Παγκόσμια Ημέρα Μουσείων: Όταν ο λαός του Ηρακλείου ξεσηκώθηκε σύσσωμος
Αντιτάχθηκε στην εξαγωγή αρχαιοτήτων από το αρχαιολογικό μουσείο – New York Times: 35.000 κόσμος στο δρόμο
Στη δημόσια ιστορία της Μεταπολίτευσης, ως πρώτη και μοναδική υποχώρηση των κυβερνήσεων του Κωνσταντίνου Καραμανλή απέναντι στο μαζικό κίνημα θεωρείται συνήθως η αναστολή της εφαρμογής του Ν. 815 για τα ΑΕΙ (3/1/1980), μετά τη χιονοστιβάδα των φοιτητικών καταλήψεων του 1979.
Στην πραγματικότητα, η σημαδιακή εκείνη νίκη δεν υπήρξε η πρώτη, αλλά η δεύτερη προσωπική ήττα του εθνάρχη κάτω από την απειλητική πίεση του πεζοδρομίου.
«Είμαι αηδιασμένος. Κάθε φορά που βρίσκομαι έξω, δημιουργείτε ιστορίες που εκθέτουν διεθνώς την χώρα»
Κωνσταντίνος Καραμανλής, 1/3/1979
Δέκα μήνες νωρίτερα είχε προηγηθεί η οργισμένη συνθηκολόγησή του μπροστά στην εξέγερση του λαού του Ηρακλείου κατά της εξαγωγής των αρχαιοτήτων του εκεί μουσείου στο Παρίσι και τη Ν. Υόρκη, στο πλαίσιο ενός αμφιλεγόμενου προγράμματος «πολιτιστικών ανταλλαγών». Υποχώρηση που έγινε αντιληπτή ως η πρώτη απόδειξη δομικής αδυναμίας του «κράτους της Δεξιάς», μετά την ανάσχεση του μεταπολιτευτικού ριζοσπαστισμού που δρομολογήθηκε την άνοιξη του 1976 (βλ. «Εφ.Συν.», 11/3/2016).
Τα γεγονότα του Ηρακλείου αποτέλεσαν έτσι το προοίμιο μιας αλυσίδας από ξεσηκωμούς τοπικού χαρακτήρα σε διάφορα σημεία της επικράτειας, η βίαιη καταστολή των οποίων από τα ΜΑΤ σηματοδότησε την κατάρρευση της ηγεμονίας της Δεξιάς στην επαρχία καθ’ οδόν προς τις εκλογές του 1981.
Παρά τη σημασία τους, παραμένουν ωστόσο στο περιθώριο της εικόνας που η συλλογική μνήμη έχει κρατήσει από τη Μεταπολίτευση.
Τα αίτια αυτής της αμνησίας δεν είναι δύσκολο να διαγνωστούν. Σε μια εποχή που η εμπορευματοποιημένη διακίνηση κάθε λογής εκθεμάτων συνιστά οικουμενικό πλέον μοντέλο λειτουργίας όχι μόνο των ιδιωτικών αλλά και των δημόσιων μουσείων, η αντίθεση σ’ αυτή την πρακτική φαντάζει περίεργος αναχρονισμός.
Τα πράγματα δεν ήταν όμως πάντοτε έτσι. Τα ρεπορτάζ της εποχής, όχι μόνο του ελληνικού αλλά και του ξένου Τύπου, πιστοποιούν πως η απόρριψη της εξαγωγής των αρχαίων βασιζόταν σε μια σειρά από ορθολογικά και πλήρως τεκμηριωμένα επιχειρήματα: από τη λεόντεια φύση της σχετικής συμφωνίας και τη δυσανάλογη οικονομική επιβάρυνση του ελληνικού Δημοσίου για μια προπαγανδιστική άσκηση δημοσίων σχέσεων αμφίβολης αποτελεσματικότητας (αλλά με προφανή οικονομικά οφέλη για τα ξένα μουσεία), μέχρι τους κινδύνους που εμπεριείχε η πολύμηνη μετακίνηση εύθραυστων και αναντικατάστατων θησαυρών από χώρα σε χώρα.
Η κυβερνητική διαχείριση του ζητήματος ως ύψιστου εθνικού απορρήτου, η ενδοϋπηρεσιακή δίωξη των αντιφρονούντων συνδικαλιστών του ΥΠΠΟ (με το σκεπτικό πως οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν επιτρέπεται να εκφράζουν εκτός υπηρεσίας τη γνώμη τους!) και οι αποκαλύψεις για την απροκάλυπτα αποικιοκρατική νοοτροπία των διευθυντών του υπερατλαντικού Μετροπόλιταν προσέδωσαν τελικά στην όλη διαφωνία τον χαρακτήρα μετωπικής σύγκρουσης με μια αυταρχική κρατική εξουσία.
Για τους εξεγερμένους κατοίκους του Ηρακλείου το 1979, η επιχειρηματολογία των ειδικών είχε πάντως δευτερεύουσα μόνο σημασία. Μαθητής τότε της Γ’ Γυμνασίου με άμεση συμμετοχή στα γεγονότα, ο γράφων θυμάται πολύ καλά πως οι χιλιάδες άνθρωποι που βρέθηκαν εκείνες τις μέρες στα οδοφράγματα περιορισμένη μόνο εικόνα είχαν αυτής της κεντρικής δημόσιας συζήτησης.
