Η Μάχη της Κρήτης: Άγνωστες λεπτομέρειες και πώς περιέγραφαν τις συγκρούσεις ο ελληνικός και ξένος Τύπος
Μια σύντομη περιγραφή της εισβολής των Γερμανών και της ηρωικής αντίστασης των Κρητικών
Πριν από 83 χρόνια, τέτοιες μέρες, γινόταν στην Κρήτη σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ ελληνικών-συμμαχικών και γερμανικών-ιταλικών στρατευμάτων. Η μάχη της Κρήτης ξεκίνησε στις 20 Μαΐου 1941 και ολοκληρώθηκε την 1η Ιουνίου 1941 με κατάληψη της Μεγαλονήσου από τους Γερμανούς. Η μάχη της Κρήτης, πέρα από σφοδρές συγκρούσεις που έγιναν στη διάρκειά της έχει και ορισμένα άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Την πρωτοφανή αντίσταση του ντόπιου πληθυσμού στους Γερμανούς με τη χρήση γεωργικών και άλλων εργαλείων (μαχαίρια, τσεκούρια, δρεπάνια), τις μεγάλες απώλειες και των δύο πλευρών και την πανωλεθρία των Γερμανών αλεξιπτωτιστών που σχεδόν αποδεκατίστηκαν και ουσιαστικά δεν πήραν μέρος σε κάποια άλλη αποστολή ως το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Υπάρχει βέβαια και η μεγάλη συζήτηση για το πόσο η καθυστέρηση των Γερμανών στην Κρήτη επηρέασε την επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα» εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτή μάλλον θα συνεχιστεί για πολύ καιρό ακόμα…
Ένα εκτενές άρθρο για τη μάχη της Κρήτης είχαμε γράψει στις 20/5/2020. Στα σχόλια των αναγνωστών όπως συνήθως υπήρχαν έντονες αντιπαραθέσεις και διατύπωση διαφορετικών απόψεων. Σήμερα θα αναφερθούμε περιληπτικά στα γεγονότα και θα ασχοληθούμε με άγνωστες στιγμές από τη μάχη της Κρήτης, δημοσιεύματα ελληνικών και ξένων εφημερίδων, με βάση το εξαιρετικό βιβλίο της Μαρίνας Μπάντιου «Η Μάχη της Κρήτης στον ελλαδικό και διεθνή Τύπο της εποχής του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου: Λογοκρισία και Προπαγάνδα», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΡΑΔΑΜΑΝΘΟΥΣ, Χανιά 2024
Η μάχη της Κρήτης – Οι αντίπαλες δυνάμεις
Όπως είναι γνωστό τον Απρίλιο του 1941 χιτλερικές δυνάμεις επιτέθηκαν στη χώρα μας και κατόρθωσαν να καταλάβουν την ηπειρωτική Ελλάδα. Ελεύθερη παρέμεινε μόνο η Κρήτη, η στρατηγική θέση της οποίας είναι γνωστή. Σχέδια για την κατάληψη της Μεγαλονήσου είχαν καταστρώσει οι Ναζί ήδη από τον Οκτώβριο του 1940. Τότε ο επικεφαλής της Ανώτατης Διοίκησης Στρατού Φραντς Χάντερ (Oberkommando des Heeres Franz Halder) παρατήρησε πως η κατάληψη της Κρήτης ήταν απαραίτητη για την κυριαρχία στη Μεσόγειο και σημείωσε ότι βέλτιστη λύση ήταν η αεροπορική επίθεση. Παρόμοια άποψη εξέφρασε ο αρχηγός του Επιτελείου Επιχειρήσεων της Ανώτατης Διοίκησης της Βέρμαχτ Άλφρεντ Γιοντλ (Oberkommando der Wehrmacht Alfred Jodl) προτείνοντας να καταληφθεί η Κρήτη από τους Ιταλούς για να μην πέσει στα χέρια των Βρετανών. Ο Χίτλερ αποδέχτηκε την πρόταση και διέθεσε στον Μουσολίνι μια αερομεταφερόμενη μεραρχία και μια μεραρχία αλεξιπτωτιστών προκειμένου να προχωρήσει στην κατάληψη του νησιού.
