HomeΓΝΩΜΕΣΠότε αποτυγχάνουν οι δημοκρατίες;

Πότε αποτυγχάνουν οι δημοκρατίες;

Διαφήμιση
Διαφήμιση

Του Γιώργου Σιακαντάρη

Η συζήτηση που γίνεται στη χώρα μας από πλευράς ορισμένων νεήλυδων στον φιλελευθερισμό, πρώην σταλινικοί οι περισσότεροι, για την απαγόρευση του κόμματος Κασιδιάρη δεν έχει καμία σχέση με τον φιλελευθερισμό. Αυτοί επιμένουν πως στις δημοκρατίες απαγορεύονται μόνο οι πράξεις και όχι οι ιδέες. Και νομίζουν οι έρμοι πως λένε κάτι φιλελεύθερο. Ας δούμε τι λέει η Ιστορία, όχι γιατί αυτή επαναλαμβάνεται, αλλά γιατί διδάσκει.

Ο πρώτος καγκελάριος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ήταν ο σοσιαλδημοκράτης Φρίντριχ Εμπερτ, ο οποίος, όπως και το κόμμα του, ήταν εμφανώς υπέρ της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και κατά της επανάστασης. Το Σύνταγμα της Βαϊμάρης (31/8/1919), κυρίως με το άρθρο 48, του έδωσε έκτακτες εξουσίες. Ο καγκελάριος μπορούσε να διαλύσει τη Βουλή (Ράιχσταγκ) αν αυτή απέρριπτε κάποιο προεδρικό διάταγμα. Ο Εμπερτ όμως, επιδιώκοντας την ομαλή μετάβαση από τον πόλεμο στην ειρήνη, δεν απαίτησε καμία αλλαγή στο φιλομοναρχικό σώμα του στρατού. Επιδίωξε τη συνεργασία μαζί του. Χωρίς βεβαίως οι μοναρχικοί και οι αντιδημοκράτες λαϊκιστές να του το αναγνωρίσουν.

Τα προβλήματα της Βαϊμάρης ήταν προβλήματα που η δημοκρατία κουβαλούσε από την εποχή του Μπίσμαρκ και του Γουλιέλμου και δεν οφείλονταν στο Σύνταγμα καθαυτό. Η κατάρρευση της οικονομίας ανέδειξε έναν ανελέητο πόλεμο πολιτισμών. Η πολιτική και πολιτιστική ζωή άρχισε να καθορίζεται από την άνοδο των «εφημερίδων του βουλεβάρτου» (κάτι σαν τα σημερινά μέσα κοινωνικής δικτύωσης). Σκανδαλοθηρικά φύλλα υπονόμευαν τη δημοκρατία. Ποιος ανακηρύχθηκε τότε ως ο μεγαλύτερος «προδότης» του έθνους και των «άξιων»; Μα φυσικά οι «ανίκανοι» που ζούσαν από το (ή εργάζονταν στο) κράτος.

Η δημιουργία ενός ελεύθερου και περιεκτικού συστήματος πρόνοιας ήταν το μεγαλύτερο επίτευγμα της Βαϊμάρης. Για να έρθει ο φασισμός, έπρεπε αυτό το επίτευγμα να συκοφαντηθεί και να καταρρεύσει στις συνειδήσεις των εξ αίματος Γερμανών. Και αυτό έγινε. Το πραξικόπημα της μπιραρίας (8 Νοεμβρίου 1923) -όπως και νωρίτερα, το 1920, το αποτυχημένο πραξικόπημα του Βόλφανγκ Καπ- έπεισε τον Χίτλερ ότι ο δρόμος προς την κατάργηση της δημοκρατίας περνούσε μέσα απ’ αυτή, η οποία δεν θα τολμούσε να απαγορεύσει «εγκληματικές ιδέες». Τότε «οι άνθρωποι άρχισαν να αρπάζονται πολιτικά απ’ ό,τι έβρισκαν μπροστά τους, οτιδήποτε, όσο ακραίο κι αν ήταν, έμοιαζε καλύτερο από το απελπιστικό χάος στο οποίο φαίνονταν να βρίσκονται» (Ρίτσαρντ Εβανς, «Η έλευση του Γ’ Ράιχ», μτφρ: Κώστας Αντύπας, Αλεξάνδρεια, σ. 233).

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα τέθηκε για πρώτη φορά το ζήτημα της απαγόρευσης του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος το 1928, όταν αυτό στις εκλογές του Μαΐου του ίδιου έτους είχε λάβει μόνο 2,6%. Οι κομμουνιστές πρώτοι φοβήθηκαν να υποστηρίξουν αυτή την απαγόρευση, γιατί φοβήθηκαν πως θα ακολουθούσε και η δική τους απαγόρευση. Τους ακολούθησαν, για λόγους σεβασμού στη φιλελεύθερη δημοκρατία η οποία καταδικάζει μόνο εγκλήματα, αλλά ποτέ εγκληματικές ιδέες, οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες και το κόμμα του Κέντρου.

Σχολιάζοντας τις εξελίξεις ο Ρίτσαρντ Εβανς έγραψε: «Οι δημοκρατίες που αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της καταστροφής βρίσκονται μπροστά στο αδιέξοδο δίλημμα ή να υποκύψουν σ’ αυτόν τον κίνδυνο εμμένοντας στη διατήρηση των δημοκρατικών λειτουργιών ή να παραβιάσουν τις ίδιες τις αρχές τους περιορίζοντας δημοκρατικά δικαιώματα» (Ρίτσαρντ Εβανς, στο ίδιο, σ. 452). Αν είχαν ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο οι σοσιαλδημοκράτες, οι κεντρώοι και οι φιλελεύθεροι, η Δημοκρατία της Βαϊμάρη θα είχε σωθεί. Προτίμησαν όμως τη «χαζοχαρούμενη» στάση πως «στις δημοκρατίες απαγορεύονται μόνο οι ιδέες». Οι δημοκρατίες όμως αποτυγχάνουν όταν δεν κατορθώνουν να προασπίσουν τον εαυτό τους.

Γιώργος Σιακαντάρης

Διαφήμιση
Διαφήμιση