Η βάση του κινήματος (όπως και κάθε μαζικής κινητοποίησης με συμβολικό πρωτίστως διακύβευμα) οδηγούνταν από το διάχυτο αίσθημα απαξίωσης της κυβέρνησης Καραμανλή, σ’ ένα νομό που στις επόμενες εκλογές έδωσε 66% στο ΠΑΣΟΚ, 9% στα κόμματα της κομμουνιστικής Αριστεράς και μόλις 19% στη Ν.Δ.
Για τη νεότερη γενιά των διαδηλωτών πάλι, που μεγάλωνε στη σκιά της νικηφόρας εξέγερσης του Πολυτεχνείου, η κοινωνική νομιμοποίηση της αντίστασης στον κρατικό αυταρχισμό επισφραγιζόταν στη συγκεκριμένη περίπτωση με μια στοχοθεσία καθαγιασμένη από τα πατριωτικά νάματα της σχολικής διαπαιδαγώγησης, δίχως τα προαπαιτούμενα κάποιας βαθύτερης ριζοσπαστικοποίησης. Η ίδια η κυβέρνηση Καραμανλή δεν είχε άλλωστε κηρύξει το 1979 «έτος παράδοσης»;
Η υπόθεση του «δανεισμού» ελληνικών αρχαιοτήτων ξεκίνησε με σχετικό αίτημα του Μουσείου Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης προς τον υπουργό Πολιτισμού Κωνσταντίνο Τσάτσο, τον Σεπτέμβριο του 1974. Η αντίδραση των αρμόδιων αρχαιολόγων υπήρξε αρνητική − και σύμφωνη με την ισχύουσα τότε νομοθεσία (Ν. 5351/1932), που απαγόρευε ρητά κάθε εξαγωγή αρχαιοτήτων.
«Οπωσδήποτε τα αιτούμενα ούτε τώρα ούτε ποτέ δύνανται να εξαχθώσιν», διαβάζουμε λ.χ. σε ιδιόχειρο σημείωμα (5/10/1974) του γενικού διευθυντή αρχαιοτήτων, Ν. Κοντολέοντα, προς τον Τσάτσο («Ριζοσπάστης», 24/7/1977). Οι πιέσεις συνεχίστηκαν, όπως και η αντίσταση των αρμόδιων υπηρεσιακών παραγόντων.
Στις 8/12/1976 η ολομέλεια του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου απέρριψε έτσι κατά πλειοψηφία κάθε εξαγωγή αρχαιοτήτων, «χρονολογουμένων από της προϊστορικής έως και της ελληνιστικής εποχής», στις ΗΠΑ («Καθημερινή», 20/2/1979).
Την άνοιξη του 1977, το αίτημα του Μετροπόλιταν πήρε τη μορφή συγκεκριμένης λίστας, με την υπογραφή του τμηματάρχη Ντίτριχ Φον Μπότμερ, η αποδοχή της οποίας θα αποψίλωνε τα ελληνικά μουσεία από την αφρόκρεμα των εκθεμάτων τους: μεταξύ των ζητούμενων περιλαμβάνονταν η ζωφόρος του Παρθενώνα, η μάσκα του Αγαμέμνονα, τα κυκλαδικά εδώλια του αθλητή και του αρπιστή, το αγγείο των θεριστών, το προϊστορικό χρυσό κύπελλο της Εύβοιας, ο δίσκος της Φαιστού, η θεά με τα φίδια, η κεφαλή της Ηρας κ.ο.κ.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, ο κατάλογος συντάχθηκε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, ο διευθυντής του οποίου, Νικόλαος Γιαλούρης, ήταν ένθερμος υποστηρικτής των ανταλλαγών και λίγο αργότερα πήρε προαγωγή σε γενικό επιθεωρητή αρχαιοτήτων. Με μεταγενέστερο άρθρο του στην «Καθημερινή» (1/2/1979), ο τελευταίος θα χαρακτηρίσει πάντως τον επίμαχο κατάλογο «ενδεικτικό μόνο», υποστηρίζοντας πως «ο τότε υπουργός κ. Τρυπάνης [τον] είχε απορρίψει στο σύνολό του ασυζητητί».
«Για εθνικούς λόγους»
Τις υπόγειες αυτές ζυμώσεις ακολούθησε η ψήφιση στις 12/7/1977 του Ν. 654, με τον οποίο επιτράπηκε η προσωρινή μεταφορά αρχαιοτήτων στο εξωτερικό «κατά παρέκκλισιν» της υφιστάμενης νομοθεσίας, «δι’ ωρισμένον χρονικόν διάστημα, όπως εκτεθούν εις μουσεία της αλλοδαπής», με απόφαση του υπουργικού συμβουλίου και απλή -όχι σύμφωνη- γνωμοδότηση του ΚΑΣ. Ο νόμος ψηφίστηκε παρά την ομόφωνη αντίθεση της αντιπολίτευσης και τη δημόσια διαφωνία ακόμη και κυβερνητικών βουλευτών.
Για το εύρος των αντιδράσεων, αποκαλυπτικές ήταν οι αγορεύσεις πολιτικών που μόνο για ξενοφοβία δεν μπορούσαν να κατηγορηθούν.
