HomeHL-9Ποια η σχέση της Σοφίας Βέμπο του Νίκου Καββαδία και της Τζένης Βάνου;

Ποια η σχέση της Σοφίας Βέμπο του Νίκου Καββαδία και της Τζένης Βάνου;

Ποιο όνομα γιορτάζει σήμερα;

Διαφήμιση
Διαφήμιση

Τρεις σπουδαίοι καλλιτέχνες που ο καθένας τους άφησε το στίγμα του στην ελληνική κοινωνία για διαφορετικούς λόγους σήμερα έχουν την τιμητική τους. Σαν σήμερα το 1975 η Ελλάδα είπε το τελευταίο αντίο στον ποιητή της «υγρής έκτασης», τον Νίκο Καββαδία, που μελοποίησε καταπληκτικά ο Θάνος Μικρούτσικος, ενώ η Σοφία Βέμπο και η Τζένη Βάνου σαν σήμερα το 1910 και το 1939 -αντίστοιχα- γεννήθηκαν.

Σήμερα γιορτάζουν οι:

Χαράλαμπος, Χαρίλαος, Χαραλάμπης, Χάρης, Χάμπος, Λάμπης, Λάμπος, Λαμπίας, Μπάμπης, Μπάμπος, Χαραλαμπία, Χαραλαμπή, Λαμπή, Λάμπω, Μπαμπίνα, Μπήλιω, Μπιλιώ, Μπία, Χάμπη

Χαρίλαος, Χάρης

Χαρίκλεια, Χαρά, Χαρούλα

Χαραλάμπους Ιερομάρτυρος

🌅  Ανατολή ήλιου: 07:21 – Δύση ήλιου: 17:57 – Διάρκεια ημέρας: 10 ώρες 36 λεπτά

🌑  Σελήνη 0.5 ημέρας

Νίκος Καββαδίας

Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1910 στο Νίκολσκ Ουσουρίσκι (Nikolsk-Ussuriysky)[1][2], μια επαρχιακή πόλη της περιοχής του Βλαδιβοστόκ στη Ρωσία, από γονείς Κεφαλονίτες, τον Χαρίλαο Καββαδία και τη Δωροθέα Αγγελάτου της γνωστής οικογένειας εφοπλιστών της Κεφαλονιάς. Στην ίδια πόλη γεννήθηκαν και τα αδέλφια του Τζένια (Ευγενία) και ο Μήτιας (Δημήτρης). Ο πατέρας του Καββαδία διατηρούσε γραφείο γενικού εμπορίου διακινώντας μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων με κύριο πελάτη τον τσαρικό στρατό.

Το 1914, με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η οικογένεια έρχεται στην Ελλάδα κι εγκαθίσταται στο Αργοστόλι, ενώ ο πατέρας επιστρέφει στις επιχειρήσεις του στη Ρωσία, όπου καταστρέφεται οικονομικά. Το 1917, κατά τη διάρκεια της Οκτωβριανής Επανάστασης, φυλακίζεται. Γυρίζει και πάλι στην Ελλάδα το 1921, τσακισμένος και ανίκανος να προσαρμοσθεί στην ελληνική πραγματικότητα.

kavvadias

Μετά το Αργοστόλι, η οικογένεια εγκαθίσταται στον Πειραιά. Ο Καββαδίας πηγαίνει στο Δημοτικό κι είναι συμμαθητής με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον Παπά-Γιώργη Πυρουνάκη. Διαβάζει Ιούλιο Βερν και διάφορα βιβλία περιπέτειας. Στο Γυμνάσιο γνωρίζεται με τον συγγραφέα και ιατρό του Πολεμικού Ναυτικού Παύλο Νιρβάνα. Δεκαοκτώ ετών, αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας και εκδίδει ο ίδιος το σατυρικό φυλλάδιο Σχολικός Σάτυρος, γράφοντας ποιήματα για τους συμμαθητές του. Το πρώτο ποίημά του δημοσιεύεται στην εφημερίδα Σημαία με τίτλο «Ο Θάνατος της Παιδούλας». Κατά τον Δ. Νικορέτζο (στο έργο του «Νίκος Καββαδίας, ο τελευταίος αμαρτωλός»), πρώτο του ποίημα ήταν άλλο («Ο Πόθος») στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας.

Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή. Όμως την ίδια περίοδο πεθαίνει ο πατέρας του (Οκτώβριος 1929) και αναγκάζεται να εργαστεί σε ναυτικό γραφείο. Συνεχίζει όμως να συνεργάζεται με διάφορα φιλολογικά περιοδικά, όπως Ο Διανοούμενος. Τον Νοέμβριο του 1928, ο Καββαδίας βγάζει ναυτικό φυλλάδιο και μπαρκάρει ως «ναυτόπαις» τον επόμενο χρόνο στο φορτηγό «Άγιος Νικόλαος», μαζί με τον μικρότερο αδελφό του Αργύρη, που είχε γεννηθεί στην Ελλάδα το 1915. Το 1931 το περιοδικό Ναυτική Ελλάς δημοσιεύει το έργο του Ν. Καββαδία, «Τραγούδια». Την επόμενη χρονιά ο ποιητής ξεκινά να δημοσιεύει τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις στην εφημερίδα Πειραϊκόν Βήμα, μαζί με το μυθιστόρημά του (σε συνέχειες) Η Απίστευτη Περιπέτεια του Λοστρόμου Νακαχαναμόκο, όμως η εφημερίδα διακόπτει την έκδοσή της και το πόνημά του μένει ημιτελές.

Το 1933, η οικογένεια μετακομίζει από τον Πειραιά στην Αθήνα. Το σπίτι του γίνεται τόπος συγκέντρωσης λογοτεχνών, ζωγράφων και ποιητών. Ο Καββαδίας την εποχή εκείνη περιγράφεται ως ένας λιγομίλητος απλός άνθρωπος, ατημέλητος, χαριτωμένος, εγκάρδιος, με ανεξάντλητο χιούμορ, αγαπητός στους πάντες. Τον Ιούνιο του 1933 κυκλοφορεί η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Μαραμπού (από τις εκδόσεις Κύκλος σε 245 αντίτυπα) που του χαρίζει το προσωνύμιο που θα τον συνοδεύει έως το τέλος της ζωής του. Γίνεται δεκτή (η ποιητική του συλλογή) με πολύ ευνοϊκές κριτικές, πιο χαρακτηριστική εκ των οποίων ήταν εκείνη του Φώτου Πολίτη στην εφημερίδα Πρωία. Το 1938 η «Νέα Εστία» δημοσιεύει τα ποιήματά του, ενώ ο ίδιος στρατεύεται και υπηρετεί στην Ξάνθη με την ειδικότητα του ημιονηγού. Το 1939 παίρνει το δίπλωμα του ραδιοτηλεγραφητή κατωτέρας τάξεως. Στον πόλεμο του ’40 φεύγει για την Αλβανία, όπου υπηρετεί αρχικά ως ημιονηγός τραυματιοφορέας και αργότερα, λόγω της ειδικότητάς που είχε ως ασυρματιστής, χρησιμοποιείται στον σταθμό υποκλοπής της ΙΙΙ Μεραρχίας. Στο περιοδικό Λόγχη δημοσιεύει το πεζογράφημά του Στο Άλογό μου. Με τη συνθηκολόγηση του ελληνικού στρατού επιστρέφει πεζός στην Αθήνα.