Γερμανικά αεροπλάνα ρίχνουν αλεξιπτωτιστές στο Ηράκλειο
Η εξέλιξη του ελληνοϊταλικού πολέμου όμως ακύρωσε το σχέδιο του Χίτλερ. Παράλληλα, από τις 18-25 Νοεμβρίου 1940 μεταφέρθηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα η 5η Μεραρχία Κρητών . Την αποτελούσαν 566 αξιωματικοί, 18.622 οπλίτες και 81 οχήματα. Στο νησί παρέμεναν οι πυρήνες των Εμπέδων Ταγμάτων Χανίων, Ηρακλείου και Ρεθύμνου υπό τις διαταγές της Στρατιωτικής Διοίκησης Χανίων. Παράλληλα, η ελληνική κυβέρνηση παραχώρησε τα ηνία της άμυνας της Κρήτης στη Βρετανία και συγκεκριμένα στο βρετανικό αρχηγείο της Μέσης Ανατολής με έδρα το Κάιρο και επικεφαλής τον Στρατηγό Archibald Warell. Ο Τσόρτσιλ του τηλεγράφησε στις 28 Απριλίου ενημερώνοντάς τον ότι με βάση πληροφορίες οι Γερμανοί ετοίμαζαν σκληρή επίθεση εναντίον της Κρήτης. Ζήτησε να ενημερωθεί για τις δυνάμεις που βρίσκονταν στο νησί και για τα σχέδιά του τονίζοντας ότι η Κρήτη πρέπει πεισματικά να υπερασπιστεί. Στις 23 Απριλίου 1941 η ελληνική κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Εμμανουήλ Τσουδερό και ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ εγκατέλειψαν την Αθήνα και κατέφυγαν στα Χανιά.
Γερμανοί αλεξιπτωτιστές στην Κρήτη
Αφού κατέλαβαν την ηπειρωτική Ελλάδα οι Ναζί αποφάσισαν να προχωρήσουν άμεσα στην κατάληψη της Κρήτης δίνοντας στην επίθεση την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Ερμής» (Unternehmen Merkur). Το σχέδιο αυτό προέβλεπε τον βομβαρδισμό των αεροδρομίων Μάλεμε στα Χανιά, Ρεθύμνου και Ηρακλείου και των λιμανιών Σούδας και Ηρακλείου και έπειτα την εξουδετέρωση των συμμαχικών δυνάμεων στο νησί από επίλεκτες μονάδες αλεξιπτωτιστών. Διατέθηκε το 11ο Αεροπορικό Σώμα (ΧΙ. Fliegerkorps) υπό τη διοίκηση του Kurt Student, το 8ο Αεροπορικό Σώμα (VIII. Flieerkorps) υπό τη διοίκηση του Woffram von Richtofen, ο 4ος Αεροπορικός Στόλος (IV. Luftllotte) με διοικητή τον Alexander Lohr, το Αεραποβατικό Σύνταγμα Εφόδου (Luftlande Sturmregiment), η 7η Μεραρχία Αλεξιπτωτιστών (7. Flieger Division) με 14.000 άνδρες, η 5η Ορεινή Μεραρχία (5. Gebirgs Division) με τμήματα της 6ης Ορεινής Μεραρχίας (6. Gebirgs Division) με 8.000 άνδρες, αλλά και πρόσθετες βοηθητικές μονάδες (ιατρικό προσωπικό και μηχανικοί).
Ο Κουρτ Στουντέντ
Οι συνολικές δυνάμεις υπολογίζονταν σε 22.000 άνδρες αλλά υπάρχουν και εκτιμήσεις για διαφορετικό αριθμό. Σύμφωνα με το σχέδιο οι αλεξιπτωτιστές και όλες οι αερομεταφερόμενες μονάδες θα μετέβαιναν στο νησί με 600 μεταγωγικά αεροσκάφη τύπου Junkers Ju 52, μικρής χωρητικότητας τρικινητήρια αεροπλάνα, ενώ 100 περίπου ανεμοπλάνα τύπου DFS 230 θα έριχναν 750 αλεξιπτωτιστές. Παράλληλα, θα δρούσε το 8ο Αεροπορικό Σώμα χρησιμοποιώντας 280 βομβαρδιστικά τύπου Dornier Do 17 και Junkers Ju 88, 150 βομβαρδιστικά κάθετης εφόρμησης Junkers Ju 87 (Stukas), 180 καταδιωκτικά και 40 αναγνωριστικά αεροσκάφη. Διατέθηκαν συνολικά γύρω στα 1.350 αεροσκάφη. Σύμφωνα με τους Σ. Λιναρδάτο, Ε. Κοντάκη, D.M. Davin κ.ά., η επιχείρηση θα διαρκούσε 10-12 μέρες.
Από την άλλη μεριά, υπήρχαν 28.600 άνδρες της Βρετανικής Κοινοπολιτείας: 13.500 Βρετανοί, 7.100 Νεοζηλανδοί, 6.500 Αυστραλοί, Κύπριοι και Παλαιστίνιοι. Παράλληλα, ανατέθηκε στον Βρετανό Ναύαρχο Andrew Brown Cunningham να μεταφέρει μέσω θαλάσσης από την Πελοπόννησο, το μεγαλύτερο μέρος των Συμμαχικών Δυνάμεων στην Κρήτη. Λόγω έκτακτης αποχώρησης των μεταγωγικών όμως, 10.000 άνδρες εγκλωβίστηκαν στην κατεχόμενη Ελλάδα με αποτέλεσμα πολλοί να συλληφθούν από τους Γερμανούς.