Η Βιργινία Τσουδερού της ΕΔΗΚ υποστήριξε λ.χ. «ότι με το νομοσχέδιο ανοίγεται ο δρόμος για να χαθούν οι μεγάλοι αρχαιολογικοί θησαυροί της χώρας μας»· ο Λεωνίδας Κύρκος, πάλι, «κατήγγειλε ότι το Μετροπόλιταν, που έχει ζητήσει να εκθέσει τα αρχαία μας, λειτουργεί σαν ένα είδος κλεπταποδόχου», υπενθυμίζοντας ότι «το αγαλματίδιο που είχε κλαπεί από το Μουσείο Ιωαννίνων βρίσκεται στο Μετροπόλιταν, οι αρμόδιοι του οποίου, όταν πιέσθηκαν να το επιστρέψουν, ζήτησαν 200.000 δολλάρια».
Υπερασπιζόμενος το νομοσχέδιο, ο υπουργός Πολιτισμού Κωνσταντίνος Τρυπάνης διαβεβαίωσε απ’ την πλευρά του «ότι δεν πρόκειται να σταλούν στο εξωτερικό αριστουργήματα, όπως ο Ηνίοχος» και «διέψευσε» πως «η κυβέρνηση έχει αναλάβει οποιαδήποτε υποχρέωση προς το Μουσείο Μετροπόλιταν» («Το Βήμα», 13/7/1977).
Για προφανείς λόγους, της Αμερικής προηγήθηκε η Ευρώπη. Στις 30/5/1978 ο νέος υπουργός Γεώργιος Πλυτάς ανακοίνωσε ένα πρόγραμμα «ελληνογαλλικών πολιτιστικών δραστηριοτήτων» που μεταξύ άλλων περιελάμβανε -ως πρώτη εφαρμογή του Ν. 654- μια έκθεση αντικειμένων από τον χώρο του Αιγαίου στο Λούβρο (26/4-3/9/1979), τα εγκαίνια της οποίας προγραμματίστηκαν να συμπέσουν με την επίσημη επίσκεψη εκεί του Τσάτσου ως Προέδρου της Δημοκρατίας πλέον. Βρισκόμαστε στην τελική φάση προετοιμασίας της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ, που υπογράφηκε στις 28/5/1979, και η Γαλλία αποτελούσε το βασικό στήριγμα της όλης διαδικασίας.
Την ίδια εποχή (Ιούνιος 1978) διεξάγονται -μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας- οι διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης Καραμανλή με το Μετροπόλιταν για την έκθεση «Η αναζήτηση του Αλεξάνδρου», με πυρήνα τα πρόσφατα ευρήματα της Βεργίνας και χορηγό τον δημοσιογραφικό οργανισμό TIME-LIFE − έκθεση που εγκαινιάστηκε τελικά τον Νοέμβριο του 1980 στην Εθνική Πινακοθήκη της Ουάσινγκτον κι εξακολούθησε να περιοδεύει στις ΗΠΑ επί μια ολόκληρη διετία, με τελικό σταθμό τη Ν. Υόρκη.
Κάποια στιγμή, στο πακέτο της ελληνικής προσφοράς προστέθηκε και η έκθεση του Αιγαίου, που μετά το Λούβρο θα φιλοξενούνταν στο Μετροπόλιταν (1/11/1979-10/2/1980). Η τελική απόφαση για την εξαγωγή των εκθεμάτων πάρθηκε, βάσει του Ν. 654, από το υπουργικό συμβούλιο στις 8/1/1979.
Από την κυβέρνηση Καραμανλή, τόσο η έκθεση του Αλεξάνδρου όσο και εκείνη του Αιγαίου προβλήθηκαν στον ελληνικό Τύπο ως απαραίτητα εγχειρήματα στήριξης της ελληνικής διπλωματίας στο εξωτερικό: «Οι δυο αυτές εκθέσεις για το Αιγαίο» (Λούβρο-Μετροπόλιταν), διαβάζουμε π.χ. στη «Μακεδονία» (14/1/1979), «αναμένεται ότι θα προβάλουν στον κόσμο την ελληνικότητα της θάλασσάς μας επί χιλιάδες χρόνια. Γι’ αυτό και η κυβέρνηση απορρίπτει όλες τις αντίθετες κραυγές και τα επιχειρήματα εκείνων που θεωρούν επιζήμια και επικίνδυνη τη μεταφορά των 155 αρχαιοτήτων μας στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη».
Εθνικούς λόγους, με διαμετρικά αντίθετη επιχειρηματολογία, επικαλέστηκαν ωστόσο και οι πολέμιοι της εξαγωγής. Η δική τους πρόσληψη του εθνικού συμφέροντος ήταν σαφώς λιγότερο διπλωματική κι εστιαζόταν κυρίως σε δύο σημεία.
Το πρώτο αφορούσε υλικές πτυχές των «ανταλλαγών», από τους κινδύνους για τα εκθέματα μέχρι τη δυσανάλογη επιβάρυνση του ελληνικού Δημοσίου: μόνο για ασφάλιστρα και συσκευασία των εκθεμάτων του Αιγαίου, η Αθήνα θα πλήρωνε λ.χ. 453.000.000 δρχ., τη στιγμή που ο προϋπολογισμός για τις αρχαιολογικές έρευνες του ΥΠΠΟ ανερχόταν σε μόλις 176 εκατομμύρια («Ριζοσπάστης», 7/2/1979). Στο υψηλό αυτό κόστος, όπως εξήγησε ο βυζαντινολόγος Μανόλης Χατζηδάκης, ερχόταν να προστεθεί η πρακτική αδυναμία μιας αρχαιολογικής υπηρεσίας «αποδυναμωμένης και ήδη ανεπαρκούς για τις τρέχουσες υποθέσεις, εντελώς απροετοίμαστης για το πρόσθετο βάρος» της οργάνωσης διεθνών εκθέσεων «που απαιτούν ειδική τεχνική και οργανωτική υποδομή» («Καθημερινή», 9/2/1979).