Στη διάρκεια της Κατοχής, ο Καββαδίας περνάει στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης και γίνεται μέλος του ΕΑΜ. Την ίδια ακριβώς περίοδο γίνεται και μέλος του ΚΚΕ. Εντάσσεται, επιπλέον, στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, παρά το γεγονός ότι είχε τυπώσει τότε μόνο ένα βιβλίο, το Μαραμπού, ενώ το όριο ήταν τα τρία βιβλία. Είναι όμως ενεργός λογοτεχνικά, γράφοντας ποιήματα, ορισμένα εξ αυτών αντιστασιακά, με πιο χαρακτηριστικό το ποίημα Στον τάφο του ΕΠΟΝίτη και Αθήνα 1943, με το ψευδώνυμο Α. Ταπεινός, στο περιοδικό «Πρωτοπόροι». Το 1944 μεταφράζει μαζί με τον Βασίλη Νικολόπουλο, το έργο του Ευγενίου Ονήλ «Το Ταξίδι του Γυρισμού». Στις αρχές του 1945 γίνεται επικεφαλής του ΕΑΜ Λογοτεχνών-Ποιητών, θέση την οποία παραχωρεί στις 6 Οκτώβρη του ίδιου έτους στον Νικηφόρο Βρεττάκο, εξαιτίας της αναχώρησής του από την Ελλάδα με το πλοίο «Κορινθία». Η ασφάλεια τού έδωσε άδεια, καθώς θεωρείτο ανενεργός κομμουνιστής. Το περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα δημοσιεύει τα ποιήματά του «Αντίσταση» και «Federico Garcia Lorca», ενώ κυκλοφορεί και η μετάφραση του έργου του Αμερικανού ποιητή Φορντ Μάντοξ με τίτλο Τα Παλιά Σπίτια της Φλάντρας. Τον Ιανουάριο του 1947 οι εκδόσεις Θ. Καραβία κυκλοφορούν τη δεύτερη ποιητική συλλογή του Ν. Καββαδία, με τίτλο Πούσι, ενώ επανεκδίδεται και το Μαραμπού.

Από το 1954 μέχρι και το 1974, ταξιδεύει διαρκώς με πολύ μικρά διαλείμματα. Μέσα στη χρονική αυτή περίοδο, τα πιο σημαντικά γεγονότα στη ζωή του ποιητή αφορούν τον θάνατο του πιο μικρού του αδερφού, Αργύρη, το 1957, την κυκλοφορία της Βάρδιας στα γαλλικά το 1959, την επανέκδοση του Μαραμπού και του Πούσι το 1961 από τις εκδόσεις Γαλαξίας, τον θάνατο της μητέρας του το 1965 και τη γέννηση του Φιλίππου το 1966, γιου της ανιψιάς του Έλγκας.

Από την έρευνα προκύπτει ότι είχαν ταξιδέψει αρκετές φορές στο ίδιο πλοίο με τον Γιώργο Σεφέρη. Ο Σεφέρης στα γνωστά Ημερολόγιά του (Μέρες) αναφέρεται με θετική διάθεση τρεις φορές στον Καββαδία. Μάλιστα ο Καββαδίας είχε στην καμπίνα του, για κάποιο διάστημα, κολλημένη φωτογραφία του Σεφέρη με αφιέρωση του ίδιου.

Το 1975, στην Αθήνα, στην κλινική «Άγιοι Απόστολοι», αφήνει την τελευταία του πνοή ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο. Κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, παρουσία πολλών ανθρώπων των γραμμάτων και της τέχνης.

Σοφία Βέμπο

Η Σοφία Βέμπο (Καλλίπολη Ανατολικής Θράκης, 10 Φεβρουαρίου 1910 – Αθήνα, 11 Μαρτίου 1978)ήταν κορυφαία Ελληνίδα ερμηνεύτρια και ηθοποιός της οποίας η καλλιτεχνική πορεία εκτείνεται από τον Μεσοπόλεμο έως τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και τη δεκαετία του ’50. Χαρακτηρίστηκε «Τραγουδίστρια της Νίκης» λόγω των εθνικών τραγουδιών που ερμήνευε κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940.

Βιογραφία

Το όνομα Βέμπο επέλεξε η ίδια να υιοθετήσει κάνοντας και τις απαραίτητες νόμιμες διαδικασίες, επειδή έτσι (εσφαλμένα) είχε συνηθίσει να προφέρει το όνομά της το κοινό. Το πραγματικό της όνομα ήταν Σοφία Μπέμπου. Γεννήθηκε στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης στις 10 Φεβρουαρίου του 1910. Η μητέρα της Πηνελόπη, το γένος Παντίρη, ήταν από την Καλλίπολη και ο πατέρας της Αθανάσιος Γ. Μπέμπος (1864-1944), καταγόμενος από την Τσαριτσάνη είχε εγκατασταθεί στην θρακική πόλη και δούλευε ως καπνεργάτης. Το 1912 η οικογένειά της μετεγκαταστάθηκε στη Κωνσταντινούπολη, όπου γεννήθηκε ο αδελφός της Γιώργος (1914-1969), που τον αποκαλούσαν Τζώρτζη, η αδελφή της Αλίκη (1913-1993) και ο μικρότερος αδελφός της Ανδρέας (1919-1989).