Ο Νεοζηλανδός Freyberg Διοικητής των των Συμμαχικών δυνάμεων στην Κρήτη
Οι συμμαχικές δυνάμεις στο νησί δρούσαν υπό τις διαταγές του Νεοζηλανδού Στρατηγού (General Officer) Bernard Freyberg με μακρά πολεμική εμπειρία καθώς είχε ήδη είχε διακριθεί στην εκστρατεία της Καλλίπολης το 1915 όταν ήταν 29 ετών. Η Βρετανία είχε επίσης 16 βαρέα και 36 ελαφριά αντιαεροπορικά πυροβόλα, 12 ελαφρά ταχέα βομβαρδιστικά τύπου Bristol Blenheim, 6 μονοθέσια μαχητικά αεροσκάφη Hawker Hurricane, 6 μεταγωγικά Fair Fulmar, 12 καταδιωκτικά Gloster Gladiator (Globster SS.37) και 22 άρματα μάχης. Το βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό διατηρούσε τον έλεγχο της θάλασσας γύρω από την Κρήτη. Οι ελληνικές δυνάμεις ,καθώς η Μεραρχία Κρήτης είχε εγκλωβιστεί στην ηπειρωτική Ελλάδα ήταν περιορισμένες: 11.000 άνδρες συνολικά. Συγκεκριμένα υπήρχαν οκτώ Τάγματα Πεζικού με 9.000 άνδρες, άνδρες της Σχολής Ευελπίδων, άνδρες της Σχολής Οπλιτών Χωροφυλακής και της Πολιτοφυλακκής της Κρήτης. Ο Νεοζηλανδός Hole το 1942 ανέφερε όμως ότι υπήρχαν 15.000 Έλληνες: 11.000 άνδρες του Στρατού, 2.800 ένοπλοι χωροφύλακες, 300 νεαροί Ευέλπιδες και 800 της Αεροπορικής Ακαδημίας Ελλάδος.
Αν και οι συμμαχικές δυνάμεις γνώριζαν μέσω των υποκλοπών Ultra (επιχείρηση Ultra ήταν η υπέρ-απόρρητη επιχείρηση που οργάνωσαν οι Βρετανοί κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο για την αποκωδικοποίηση των κρυπτογραφημένων μηνυμάτων των δυνάμεων του Άξονα) και της αποκωδικοποίησης της μηχανής Enigma την οποία οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν για την επικοινωνία τους, τις επιδιώξεις των αντιπάλων δυνάμεων δεν εκπονήθηκαν σχέδια άμυνας του νησιού ούτε έγιναν οι απαραίτητες προετοιμασίες για την αντιμετώπιση της γερμανικής εισβολής. Δύο ολόκληρες εβδομάδες πριν την έναρξη της γερμανικής επίθεσης στην Κρήτη, ολόκληρο το σχέδιο των Ναζί ήταν γνωστό. Ο γιος του Freyberg, Λόρδος Freyberg υποστήριζε πως λίγο πριν πεθάνει ο πατέρας του, του εκμυστηρεύθηκε ότι δεν πραγματοποιήθηκε καμία αλλαγή στα αμυντικά σχέδια της Κρήτης εξαιτίας της εφαρμογής αυστηρών κανόνων αποκρυπτογράφησης, να μην αποκαλυφθούν πληροφορίες από το σύστημα Ultra, μετά από προσωπική διαταγή του Τσόρτσιλ. Ο ίδιος ο Βρετανός πρωθυπουργός έριχνε τις ευθύνες στους στρατιωτικούς.
Ο Freyberg, επικεφαλής των Συμμάχων στην Κρήτη
Γράφει σχετικά στα απομνημονεύματά του: «Το νησί (σημ. η Κρήτη) ήταν στη διάθεσή μας από έξι σχεδόν μήνες… όλα έπρεπε να είναι έτοιμα για να αποσταλούν ενισχύσεις αν βρίσκονταν διαθέσιμες και αν το επέβαλλε η ανάγκη. Παρ’ όλα αυτά, δεν υπήρχε κανένα πλάνο και ούτε παρόρμηση για εργασία. Το Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής θα έπρεπε να είχε μελετήσει προσεκτικότερα τις συνθήκες κάτω από τις οποίες θα έπρεπε να υπερασπιστεί η Κρήτη σε περίπτωση επίθεσης από τον αέρα και τη θάλασσα. Δεν προβλέφθηκε ούτε η ύπαρξη ενός λιμανιού ούτε αεροδρόμων στη νότια πλευρά του νησιού, τα Σφακιά ή το Τυμπάκι».