Η δεύτερη κατηγορία επιχειρημάτων αποδομούσε τα υποτιθέμενα πολιτικά και τουριστικά οφέλη από τη διακίνηση των αρχαιοτήτων: «Το κέρδος της προβολής της Ελλάδας είναι ασήμαντο. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είναι πασίγνωστος σε όλο τον κόσμο. Εκείνο που θα πρεπε να κάνουμε είναι να προβάλουμε τη σημερινή Ελλάδα, αν είναι άξια για προβολή. Το να ανατρέχουμε στους “αρχαίους ημών προγόνους” είναι φτωχοαλαζονεία και φτωχοπροδρομισμός» (συνέντευξη του ίδιου στον «Ριζοσπάστη», 3/12/1978).
Η πρώτη φάση των αντιδράσεων είχε ενημερωτικό χαρακτήρα και πανελλήνια διάσταση. Αρχαιολόγοι, πανεπιστημιακοί, καλλιτέχνες και διανοούμενοι κινητοποιήθηκαν σε δύο επίπεδα: μέσω των αθηναϊκών και τοπικών εφημερίδων, κατ’ αρχάς, και δημόσιων εκδηλώσεων, αφ’ ετέρου. Ιδιαίτερα αποτελεσματική αποδείχθηκε η προπαγανδιστική εξόρμηση της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης (ΠΑΠΟΚ), μετωπικού σχήματος του ΚΚΕ, με μια φωτογραφική έκθεση 45 κομματιών από τη λίστα Μπότμερ − προειδοποίηση για την απώτατη στόχευση της καταγγελλόμενης πρακτικής.
Για πρώτη φορά, το περιεχόμενο της λίστας δημοσιοποιήθηκε σε δημόσια εκδήλωση στην Αθήνα (30/11/1978), με ομιλητές τους πανεπιστημιακούς Δ. Λαζαρίδη και Ν. Πλάτωνα, τον πρύτανη της ΑΣΚΤ Γ. Μαυροειδή και την αρχαιολόγο Σέμνη Καρούζου· «στο άκουσμά του», μας πληροφορεί σχετικό ρεπορτάζ του «Ριζοσπάστη» (2/12/1978), «οι παριστάμενοι αντέδρασαν με εκδηλώσεις βαθιάς αγανάκτησης και αποδοκιμασίας».
Το Ηράκλειο στο πόδι
Η τεχνική προετοιμασία της εξαγωγής των αρχαίων έγινε δεκτή με συλλαλητήρια στη Σάμο (19 και 21/2/1979) και τα Χανιά (24/2). Παλλαϊκό χαρακτήρα οι διαμαρτυρίες πήραν όμως τελικά μόνο στο Ηράκλειο − πόλη όπου οι αρχαιότητες (της Κνωσού και του Μουσείου) αποτελούσαν βασικό πόλο έλξης των τουριστών, από τους οποίους βιοποριζόταν ήδη αξιόλογο μέρος της τοπικής κοινωνίας.
Αντίθετα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς, η τουριστική βιομηχανία της πόλης υπήρξε πάντως αρχικά μάλλον αμφίθυμη· ο φόβος μιας κοινωνικής αναταραχής, η δημοσιότητα της οποίας θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά το τουριστικό ρεύμα, φαινόταν επικρατέστερος από τη δυσφορία για την απομάκρυνση κάποιων εκθεμάτων. Ο σκληρός πυρήνας της αντίστασης συγκροτήθηκε έτσι και εδώ από το γνώριμο τότε πλέγμα τοπικών προοδευτικών καλλιτεχνών και διανοουμένων, διαποτισμένων από τον διάχυτο αντιιμπεριαλισμό της εποχής, η κινητοποίηση των οποίων παρήγαγε τελικά μια πολύ ευρύτερη κοινωνική δυναμική.
Στις 13/2/1979 μια «πλατιά σύσκεψη» στελεχών της τοπικής αυτοδιοίκησης, μαζικών φορέων και κομμάτων της αντιπολίτευσης κατέληξε στη συγκρότηση Συντονιστικής Επιτροπής Αγώνα (ΣΕΑ) με επικεφαλής τον δήμαρχο της πόλης, Μανόλη Καρέλλη.
Στις 17/2 εγκαινιάστηκε στη βασιλική του Αγίου Μάρκου η φωτογραφική έκθεση της ΠΑΠΟΚ, με καταλυτικό αντίκτυπο ακόμη και στη συντηρητικότερη μερίδα της τοπικής κοινωνίας.
Δυο ατυχήματα κατά τη συσκευασία των εκπατριζόμενων εκθεμάτων (σπάσιμο του ποδιού μιας λάρνακας στα Χανιά, θρυμματισμός ή «αποκόλληση» ενός ωοκέλυφου καμαραϊκού αγγείου στο Ηράκλειο) επιβεβαίωσαν τις δυσοίωνες προγνώσεις των αντιφρονούντων. Το ίδιο και η μεσημεριάτικη «εξαφάνιση» μιας αρχαιοελληνικής κεφαλής από το Μετροπόλιταν στις 9/2, κατά την αλλαγή βάρδιας των εκεί φυλάκων κι ένα δημοσίευμα των New York Times (11/2) για την έξαρση των κλοπών από μουσεία και πινακοθήκες των ΗΠΑ. Δεν χρειάζονταν περισσότερα για να θεριέψει η παραδοσιακή δυσπιστία, που έβλεπε σε κάθε Δυτικό έναν υποψήφιο λόρδο Ελγιν.