Το 1924, με την υπογραφή της ελληνοτουρκικής συμφωνίας ανταλλαγής πληθυσμών που συνομολόγησε η κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου, η οικογένειά της αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη και να επιστρέψει στην Τσαριτσάνη, και από εκεί να εγκατασταθεί μόνιμα στο Βόλο. Ο θείος της, αδελφός της μητέρας της, Ιωάννης Παντίρης, εγκαταστάθηκε στον Λαγκαδά με άλλους Θρακιώτες πρόσφυγες και αργότερα διετέλεσε Δήμαρχος Λαγκαδά. Η Σοφία πέρασε πολλά καλοκαίρια στον Λαγκαδά.

Στο Βόλο, η Έφη Μπέμπο, όπως αρεσκόταν να λέγεται, μετά τις εγκύκλιες σπουδές της αναγκάστηκε λόγω φτώχειας να δουλεύει για να βοηθήσει την οικογένειά της. Έτσι ξεκίνησε να δουλεύει ταμίας στο κατάστημα «Φλωρία» του Βόλου. Παράλληλα, της άρεσε η μουσική και αγοράζοντας μία κιθάρα άρχισε να εξασκείται σ’ αυτή με τη βοήθεια της φίλης της Μαρίτσας Χασάπη.

Τον Σεπτέμβριο του 1933 αποφάσισε να πάει στη Θεσσαλονίκη να βρει τον αδελφό της Τζώρτζη που σπούδαζε εκεί, και που είχε καιρό να στείλει γράμμα. Έτσι, παίρνοντας την κιθάρα της επιβιβάστηκε στο Α/Π Κεφαλληνία, και στη διάρκεια του ταξιδιού της άρχισε με την κιθάρα της το τραγούδι. Σε ελάχιστο χρόνο όλοι οι επιβάτες του πλοίου και το πλήρωμα βρίσκονταν γύρω της και την χειροκροτούσαν ενθουσιασμένοι από τη φωνή της. Αυτή θεωρητικά ήταν και η πρώτη δημόσια εμφάνιση της Σοφίας.

Μεταξύ των επιβατών ήταν και ένας καλλιτεχνικός διευθυντής που, ακούγοντάς την, ενθουσιάστηκε τόσο πολύ, που στο τέλος την πλησίασε και της συστήθηκε. Ήταν ο Κωνσταντίνος Τσίμπας, ο μεγαλύτερος ιμπρεσάριος της Θεσσαλονίκης (που αργότερα αποδείχθηκε και πράκτορας των Γερμανών), ο οποίος και πρότεινε στη Μπέμπο με την άφιξή της στη Θεσσαλονίκη να δουλέψει στο μεγάλο κοσμικό κέντρο ΑΣΤΟΡΙΑ. Φθάνοντας η Μπέμπο στη Θεσσαλονίκη, όπου την περίμενε ο αδελφός της, συζήτησε την πρόταση του Τσίμπα, και με τη δική του συγκατάθεση ξεκίνησε την επομένη τις πρώτες καλλιτεχνικές της εμφανίσεις, όπου οι θαμώνες κάθε βράδυ παρέτειναν το πρόγραμμά της με τα συνεχή χειροκροτήματά τους.

Αρχή καριέρας

Μέσα σε μια μόλις εβδομάδα η φήμη της φθάνει στην Αθήνα, και αμέσως της γίνεται πρόταση να εμφανιστεί στο θέατρο του Φώτη Σαμαρτζή. Η Μπέμπο, ενημερώνοντας σχετικά τους γονείς της, που δεν έφεραν αντίρρηση, αποδέχεται την πρόταση και στις 25 Οκτωβρίου του 1933 βρίσκεται στην αθηναϊκή σκηνή του θεάτρου «Κεντρικόν» του Φώτη Σαμαρτζή, στην πλατεία Κολοκοτρώνη, συμμετέχοντας στην επιθεώρηση «Παπαγάλος 33» με τον θίασο Σαμαρτζή-Μηλιάδη.