Σύντομο χρονικό των επιχειρήσεων
Η ελληνική κυβέρνηση μέσω του Τσουδερού είχε εκφράσει τις ανησυχίες της από τις πρώτες μέρες άφιξής της στην Κρήτη για την άμυνα του νησιού. Επικοινώνησε με τον Έλληνα πρεσβευτή στο Λονδίνο ζητώντας του να μεριμνήσει σχετικά. Ο Freyberg ενημερώθηκε ότι στις 13 Μαΐου δικινητήρια αεροσκάφη θα επιτεθούν από την επομένη στην Κρήτη. Πράγματι στις 14 Μαΐου 1944 γερμανικά αεροπλάνα άρχισαν να βομβαρδίζουν διάφορα σημεία του νησιού όπως τον Κόλπο της Σούδας. Από τότε χρησιμοποιήθηκε η κωδική ονομασία «Scorcher» (πυρκαγιά) για την υπεράσπιση της Κρήτης και «Colorado» για το νησί. Κύριος στόχος των Γερμανών ήταν η κατάληψη των αεροδρομίων του Μάλεμε, του Ρεθύμνου, της Σούδας και του Ηρακλείου ώστε να μπορέσουν στη συνέχεια να μεταφέρουν εκεί μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις. Βασικός σκοπός τους ήταν να χρησιμοποιήσουν το νησί ως αεροπορική βάση εναντίον της Μεγάλης Βρετανίας στην Ανατολική Μεσόγειο και κυρίως να προστατεύσουν τη θαλάσσια επικοινωνία στο Αιγαίο από τις επιθέσεις των Βρετανών στην Αλεξάνδρεια. Βέβαια έπρεπε ο γερμανικός στρατός να προφυλαχθεί από την επικείμενη επίθεση εναντίον της ΕΣΣΔ αλλά και να προστατευθούν οι πετρελαιοπηγές στο Πλοέστι της Ρουμανίας από τα βρετανικά βομβαρδιστικά που είχαν τις βάσεις τους στη Μεσόγειο.
Οι Γερμανοί γνώριζαν από τις 30 Απριλίου ότι η Σούδα δεν επρόκειτο να ναρκοθετηθεί τις επόμενες εβδομάδες, ούτε τα αεροδρόμια της Κρήτης να καταστραφούν, με βάση έγγραφο του Υπουργείου Αμύνης της Βρετανίας και την υποκλοπή πληροφοριών από τη ραδιοεπικοινωνία των Γερμανών. Τα ξημερώματα της 20ης Μαΐου ξεκίνησε ουσιαστικά η γερμανική επιχείρηση με τη ρίψη Γερμανών αλεξιπτωτιστών στη δυτική Κρήτη. Σμήνη γερμανικών αεροσκαφών επιτέθηκαν στο λιμάνι της Σούδας και στο αεροδρόμιο του Μάλεμε Χανίων. Την ίδια μέρα οι Γερμανοί επιτέθηκαν στο Ρέθυμνο και στο Ηράκλειο, το οποίο και κατέλαβαν υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Bruno Brener με το 1ο Σύνταγμα, ωστόσο είχαν αρκετές απώλειες, καθώς συνάντησαν αντίσταση, ακόμα και από τον τοπικό πληθυσμό, όπως αναφέραμε στην αρχή του άρθρου. Χαρακτηριστικά είναι όσα αναφέρει ο στρατηγός Julius Ringel ,Διοικητής της 5ης Ορεινής Μεραρχίας.
Στη θάλασσα, οι Ναζί είχαν προβλήματα, καθώς μια νηοπομπή τους βυθίστηκε από το Βρετανικό Ναυτικό. Αυτή η εξέλιξη έκανε τους Βρετανούς να είναι αισιόδοξοι για την έκβαση της μάχης. Όμως ο Frayberg είχε δηλώσει ότι χωρίς την συνδρομή του ναυτικού και της αεροπορίας δεν είχε ελπίδες για να αποκρούσει τη γερμανική εισβολή. Οι Γερμανοί, από τη δεύτερη κιόλας μέρα της επίθεσης (21 Μαΐου) επικέντρωσαν την προσοχή τους στο αεροδρόμιο του Μάλεμε. Ένα μοιραίο λάθος του Διοικητή των Νεοζηλανδών που το υπεράσπιζαν, Αντισυνταγματάρχη Άντριου, έκρινε σε μεγάλο βαθμό την έκβαση της μάχης της Κρήτης. Έδωσε διαταγή στους άνδρες του να εγκαταλείψουν το ύψωμα 107, από το οποίο φρουρούσαν και επόπτευαν οι Σύμμαχοι το αεροδρόμιο και έδωσε την ευκαιρία στους Ναζί να δημιουργήσουν μια κομβικής σημασίας βάση για ανεφοδιασμό στρατευμάτων και υλικών. Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 500 αεροπλάνα των Γερμανών προσγειώθηκαν στο Μάλεμε!
