγκλήσεις, απίθανες συζητήσεις.

Πότε γυρισμένο σε ασπρόμαυρο, όπως το ταμπλό του παιχνιδιού, πότε σε super 8, το φίλτρο των αναμνήσεών μας, το ντοκιμαντέρ συλλέγει μαρτυρίες, καταγράφει μια «Νεραντζούλα» που συνεχίζει να τραγουδιέται «επειδή άρεσε στον πατέρα μου και μου ζήτησε να την τραγουδάω», φυλακίζει στα κάδρα του πρόσωπα που θα συναντούσες στο «Μπαρ το Ναυάγιο» της Αρλέτας, αποκαλύπτει  μικρές ιστορίες ζωντανών και νεκρών, περαστικών από τα καθίσματα του καφενείου. Είναι και το ίδιο το Πανελλήνιον μια μικρή ιστορία των Αθηνών, από εκείνες που, αν κάποτε εκλείψουν, θα πάρουν και την πόλη μαζί τους, θα σημάνουν το τέλος της.

 «Πανελλήνιον» των Σπύρου Ματζαβίνου και Κώστα Αντάραχα

Μια τελευταία, προσωπική παρατήρηση. Επισκεπτόμενος εδώ και κάμποσα χρόνια τόσο το φεστιβάλ κινηματογράφου τον Νοέμβριο όσο κι εκείνο του ντοκιμαντέρ την άνοιξη, παρατηρώ τρομερή βελτίωση της ελληνικής παραγωγής στο τελευταίο. Τολμώ να πω, δε, ότι ως σύνολο η ετήσια εγχώρια σοδειά του σινεμά τεκμηρίωσης κερδίζει σε ποιότητα κατά κράτος εκείνη της μυθοπλασίας εσχάτως. Δώστε μια ευκαιρία στο ελληνικό ντοκιμαντέρ, μπορεί και να εκπλαγείτε.

lifo.gr

 

 

 

 

 

 

 

 

Διαφήμιση
Διαφήμιση