Στην επιθεώρηση αυτή η Μπέμπο παρουσιαζόταν σαν τσιγγάνα με μια κιθάρα, με την οποία και απέδιδε το πρώτο της τραγούδι, το Μια γυναίκα πέρασε. Η επιτυχία που είχε ήταν εκπληκτική. Όταν στο τέλος υποκλίθηκε, και περνώντας την κιθάρα της στον ώμο κατευθύνθηκε προς τα παρασκήνια, οι άλλοι ηθοποιοί τής φώναζαν:

— «Που πας, δεν ακούς τον κόσμο που σου φωνάζουν «μπιζ»;»

— «Και τι με νοιάζει εμένα αν φωνάζουν «μπιζ»;» αποκρίθηκε η Μπέμπο, μη γνωρίζοντας τον όρο, που σήμαινε επανάληψη.

Τέσσερις φορές χρειάστηκε η Μπέμπο να επαναλάβει αυτό το τραγούδι κατά τη πρεμιέρα προκειμένου να ικανοποιήσει το κοινό που παραληρούσε και χειροκροτούσε όρθιο. Στο τέλος της παράστασης όλοι οι ηθοποιοί την συνεχάρησαν, λέγοντας της «μπράβο ήσουν υπέροχη», μεταξύ των οποίων ήταν οι Ορέστης Μακρής, Μαρίκα Νέζερ, Φώτης Αργυρόπουλος, κ.ά. Τότε υπέγραψε συμβόλαιο 10.000 δραχμών το μήνα, αστρονομικό για την εποχή εκείνη για έναν τραγουδιστή και για μία θεατρική περίοδο. Σημειώνεται μάλιστα, ότι στη παράσταση αυτή ο Πολ Νορ την βάπτισε καλλιτεχνικά Σοφία Βέμπο (αντί Έφη Μπέμπο). Από εκείνη την πρώτη παράσταση η καλλιτεχνική εξέλιξη της Σοφίας Βέμπο πλέον, υπήρξε αλματώδης.

Τζένη Βάνου

Η Ευγενία Βραχνού (10 Φεβρουαρίου 1939 – 5 Φεβρουαρίου 2014) καλλιτεχνικά γνωστή ως Τζένη Βάνου, ήταν Ελληνίδα τραγουδίστρια που διακρίθηκε για τη χαρακτηριστική φωνή της, για αρκετές δεκαετίες στο ελαφρό και λαϊκό τραγούδι.

Βιογραφία

Γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1939 στην Αθήνα, στην πλατεία Αττικής. [2] Το πραγματικό της όνομα ήταν Ευγενία Βραχνού,[1] το οποίο και άλλαξε ο Γεράσιμος Λαβράνος για να μην την αναγνωρίσει ο πατέρας της, καθώς ήταν κάθετα αντίθετος στην απόφασή της να ασχοληθεί με το τραγούδι. Οι γονείς της χώρισαν, αφού η μητέρα της θέλησε να ακολουθήσει έναν άλλον άνδρα. Γι’ αυτόν το λόγο και της απαγορεύθηκε να βλέπει την κόρη της. Σπουδαίο ρόλο στη ζωή της Τζένης Βάνου έπαιξε η γιαγιά της.

Αρχικά σκόπευε να σπουδάσει στη Φυσικομαθηματική Σχολή, αλλά μετά τη γνωριμία της με τον συνθέτη Μίμη Πλέσσα, τον οποίο θεωρούσε μέντορά της, έδωσε εξετάσεις στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας. Ξεκίνησε την καριέρα της το 1955, ως τραγουδίστρια ελαφράς ορχήστρας, στον ραδιοφωνικό σταθμό της ΕΡΤ.

vanou

Τραγούδησε πρώτη φορά σε δισκογραφική εταιρία το 1945, με το τραγούδι «Θυμήσου», καθώς ήταν μέλος στη χορωδία του Νίκου Γούναρη. Εκεί πρωτογνώρισε τον νεαρό Μίμη Πλέσσα. Το 1959 στο τραγούδι «Αστέρι αστεράκι» του Δημήτρη Χορν έκανε τα φωνητικά μέρη, με αποτέλεσμα, λόγω των τεράστιων δυνατοτήτων της φωνής της, να της ανοιχτούν πολλές πόρτες για νέες δισκογραφικές δουλειές. Το 1964, με το τραγούδι του Πλέσσα «Τώρα» πήρε το Α΄ βραβείο στο Φεστιβάλ Ελαφράς Μουσικής της Θεσσαλονίκης. Σύντομα καθιερώθηκε ως τραγουδίστρια του ελαφρού τραγουδιού και ερμήνευσε ντουέτα κυρίως με τον Γιάννη Βογιατζή. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε με τον πρώτο της σύζυγο, Βασίλη Ρηγόπουλο, με τον οποίο χώρισε το 1971, έπειτα από συνεχείς κακοποιήσεις.