Την επόμενη μέρα σημειώθηκαν εκ νέου βομβαρδισμοί και ρίψη αλεξιπτωτιστών και στις 23 Μαΐου ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ και η ελληνική κυβέρνηση μεταφέρθηκαν στην Αίγυπτο για να είναι ασφαλείς. Κατά τις επόμενες ημέρες της μάχης οι βομβαρδισμοί πόλεων και κωμοπόλεων της Κρήτης συνεχίστηκαν, ενώ το Βρετανικό Πολεμικό Ναυτικό, υπό τον Ναύαρχο Κάνιγχαμ υπέστη σοβαρές καταστροφές στα ανοιχτά της Κρήτης από το 8ο Αεροπορικό Σώμα υπό τον Richthofen. Στις 27 Μαΐου αποφασίστηκε η εκκένωση της Κρήτης από τις συμμαχικές δυνάμεις και για τη διάσωσή τους στάλθηκαν πλοία του Βρετανικού Στόλου, ενώ τα Χανιά και το λιμάνι της Σούδας είχαν καταληφθεί από γερμανικές δυνάμεις μετά το σπάσιμο της γραμμής άμυνας των Βρετανών. Στις 28 Μαΐου 1941, οι γερμανικές δυνάμεις είχαν απωθήσει τις συμμαχικές προς το νότιο τμήμα της Κρήτης. Από εκεί οι δυνάμεις της βρετανικής Κοινοπολιτείας μεταφέρθηκαν άμεσα στην Αίγυπτο. Παράλληλα, τα ιταλικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν από τα Δωδεκάνησα, που κατείχαν τότε, στη Σητεία του νομού Λασιθίου και ενώθηκαν με τις γερμανικές δυνάμεις στην περιοχή της Ιεράπετρας.
Επρόκειτο για μια δύναμη 2.700 ανδρών, από το 9ο Σύνταγμα Πεζικού Regina υπό τον Συνταγματάρχη Ettore Caffaro και Διοικητή Στόλου τον Aldo Cocchia. Οι Γερμανοί δεν είχαν επιδείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την περιοχή του Λασιθίου, καθώς δεν υπήρχε εκεί αεροδρόμιο. Μετά την αποχώρηση των συμμαχικών δυνάμεων, τη διοίκηση της περιοχής του Λασιθίου ανέλαβε ο Αντιστράτηγος Angelo Carta, του οποίου η 51η Μεραρχία Πεζικού Siena είχε ηττηθεί κατά κράτος από την 5η Μεραρχία Κρητών στο αλβανικό μέτωπο! Η Ιταλία όχι μόνο κατέλαβε εκ του ασφαλούς την περιοχή του Λασιθίου, αλλά μέσω του Στρατάρχη Cavallero ζήτησε να αποκτήσει τουλάχιστον ένα αεροδρόμιο για βομβαρδιστικά αεροπλάνα στην Κρήτη!
Ο Γερμανός Στρατάρχης Wilhelm Keitel απάντησε ότι σχετικά με τη διάθεση του αεροδρομίου στην Κρήτη, υπεύθυνος ήταν ο Γκέρινγκ, σημειώνοντας ότι στην Ιεράπετρα υπάρχει ίσως αεροδρόμιο υπό κατασκευή. Οι γνωστοί φαφλατάδες και φανφαρόνοι Ιταλοί της εποχής παρουσίαζαν στις εφημερίδες τους την επιχείρηση των δυνάμεών τους στην Κρήτη ως υψίστης σημασίας για τη νίκη και ως μια μάχη της Γερμανίας με τη συμμετοχή της Ιταλίας. Στις 29 Μαΐου το Ρέθυμνο καταλήφθηκε από τους Γερμανούς ενώ την 1η Ιουνίου ουσιαστικά τα πάντα είχαν τελειώσει. Οι Γερμανοί και οι Ιταλοί έλεγχαν εξ ολοκλήρου την Κρήτη, η οποία είχε εγκαταλειφθεί από τα συμμαχικά στρατεύματα.
Τα γερμανικά αντίποινα σε βάρος αθώων πολιτών
Μετά την κατάληψη της Μεγαλονήσου, το ανατολικό της τμήμα πέρασε στον έλεγχο των Ιταλών και το δυτικό στον έλεγχο των Γερμανών. Παράλληλα, οι Γερμανοί που είχαν υποστεί βαριές απώλειες ακόμη και από απλούς χωρικούς προέβησαν σε μια σειρά αντιποίνων σε βάρος αθώων και ανυποψίαστων πολιτών. Στο χωριό Κακόπετρος του νομού Χανίων, μετά την κατάληψή του, εκτελέστηκαν από τους Ναζί έξι γυναίκες και ένα βρέφος! Στο χωριό Αλικιανός (ή Αλικιανού) Χανίων στις 24 Μαΐου εκτελέστηκαν χωρίς κανένα λόγο έξι άνδρες, ενώ στις 2 Ιουνίου εκτελέστηκαν 42 άνδρες στον περίβολο της εκκλησίας του χωριού, ορισμένοι μάλιστα θάφτηκαν ζωντανοί, με το αιτιολογικό ότι βρέθηκαν κοντά στο χωριό πτώματα αλεξιπτωτιστών…
Αυστραλοί στρατιώτες σε ώρα ξεκούρασης
Στις 2 Ιουνίου, ο Πτέραρχος Στούντεντ έδωσε εντολή να εκτελεστούν όλοι οι άρρενες του χωριού Κοντομαρί Χανίων, 3 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά από το αεροδρόμιο του Μάλεμε, ως αντίποινα για τη συμμετοχή του τοπικού πληθυσμού στη μάχη της Κρήτης και για τους θανάτους των ανδρών μιας μοίρας αλεξιπτωτιστών, τα πτώματα των οποίων βρέθηκαν κοντά στο χωριό.