Η πρώτη διαδήλωση, στις 22/2, υπήρξε λίγο-πολύ αυθόρμητη. «Η είδηση ότι ετοιμάζονται να φορτώσουν τα αρχαία κυκλοφόρησε γρήγορα και προκάλεσε ζωηρή συγκίνηση στο λαό του Ηρακλείου. Εκατοντάδες άτομα με πρωτοπόρα τη σπουδάζουσα και μαθητική νεολαία μαζεύτηκαν στο Μουσείο [και] το περικύκλωσαν» («Το Βήμα», 24/2).
Το ίδιο απόγευμα η ΣΕΑ αποφάσισε «να καλέσει όλο το λαό του Ηρακλείου να περιφρουρεί το Μουσείο, για να μην επιτραπεί η εξαγωγή των αρχαιοτήτων», να σταλούν τηλεγραφήματα σε ΑΝΕΚ, Μινωικές και Ολυμπιακή προκειμένου «να μην αναλάβουν τη μεταφορά» και να οργανώσει συλλαλητήριο την επομένη μπροστά στη Νομαρχία («Ριζοσπάστης», 23/2).
Από το βράδυ «έξω από το Μουσείο υπάρχει “φρουρά” από φοιτητές, σπουδαστές και μαθητές, για να εμποδίσει τη μεταφορά των αρχαιοτήτων» («Καθημερινή», 27/2), στο δε δημαρχείο «διανυκτερεύουν μέλη της Επιτροπής Αγώνα», για «να καλέσουν σε συναγερμό σε περίπτωση που θα γίνει απόπειρα φυγαδεύσεως» («Ελευθεροτυπία», 24/2).
Η συγκέντρωση της 23/2, με σύνθημα «κάτω τα χέρια από τ’ αρχαία», ήταν μαζικότατη. Ο νομάρχης υποσχέθηκε «ότι θα ενημερώσει το λαό για την ώρα και την μέρα που θα φύγουν τα αρχαία», η περιφρούρηση όμως του Μουσείου συνεχίστηκε σε 24ωρη βάση, παρά τη βροχή και το τσουχτερό κρύο.
Η δεύτερη Μάχη της Κρήτης
Την Κυριακή 25/2 ο Καραμανλής αναχώρησε για προγραμματισμένη περιοδεία στη Σαουδική Αραβία και τη Συρία, όπου εντυπωσιάστηκε από τον «ανοιχτόμυαλο, σοβαρό, ευθύ και σεμνό» Χαφέζ ελ Ασαντ («Ελευθεροτυπία», 2/3).
Στο Ηράκλειο, η άφιξη ενός ταξίαρχου της Αεροπορίας, αρμόδιου για τη μεταφορά των αρχαίων, προκάλεσε μεσημεριάτικο συναγερμό: «Σε λίγη μόνο ώρα», πανηγυρίζουν τα αντιπολιτευόμενα «Νέα» (26/2), «τα αυτοκίνητα των νεολαίων και οι τηλεβόες των νεολαίων μάζεψαν τους Ηρακλειώτες και απέδειξαν την πίστη και την αποφασιστικότητα του κόσμου στον ιερό -όπως χαρακτηρίστηκε- αγώνα».
Με τον πρωθυπουργό απόντα, η αντιπαράθεση θα κλιμακωθεί. Το μεσημέρι της επομένης, μια «αυτοψία» δημάρχου και δημοτικού συμβουλίου στο Μουσείο, με τη δήλωση πως «δε θα φύγουν αν δεν επιστρέψουν οι συσκευασμένες αρχαιότητες στις προθήκες τους», καταλήγει στη σύλληψή τους με εντολή του γενικού επιθεωρητή αρχαιοτήτων από την Αθήνα («Καθημερινή», 27/2).
Τους ασκείται δίωξη για «κατάληψη δημόσιου καταστήματος» κι αφήνονται ελεύθεροι με τακτική δικάσιμο, καθώς ορισμένοι απ’ αυτούς ήταν δικηγόροι με ειδική δωσιδικία στο Εφετείο Χανίων. Στο Μουσείο παραμένει ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, Θανάσης Σκουλάς· ο εισαγγελέας Ζορμπάς του ασκεί δίωξη την επομένη, συντροφεύεται όμως πια από πέντε ακόμη συναδέλφους του (Δρεττάκη, Ασλάνη, Αλεξανδρή, Βερυβάκη, Δαριβιανάκη).
Σύμφωνα με τις εφημερίδες, το υπουργείο Πολιτισμού διατάσσει επίσης ανακρίσεις σε βάρος υπαλλήλων του Μουσείου, με την κατηγορία πως ενημέρωναν τους δημοσιογράφους και τη ΣΕΑ για τα τεκταινόμενα εκεί.
Αντί να κάμψουν τις αντιστάσεις, οι κατασταλτικές αυτές ενέργειες μετατρέπουν το θέμα των αρχαιοτήτων σε ζήτημα, πλέον, δημοκρατίας − και οι 2.000 διαδηλωτές που περιφρουρούσαν το Μουσείο μέσα στη βροχή πολλαπλασιάζονται ταχύτατα τις επόμενες ώρες, με τις πρώτες ομαδικές αφίξεις από τα χωριά.