Κατά τη Στρατιωτική δικτατορία συμμετείχε στους χουντικούς εορτασμούς της επετείου της 21ης Απριλίου στο Παναθηναϊκό Στάδιο ανάμεσα σε άλλους ηθοποιούς και τραγουδιστές.

Το 1969 ταξίδεψε στην Αμερική, αφού είχε υπογράψει συμβόλαιο, για την πραγματοποίηση διεθνούς καριέρας, την οποία αρνήθηκε την τελευταία στιγμή. Εκεί ηχογράφησε έναν 45άρη δίσκο με δύο αμερικανικά τραγούδια. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, μετά τον χωρισμό της, αναγκάστηκε να μπει στο λαϊκό τραγούδι για οικονομικούς λόγους. Το 1971 συναντά τον Τόλη Βοσκόπουλο, ο οποίος της κλείνει συμβόλαιο στην Minos όπου γνώρισε μεγάλη επιτυχία τραγουδώντας λαϊκά. Το 1977 πήρε μέρος για τελευταία φορά σε φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, κερδίζοντας βραβείο ερμηνείας με το τραγούδι «Να μ’ αγαπάς» του Γιώργου Μανίκα. Το 1981 αποκτά τον πρώτο και τελευταίο της χρυσό δίσκο με τίτλο «τις ώρες που σε θέλω», έπειτα από 50.000 πωλήσεις. Στα χρόνια του ’80, η πορεία της Τζένης Βάνου, που στις δυο προηγούμενες δεκαετίες στέφθηκε από τεράστιες επιτυχίες, άρχισε να γνωρίζει μια κάμψη… Ευδιάκριτη ήταν πλέον κάποια φθορά στη φωνή της, που εμφανίσθηκε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80. Παρόλα αυτά η τραγουδίστρια συνέχισε να δίνει το παρών με μια σειρά δίσκων, ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν αρκετές ενδιαφέρουσες στιγμές. Τελευταία δισκογραφική δουλεία το 1998.

Υπήρξε βασική ερμηνεύτρια και «μούσα» πολλών συνθετών. Ερμήνευσε τραγούδια του Μίμη Πλέσσα, του Μίκη Θεοδωράκη, του Γιώργου Μουζάκη, του Τόλη Βοσκόπουλου, του Κώστα Γιαννίδη, του Ζακ Ιακωβίδη, του Αττίκ, του Αλέκου Χρυσοβέργη, του Τάκη Μουσαφίρη της Νινής Ζαχά, του Γιώργου Μανίκα, του Γιώργου Κατσαρού, του Χρήστου Νικολόπουλου, του Γιώργου Κριμιζάκη, του Αλέξη Παπαδημητρίου κ.α

Για τη δουλειά της βραβεύτηκε στην Ισπανία, την Πολωνία και την πρώην Σοβιετική Ένωση.

Τα τελευταία 15 χρόνια της ζωής της βρισκόταν μακριά από τη δισκογραφία, τραγουδώντας μονο ζωντανά σε κέντρα διασκεδάσεων, όπου την καλούσαν. Όμως 4 χρόνια πριν τον θάνατό της εγκατέλειψε πλήρως το τραγούδι, αφιερώνοντας τον εαυτό της στον εγγονό της. Τον Αύγουστο του 2013 έκανε επέμβαση στον λαιμό για να της αφαιρεθεί όγκος. Στις αρχές του 2014 αντιμετώπισε πάλι σοβαρά προβλήματα υγείας εξαιτίας μεταστάσεων του καρκίνου. Στις 5 Φεβρουαρίου 2014 άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο Μεταξά, στον Πειραιά, όπου νοσηλευόταν.

 

 

 

 

 

 

 

Διαφήμιση
Διαφήμιση