Η «Σφαγή στο Κοντομαρί» καταγράφηκε από τον φωτογραφικό φακό του Γερμανού πολεμικού ανταποκριτή Franz Peter Weixler, ο οποίος ακολουθούσε την Βέρμαχτ. Οι όμηροι οδηγήθηκαν από τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές σε γειτονικούς ελαιώνες, υπό τις οδηγίες του υπολοχαγού Horst Trebes, όπου και εκτελέστηκαν. Στις 3 Ιουνίου 1941, το 3ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών κατέφθασε στην Κάνδανο (ή Κάντανο) Χανίων για να προβεί σε αντίποινα για τον θάνατο 25 Γερμανών στρατιωτών, κατά τις 23-25 Μαΐου στην προσπάθεια κατάληψης του χωριού. Και πάλι υπό τις διαταγές του διοικητή των αλεξιπτωτιστών Στούντεντ η Κάνδανος καταστράφηκε ολοκληρωτικά με εκρηκτικές ύλες, ενώ και έξι άνδρες εκτελέστηκαν.
Αυστραλοί στρατιώτες στην Κρήτη το 1941
Η Κάνδανος ισοπεδώθηκε. Απαγορεύτηκε η επίσκεψη σε κάθε Έλληνα σε αυτή, με ποινή θανάτου με άμεσο τουφεκισμό, καθώς και η ανοικοδόμησή της. Οι Ναζί έστησαν επιγραφές στα ελληνικά και στα γερμανικά για να «δικαιολογήσουν» το φρικιαστικό έγκλημά τους: «Εδώ υπήρχε η Κάνδανος. Κατεστράφη προς εξιλασμόν της δολοφονίας 25 Γερμανών στρατιωτών. Ως αντίποινον των από οπλισμένων πολιτών, ανδρών και γυναικών εκ των όπισθεν δολοφονηθέντων Γερμανών στρατιωτών κατεστράφη η Κάνδανος. Διά την κτηνώδην δολοφονίαν Γερμανών αλεξιπτωτιστών, αλπινιστών και του μηχανικού, από άνδρας, γυναίκας, παιδιά και παπάδες μαζί και διότι τόλμησαν να αντισταθούν κατά του Μεγάλου Ράιχ, κατεστράφη την 3η -6- 1941 η Κάνδανος εκ θεμελίων, δια να μην επανοικοδομηθεί ποτέ πλέον».
Γερμανοί αλπινιστές στην Κρήτη
Ανάλογα γεγονότα διαδραματίστηκαν στις 2 Ιουνίου και στο χωριό Κυρτόδαμος Χανίων, όπου εκτελέστηκε το 1/3 των νέων ανδρών (επτά ή οκτώ). Οι υπόλοιποι δεκαέξι κρατήθηκαν αρχικά ως όμηροι, αργότερα όμως, την ίδια μέρα, εκτελέστηκαν, γιατί, όπως τους ανακοίνωσαν οι γερμανικές Αρχές, βρέθηκαν κοντά στο χωριό ακρωτηριασμένα πτώματα αλεξιπτωτιστών.
Τα αντίποινα συνεχίστηκαν και τους επόμενους μήνες και υπολογίζεται ότι μόνο κατά το πρώτο αυτό χρονικό διάστημα εκτελέστηκαν 2.000 Κρητικοί. Ο Στούντεντ (Kurt Student), υπεύθυνος για τις σφαγές στο Κοντομαρί και στην Κάνδανο συνελήφθη από τους Βρετανούς το 1945 και παραπέμφθηκε σε δίκη, αντιμετωπίζοντας οκτώ κατηγορίες για τα εγκλήματά του στην Κρήτη. Όλες όμως αφορούσαν εγκληματικές ενέργειες σε βάρος Βρετανών! Δικάστηκε στο Λίνεμπουργκ το 1947, αθωώθηκε για πέντε κατηγορίες και καταδικάστηκε για άλλες τρεις. Τιμωρήθηκε με φυλάκιση πέντε ετών (!). Έναν χρόνο αργότερα, το 1948, αποφυλακίστηκε! Δεν λογοδότησε ποτέ για το Κοντομαρί και την Κάνδανο. Αντιδρούμε πολλές φορές δικαιολογημένα για αποφάσεις της Ελληνικής Δικαιοσύνης. Η συμπεριφορά όμως διεθνών ποινικών δικαστηρίων απέναντι σε κτηνώδεις εγκληματίες πολέμου, ωχριά μπροστά σε αποφάσεις ελληνικών δικαστηρίων. Ο Στούντεντ, γεννημένος το 1890, πέθανε το 1978 στη Γερμανία.