Στην Αθήνα, ο Αντρέας κάνει την πρώτη δήλωση υποστήριξης, καλώντας την κυβέρνηση «να μην αγνοήσει την εκδήλωση του κρητικού λαού». Στο διαμετρικά αντίθετο μήκος κύματος, ο υπουργός Πολιτισμού Δημήτριος Νιάνιας υπενθυμίζει ότι «τη χώρα κυβερνά νόμιμη δημοκρατική κυβέρνηση και όχι η οργανωμένη αντίδραση, η οποία πήρε τη μορφή κομματικού αγώνα», προεξοφλεί δε την «αδιαφορία της κοινής γνώμης, η οποία αντελήφθη ποίοι ήταν οι σκοποί αυτής της κινήσεως».
Την Τρίτη 27/2 το κέντρο του Ηρακλείου θύμιζε τοπίο εν αναμονή μάχης: «Οδοφράγματα με αυτοκίνητα-ψυγεία, φορτηγά, πέτρες και ξύλα είχαν στηθεί γύρω από την πύλη του Αρχαιολογικού Μουσείου, ώστε να μην μπορέσει να γίνει αιφνιδιαστική φυγάδευση. […] Αυτοκίνητα με μεγάφωνα περιφέρονταν στην πόλη, καλώντας τον κόσμο σε “ετοιμότητα”, με παράλληλες εντολές για “αυτοσυγκράτηση”, ώστε να μην υπάρξουν “προβοκάτσιες” και κολάσιμα ποινικά αδικήματα» («Βήμα», 28/2).
Ανάλογες προειδοποιήσεις απευθύνει από τα μεγάφωνα και ο δήμαρχος, ξεκαθαρίζοντας ταυτόχρονα στον απεσταλμένο του ΔΟΛ πως ο ίδιος δεν είναι εξ ορισμού αντίθετος στις ανταλλαγές εκθεμάτων, εφόσον γίνουν «με τρόπο αμφίδρομο και οργανώνονται από ανθρώπους που έχουν μεγαλύτερη ιδέα για τα ελληνικά πράγματα».
Στην Αθήνα, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος προετοιμάζει πάντως το έδαφος για την επερχόμενη σύγκρουση: «Στις Δημοκρατίες την πολιτική χαράσσει η υπεύθυνη κυβέρνηση και όχι οι αυθαίρετες ενέργειες οποιουδήποτε Δημάρχου. Την απόφαση για την οργάνωση των εκθέσεων στο εξωτερικό την έλαβε η κυβέρνηση με αποκλειστικό γνώμονα το συμφέρον της χώρας. Και θα την εφαρμόσει. Οποιαδήποτε παρότρυνση για αυθαίρετη αντίδραση κατά της κυβερνητικής αποφάσεως θα έδειχνε περιφρόνηση προς το κοινοβουλευτικό πολίτευμα και θα στόχευε στην αποσταθεροποίηση της Δημοκρατίας».
Στις 2.30 π.μ. της 28ης Φεβρουαρίου, στο αεροδρόμιο του Ηρακλείου προσγειώνονται πέντε μεταγωγικά με 10 «αύρες» κι 197 άνδρες των ΜΑΤ. Μέσα σε λίγα μόνο λεπτά, η ΣΕΑ το πληροφορείται κι ακολουθεί πανδαιμόνιο: «Εκατοντάδες αυτοκίνητα άρχισαν να τρέχουν δαιμονισμένα και να ξυπνούν τον κόσμο με τα κορναρίσματά τους. Οι Καμπάνες των εκκλησιών άρχισαν να χτυπούν. Τα μεγάφωνα που έχουν στηθεί γύρω από το Μουσείο άρχισαν να εμψυχώνουν τον κόσμο και συγχρόνως να συνιστούν αυτοσυγκράτηση και ετοιμότητα. […] Σε εκπληκτικό χρόνο δημιουργήθηκαν βουνά από χαρτιά και ξύλα για να ανάψουν στην περίπτωση που θα δέχονταν επίθεση δακρυγόνων. […] Εκατοντάδες αυτοκίνητα κάθε τύπου έζωσαν την πόλη παραλύοντας συγχρόνως κάθε κίνηση. Μια απέραντη ανθρωποθάλασσα δημιουργήθηκε από το Μουσείο μέχρι τη Χανιόπορτα» («Το Βήμα», 1/3).
Ο κόσμος που κατέβηκε μέσα στην άγρια νύχτα, σε μια πόλη 100.000 κατοίκων, υπολογίστηκε σε 10.000 από την «Καθημερινή» και σε 15.000 από την «Ελευθεροτυπία»· με τους χωρικούς να καταφτάνουν διαρκώς στις καρότσες φορτηγών και αγροτικών, η φιλοκυβερνητική «Απογευματινή» κάνει την επομένη λόγο για 25.000 συγκεντρωμένους, οι δε New York Times (28/10) για 35.000.
Τις επόμενες ώρες η πόλη παρέλυσε από μια άτυπη γενική απεργία, καθώς έκλεισαν όλα τα μαγαζιά και οι δημόσιες υπηρεσίες· μέχρι κι ένας βουλευτής της Ν.Δ. (Γαλενιανός) δήλωσε ότι τάσσεται στο πλευρό του δημοτικού συμβουλίου. Πολλοί αγρότες είναι οπλισμένοι με παλούκια και σιδερολοστούς, κυκλοφορούν δε άπειρες φήμες για όπλα ή χειροβομβίδες − ακόμη και για πολυβόλα που, μέσα σε σκεπασμένες καρότσες, περιμένουν από ψηλά τις «αύρες» των ΜΑΤ για να τις περιποιηθούν πολύ προτού πλησιάσουν το Μουσείο.
