Ανακαλύφθηκε μια σπάνια επισμαλτωμένη ρωμαϊκή πόρπη
Τα σενάρια για την προέλευσή της

Μία πρόσφατη έρευνα από την αρχαιολογική εταιρεία GUARD, εστιάζει σε μια σπάνια, επισμαλτωμένη ρωμαϊκή πόρπη, υποδηλώνοντας ότι μπορεί να ήταν «μία τελετουργική προσφορά στα θεμέλια» ενός οχυρού της Εποχής του Σιδήρου στη Σκωτία και ρίχνει φως στις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ντόπιων Βρετανών και του Ρωμαϊκού στρατού, στα τέλη του δεύτερου αιώνα μ.Χ.
Ανασκαφές στο Διυλιστήριο William Grant & Sons Girvan στο Σάουθ Άιρσιρ το 2020, έφεραν στο φως έναν οικισμό της Εποχής του Σιδήρου, μια εποχή όπου η νότια Σκωτία είχε ξεφύγει από τον έλεγχο των Ρωμαίων.
Οι αρχαιολόγοι της GUARD, ανακάλυψαν τα ευρήματα ενός σημαντικού ξύλινου στρογγυλού σπιτιού, περικυκλωμένου από στιβαρή περίφραξη με ξύλινους πασσάλους και μια μεγάλη πύλη, η οποία ενδεχομένως, ήταν ενδεικτική της κατοικίας μιας ευημερούσας αγροτικής οικογένειας.
Κατά τη διάρκεια της ανασκαφής, οι αρχαιολόγοι της GUARD, έφεραν στο φως μια επισμαλτωμένη, μπρούτζινη πόρπη μέσα από τη θεμέλια τάφρο της ξύλινης περίφραξης, ένα αξιοσημείωτο εύρημα, λόγω της ρωμαϊκής του προέλευσης, παρά ενδεικτικό τοπικής δεξιοτεχνίας. Πλέον, οι ερευνητές υποθέτουν ποια ήταν η σκοπούμενη χρήση της πόρπης και πώς κατέληξε άφθαρτη στη Σκωτία.
Οι υποθέσεις των μελετητών για την πόρπη
Ο Jordan Barbour, ένας από τους βασικούς συγγραφείς της μελέτης, δήλωσε πως, η εξωτική πόρπη και παρόμοια με αυτήν αντικείμενα, γενικά χρονολογούνται στα τέλη του δεύτερου αιώνα μ.Χ., και συνήθως βρίσκονται κατά μήκος των συνόρων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ειδικά στην ανατολική Γαλατία, στη Σουηδία και τη Ρηνανία.
Σημείωσε πως, το μοτίβο κατανομής των πορπών, μαρτυρά πως ήταν ένα δημοφιλές αντικείμενο στις ρωμαϊκές στρατιωτικές δυνάμεις, υποδηλώνοντας πως, μάλλον η πόρπη έφτασε στα νότια του Τείχους του Αδριανού, επάνω στον μανδύα κάποιου Ρωμαίου στρατιώτη που είχε την αποστολή της περιφρούρησης του πιο βόρειου συνόρου της αυτοκρατορίας.
Ο Jordan Barbour δήλωσε πως, ενώ είναι δύσκολο να προσδιοριστεί ο ακριβής λόγος για την απόθεση της πόρπης μέσα στην περίφρακτη με πασσάλους τάφρο, παρατηρείται σε πολλούς πολιτισμούς η τελετουργική απόθεση προσφορών στα θεμέλια, για την προστασία ενός σπιτιού, μια πιθανότητα και σ’ αυτή την περίπτωση.
Σημειώνει πως, υπάρχουν πολλά πιθανά σενάρια σχετικά με την κατάληξη της πόρπης σε αυτό το σημείο.
Είναι το μόνο ρωμαϊκό τεχνούργημα που έχει ανακτηθεί από την τοποθεσία και, αν οι ντόπιοι είχαν καθιερώσει τακτικούς εμπορικούς δεσμούς με τη Ρωμαϊκή Βρετανία, θα περιμέναμε να δούμε μεγαλύτερη ποικιλία ρωμαϊκών αντικειμένων. Το πλαίσιο όμως, είναι αισθητά γηγενές.
Ωστόσο, πιο πιθανό είναι, η πόρπη να αποκτήθηκε μέσα από ad hoc συναλλαγές με ρωμαϊκά στρατεύματα που ζούσαν βόρεια του Τείχους του Αδριανού ή ακόμη και να αποτελούσε τρόπαιο σε μάχη.
Οι κατοικίες της Εποχής του Σιδήρου στο Curragh, βρίσκονταν σε ένα πέτρινο υψίπεδο, έναν απότομο κρημνό που περιόριζε την πρόσβαση από τα βόρεια.
Η στρατηγική θέση, μαζί με τη στιβαρή ξύλινη περίφραξη από πασσάλους που περίβαλε τις οικίες, υποδηλώνει πως σημαντικό ρόλο στη θέση αυτή έπαιξαν ανησυχίες σχετικά με την άμυνα.
Αν και δεν υπήρχαν σύγχρονα ρωμαϊκά οχυρά στην κοντινή περιοχή, μετά την εγκατάλειψη του Τείχους πριν από τον δεύτερο αιώνα μ.Χ., η παρουσία στρατοπέδου προέλασης από τον πρώτο αιώνα π.Χ. το οποίο βρισκόταν σχεδόν δύο χιλιόμετρα προς τα νοτιοδυτικά, μαρτυρά μια ιστορία στρατιωτικής δραστηριότητας στην περιοχή. Είναι πιθανόν, οι συγκρούσεις μεταξύ των ντόπιων Βρετανών και των Ρωμαίων στρατιωτών, να ήταν μια επαναλαμβανόμενη πτυχή της κατάληψης της βορειοδυτικής Σκωτίας από τη Ρώμη.
Εκτός από το στρογγυλό σπίτι με τους πασσάλους, οι αρχαιολόγοι της GUARD, εντόπισαν και άλλα σημαντικά αρχαιολογικά στοιχεία στην περιοχή Curragh.
Η διαχρονική ελκυστικότητα του υψιπέδου, τονίζεται από την ανακάλυψη ενός προγενέστερου, μη περίκλειστου στρογγυλού σπιτιού, το οποίο μετά από ραδιοχρονολόγηση με άνθρακα, τοποθετείται στον έβδομο αιώνα π.Χ., αιώνες πριν από την άφιξη των Ρωμαίων στη Βρετανία.
Επιπλέον, ανακαλύφθηκαν αποδείξεις προγενέστερης κατοίκησης, με την μορφή κεραμικής προγενέστερης της πρώιμης Νεολιθικής περιόδου που συνδέεται με ένα μεγάλο ξύλινο μνημείο που κατασκευάστηκε μεταξύ του 3.700 και του 3.500 π.Χ.