Οι μεγάλες απώλειες των αντιπάλων
Οι απώλειες των Συμμάχων και των Ναζί στη μάχη της Κρήτης ήταν τεράστιες. 1.828 άνδρες του Βρετανικού Ναυτικού και 1.742 του Στρατού Ξηράς σκοτώθηκαν, ενώ οι τραυματίες ήταν 1.737. Κατά την εκκένωση του νησιού σκοτώθηκαν, τραυματίστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν 800 άνδρες. Επίσης 5.255 Έλληνες στρατιώτες αιχμαλωτίστηκαν. Την ίδια τύχη είχαν και 11.835 άνδρες της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Υπολογίζεται ότι περισσότεροι από 1.000 άνδρες της Κοινοπολιτείας παρέμειναν στην Κρήτη και κρύβονταν στα βουνά, στο νότιο τμήμα του νησιού. Οι Νεοζηλανδοί είχαν 671 νεκρούς, 967 τραυματίες και 2.180 αιχμαλώτους. Ο συνολικός αριθμός των θυμάτων από τον άμαχο πληθυσμό παραμένει άγνωστος. Οι Βρετανοί έχασαν επίσης έξι αντιτορπιλικά και τρία καταδρομικά, ενώ σοβαρές απώλειες υπέστησαν πέντε καταδρομικά, οκτώ αντιτορπιλικά, ένα αεροπλανοφόρο και δύο θωρηκτά. H RAF έχασε 46 μαχητικά αεροσκάφη διαφόρων τύπων.
Οι απώλειες των Γερμανών δεν μπορούν να υπολογιστούν ακριβώς, καθώς τα στοιχεία διαφέρουν ανάλογα με την πηγή. Υπολογίζεται πάντως ότι είχαν γύρω στους 4.000 νεκρούς και αγνοούμενους και 2.500 τραυματίες. Η Luftwaffe έπαθε πανωλεθρία, καθώς έχασε 220 αεροσκάφη, ενώ 144 έπαθαν σοβαρές ζημιές. Δύο ιταλικά αντιτορπιλικά αποσύρθηκαν λόγω ζημιών, αλλά 12.000 Ιταλοί αιχμάλωτοι που βρίσκονταν στην Κρήτη ελευθερώθηκαν.
Ο ελληνικός και ξένος Τύπος για τη μάχη της Κρήτης
Στο εξαιρετικό βιβλίο της, η Μαρίνα Μπάντιου έχει εκατοντάδες αναφορές εντύπων, ελληνικών και ξένων για τη μάχη της Κρήτης. Είναι αδύνατο φυσικά να τις παραθέσουμε εδώ.
Περιληπτικά, αναφέρουμε ότι ο γερμανικός Τύπος παρουσίασε τη νίκη των Ναζί στην Κρήτη ως απελευθέρωση από τη βρετανική κατοχή του ψεύτη και πολεμοκάπηλου Τσόρτσιλ, ο οποίος αντιμετώπισε σφοδρές κατηγορίες και στη Βρετανία. «Ο γερμανόφωνος τύπος, αναμφίβολα στηρίζεται στην απαξίωση του αντιπάλου με μια χαρακτηριστική ακλόνητη εμμονή στην απόλυτη ορθότητα των θέσεών τους, ενώ προσδίδει ένα ηρωικό χαρακτήρα στον αγώνα των Γερμανών στρατιωτών», γράφει η Μαρίνα Μπάντιου. Οι Ιταλοί, επαινούνται από τον Τύπο των χωρών του Άξονα, κυρίως για λόγους γοήτρου, καθώς ο Μουσολίνι ζητούσε μια, έστω και εύκολη νίκη, για να καρπωθεί το μερίδιο από τα κέρδη σε περίπτωση νίκης του Άξονα, αλλά και να τονώσει το φασιστικό καθεστώς του. Ο ιταλικός Τύπος παρουσιάζει την Ελλάδα ως χώρα που δέχεται και ανέχεται βρετανικές πιέσεις. Εστιάζει στη δράση των ιταλικών δυνάμεων στην Κρήτη και τονίζει την άψογη συνεργασία Ιταλών και Ναζί.
Ο ελληνικός Τύπος τείνει να παρουσιάζει την μάχη της Κρήτης ως σύγκρουση Μ. Βρετανίας- Γερμανίας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν όσα γράφονται για τον βασιλιά Γεώργιο Β΄, ο οποίος παρουσιάζεται ως «θύμα» των Βρετανών που επηρεάστηκε παρασκηνιακά.