Ο τρίτος -κρίσιμος- μετασχηματισμός του περιεχομένου της εξέγερσης είχε συντελεστεί. Αν η σύλληψη του δημοτικού συμβουλίου μετέτρεψε μια πολιτιστική διαμάχη σε αγώνα υπεράσπισης των δημοκρατικών ελευθεριών, η άφιξη των ΜΑΤ από την Αθήνα χτύπησε τις πιο ευαίσθητες χορδές του κρητικού τοπικισμού. Στους αερομεταφερόμενους εισβολείς του 1979 επιφυλάχθηκε έτσι η ίδια υποδοχή με εκείνη που αξιώθηκαν οι αλεξιπτωτιστές του Φον Στούντεντ το μακρινό 1941.
«Θα θρηνήσουμε θύματα και κυρίως νέους ανθρώπους. Το Πολυτεχνείο μπορεί να ξαναζήσει στο Ηράκλειο», διαβάζουμε την ίδια μέρα σε δήλωση «κορυφαίου κυβερνητικού παράγοντα στο Ηράκλειο» (δηλαδή του νομάρχη) που δημοσίευσε στο «Βήμα» και στα «Νέα» ο Νίκος Κακαουνάκης.
Αν η προειδοποίηση απευθυνόταν στην κυβέρνηση, ίσως έπιασε τόπο. Αν πάλι επιδίωκε να τρομάξει τη νεολαία των οδοφραγμάτων, απέτυχε παταγωδώς: για τους εφήβους του 1979 δεν υπήρχε, γαρ, ελκυστικότερη υπόσχεση από το να ζήσουν -κι αυτοί- το δικό τους «Πολυτεχνείο»!
«Είμαι αηδιασμένος»
Πανικόβλητοι μπροστά στην απρόσμενη τροπή των πραγμάτων, αντιπρόεδρος της κυβέρνησης (Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου) και υπουργός Προεδρίας (Κωστής Στεφανόπουλος) διαβεβαίωσαν τους Ηρακλειώτες μέσω ΠΑΣΟΚ ότι δεν πρόκειται να υπάρξει απόπειρα μεταφοράς των αρχαίων μέχρι τις 4 Μαρτίου, κάλεσαν δε τη Συντονιστική να στείλει αντιπροσωπεία για διαβουλεύσεις.
Η κυβερνητική ανακοίνωση της ημέρας αποτυπώνει ευκρινώς αυτή την ολοσχερή ανατροπή των συσχετισμών: «Η Κυβέρνησις παρακολουθεί με ανησυχίαν τις υποκινούμενες από ωρισμένους έκνομες ενέργειες εις το Ηράκλειον. […] Η Κυβέρνησις έχει την δυνατότητα να επιβάλη την τήρησιν του νόμου και καλεί όλους τους παρασυρθέντας από απατηλά συνθήματα να συμπεριφερθούν ως υπεύθυνοι δημοκρατικοί πολίτες. Η Κυβέρνησις ενημέρωσε τα κόμματα της Αντιπολιτεύσεως διά την δημιουργηθείσαν κατάστασιν και τους επαπειλουμένους κινδύνους».
Εξίσου εύγλωττη ήταν η νυχτερινή ανακοίνωση του νομάρχη: «Ασκησις βίας δεν ανήκει εις τας προθέσεις της δημοκρατικής κυβερνήσεως. Καλούνται οι ευγενείς και οι γενναίοι Κρήτες να αντιληφθούν την κρισιμότητα των στιγμών και να αποφύγουν πράξεις βίας».
Προτού ξεκινήσει οποιαδήποτε διαπραγμάτευση, κι ενώ η τριμελής αντιπροσωπεία της ΣΕΑ (δήμαρχοι Ηρακλείου-Αρχανών κι ένας πανεπιστημιακός) είχε φτάσει την Αθήνα, ο γόρδιος δεσμός κόπηκε μια και καλή από το χέρι του Μακεδόνα εθνάρχη. Επιστρέφοντας την Πέμπτη 1/3 από τη Μέση Ανατολή, ο Καραμανλής κάνει στο Ελληνικό μια από τις ιστορικές δηλώσεις του: «Προτιμώ να μην μιλήσω. Γιατί αν το κάνω, θα σας πω δυσάρεστα πράγματα. Κάθε φορά που βρίσκομαι έξω δημιουργείτε ιστορίες που εκθέτουν διεθνώς την χώρα. Δεν είμαι θυμωμένος. Είμαι αηδιασμένος».
Ακολούθησε επίσημη ανακοίνωση, με την άτακτη κυβερνητική υποχώρηση μεταμφιεσμένη σε συμβολική τιμωρία των ασχημονούντων: «Ο Πρωθυπουργός κ. Κ. Καραμανλής ενημερωθείς άμα τη επιστροφή του επί του θέματος των αρχαιοτήτων του Ηρακλείου έδωσε εντολή να μη περιληφθούν τα εν λόγω εκθέματα στην αποστολή, επειδή πιστεύει ότι διενέξεις ή και συμβιβασμοί γύρω από θέματα αυτής της φύσεως εκθέτουν διεθνώς την χώρα».
Για τους εξεγερμένους Ηρακλειώτες, ήταν η ώρα του θριάμβου. Το επινίκιο γλέντι στο κέντρο της πόλης θα κρατήσει ίσαμε το πρωί.
Από τον «ιερό αγώνα» στα «ρεζιλίκια»
Τα προγράμματα της «Εκθεσης αιγαιακού πολιτισμού» στο Λούβρο και το Μετροπόλιταν.
Η υπερατλαντική υποδοχή της επίμαχης έκθεσης φάνηκε αρχικά να δικαιώνει τις επιφυλάξεις των πολέμιων της εξαγωγής, όσον αφορά την προπαγανδιστική εμβέλεια παρόμοιων εγχειρημάτων.
Ο τίτλος της, «Ελληνική τέχνη των νησιών του Αιγαίου», «είναι παραπλανητικός» και τυπικό δείγμα «αναδρομικού πολιτιστικού ιμπεριαλισμού», αποφάνθηκε λ.χ. στους New York Times (28/10/1979) ο διάσημος ελληνιστής του Κέμπριτζ, Μόζες Φίνλεϊ: «Το πρώτο τμήμα, “Πρώιμη κυκλαδική τέχνη”, περιλαμβάνει 22 κομμάτια· όλα παράχθηκαν πολύ προτού οποιοσδήποτε που θα ήταν δυνατό ν’ αποκληθεί Ελληνας (ή έστω Πρωτο-Ελληνας) πατήσει το πόδι του στο Αιγαίο. Η ελληνικότητα μεγάλου μέρους των επόμενων 1-2 τμημάτων είναι το λιγότερο αμφίβολη. […] Τι συνδέει τα προϊστορικά ειδώλια των Κυκλάδων, τα μινωικά αγγεία και τοιχογραφίες, τις ορειχάλκινες βάσεις αγγείων από τη βόρεια Συρία που ήταν δημοφιλείς στη Σάμο, μπρούτζινες πανοπλίες κορινθιακού τύπου από την Κρήτη του 7ου αι. π.Χ. και αρχαϊκά γλυπτά αναμφιβόλως ελληνικά, αλλά βασικά β’ διαλογής; Η γεωγραφία από μόνη της δεν μου φαίνεται επαρκής ως συνδετικός ιστός μιας περιόδου 2.500 χρόνων».
Οι εξαγωγείς πήραν όμως μια και καλή τη ρεβάνς την επόμενη χρονιά, με την έκθεση «Αναζητώντας τον Αλέξανδρο». Η θετική υποδοχή της δεν οφειλόταν μόνο στη μεγαλύτερη πρωτοτυπία των εκθεμάτων (με πυρήνα τα πρόσφατα ευρήματα της Βεργίνας), αλλά και στη ριζικά διαφορετική συγκυρία.
Η νικηφόρα επανάσταση του Ιράν και η συνακόλουθη ταπείνωση των ΗΠΑ, με την κατάληψη της πρεσβείας τους στην Τεχεράνη και την ομηρία του προσωπικού της επί 444 ημέρες, προσέδιδαν γαρ νέες διαστάσεις στο διαχρονικότερο σύμβολο επικράτησης του δυτικού ιμπεριαλισμού πάνω στη βάρβαρη Ανατολή: «Αν οι φίλοι μας οι Ιρανοί είναι κάπως ανήσυχοι για το γεγονός πως ο Μέγας Αλέξανδρος κλήθηκε στην Ουάσινγκτον», ξεκινά χαρακτηριστικά το ρεπορτάζ του Time για την έκθεση (24/11/1980), «κανείς δεν θα τους κατηγορήσει: την τελευταία φορά που ο Αλέξανδρος πέρασε από την Περσία, την κατέκτησε».
Οι κοινοί αντιπερσικοί αγώνες επέβαλαν τη ρητή αναγνώριση της ελληνικότητας του μεγάλου στρατηλάτη, παρόλο που το περιοδικό -χορηγός της έκθεσης- κράτησε πισινή για την ακριβή ταυτότητα των ευρημάτων της Βεργίνας: η διάσημη χρυσή λάρνακα με το δεκαεξάκτινο αστέρι, διαβάζουμε, «στην πραγματικότητα ίσως να μην είναι του Φιλίππου, είναι όμως ευχάριστο να σκέφτεται κανείς πως είναι».
Η αποφασιστική νίκη δεν σημειώθηκε ωστόσο κατά των Ιρανών ή των Γιουγκοσλάβων, αλλά στο εσωτερικό μέτωπο. Το διαπιστώνουμε, μεταξύ άλλων, από την εναρκτήρια παράγραφο του σχετικού ρεπορτάζ στο περιοδικό του ΔΟΛ («Ταχυδρόμος, 27/11/1980): «Εάν ήξεραν όλοι αυτοί οι διαμαρτυρόμενοι νεοέλληνες, που ξαφνικά επρόταξαν τα στήθη τους μπρος από τα Μουσεία για να μη φύγουν οι αρχαίοι μας θησαυροί στην Αμερική -αν ήξεραν λέω- την ζημίαν που θα έκαναν στον τόπο, θα εντρέποντο και θα μετανοούσαν για τα ρεζιλίκια τους εκείνα».
Από τον «ιερό αγώνα» μέχρι τα «ρεζιλίκια» δεν είχαν περάσει καλά καλά ούτε είκοσι μήνες.