Ο γαλλικός Τύπος, υπό τη λογοκρισία του ναζιστικού καθεστώτος παρουσίαζε ως επί το πλείστον τις απόψεις ειδησεογραφικών πρακτορείων και εντύπων του Άξονα. Ξεχωριστή είναι η περίπτωση της «Petit Journal», με διευθυντή τον Φρανσουά ντε λα Ροκ, ο οποίος δημοσίευσε στην εφημερίδα αναφορές για τις γερμανικές απώλειες στην Κρήτη και ανταποκρίσεις βρετανικών Μ.Μ.Ε.
Τα Βρετανικά έντυπα αρχικά παρουσιάζουν μια αισιόδοξη εικόνα, αναφερόμενα στην άμυνα της Κρήτης και στην αντίσταση του κρητικού πληθυσμού και με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς για τους Γερμανούς. Όταν φάνηκε όμως ότι η μάχη χάθηκε, παρουσίασαν την ήττα ως βαρύ πλήγμα. Έντονη απογοήτευση για τη νέα ήττα και σημαντικά ερωτήματα για την τακτική, την αποφασιστικότητα και τη μαχητικότητα που επέδειξε ο συμμαχικός στρατός ακολούθησαν την κατάληψη της Κρήτης.
Ο αυστραλιανός και ο νεοζηλανδικός Τύπος κατέγραψαν με λεπτομέρειες τα γεγονότα της Κρήτης, χωρίς ακραίες εκφράσεις. Άσκησαν δριμεία κριτική στους Βρετανούς και τον Τσόρτσιλ. Ο Frayberg ανέμενε ότι θα αντιμετωπιστεί ως υπεύθυνος για την ήττα, αντιμετωπίστηκε όμως με λατρεία από τον νεοζηλανδικό Τύπο και προβλήθηκε ως χαρισματικός ηγέτης.
Τέλος, στις Η.Π.Α., που μπήκαν αργότερα στον πόλεμο, οι δημοσιογράφοι τηρούσαν μια φαινομενικά ουδέτερη στάση, που όμως ήταν φιλικά διακείμενη προς τους Συμμάχους. Ενώ παρουσίαζαν ως έγκυρες τις συμμαχικές αναφορές, τα ανακοινωθέντα του Άξονα τα παρουσίαζαν ως «ισχυρισμούς» της ναζιστικής Γερμανίας.
Επίλογος
Για τη μάχη της Κρήτης έχουν γραφτεί εκατοντάδες βιβλία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αφηγήσεις αυτοπτών μαρτύρων. «Ο Κρητικός Μαντατοφόρος» του Γιώργου Ψυχουντάκη, «Οι Σταυραετοί του Ψηλορείτη» του Γιώργου Φαραγκουλιτάκη και τα βιβλία του Αντώνη Κ. Σανουδάκη- Σανούδου περιέχουν πλήθος μαρτυριών, αντιστασιακών κυρίως, Κρητικών που αξίζει να διαβάσει κανείς.
Σχετική βιβλιογραφία: Antony Beevor , «ΚΡΗΤΗ Η ΜΑΧΗ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΚΟΒΟΣΤΗ
ΗΛΙΑΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ, «ΚΡΗΤΗ 1941», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΩΛΚΟΣ
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΚΟΥΚΟΥΝΑΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ», ΤΟΜΟΣ Β’, ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ
ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΔΕΤΟΡΑΚΗΣ. «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΥΣΤΙΣ,1990
Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ Σ.ΠΑΠΑΦΛΩΡΑΤΟΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ 1833-1949», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ 2014
«ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ»,ΤΟΜΟΣ ΙΕ’, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
Πηγή: ΜΑΡΙΝΑ ΜΠΑΝΤΙΟΥ, «Η Μάχη της Κρήτης στον ελλαδικό και διεθνή Τύπο της εποχής του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου: Λογοκρισία και Προπαγάνδα», Εκδόσεις Ραδάμανθυς, Χανιά 2024.
Ευχαριστούμε θερμά τον κύριο Χρήστο Τσάντη, ιδιοκτήτη των εκδόσεων «Ραδάμανθυς» για την πολύτιμη βοήθειά του.
Αφιερώνουμε αυτό το άρθρο σε δύο σπουδαίους Έλληνες επιστήμονες με καταγωγή από την Κρήτη: Τον κορυφαίο γλωσσολόγο, Ομότιμο Καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ και Ακαδημαϊκό κύριο Χριστόφορο Χαραλαμπάκη και τον κορυφαίο γναθοπροσωπικό χειρουργό, Ομότιμο Καθηγητή της Οδοντιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, κύριο Νικόλαο Παπαδογεωργάκη.
protothema.gr