Ορισμένες καλλιέργειες αναπτύσσονται καλύτερα στις πόλεις από ό,τι στην ύπαιθρο
Σύμφωνα με έρευνα
Τα αγγούρια, οι πατάτες και τα μαρούλια παράγουν έως και τέσσερις φορές μεγαλύτερη απόδοση όταν καλλιεργούνται σε αστικές αντί για αγροτικές περιοχές, αποκαλύπτει νέα έρευνα.
Αυτή τη στιγμή, οι επιστήμονες εκτιμούν ότι το 15-20% των παγκόσμιων τροφίμων καλλιεργείται στις πόλεις, συμπεριλαμβανομένου του 5-10% όλων των οσπρίων, των λαχανικών και των βολβών. Χρειαζόμαστε όμως πολύ περισσότερα δεδομένα για να καταλάβουμε αν οι πόλεις μπορούν να γίνουν αυτόνομες από άποψη τροφής.
Η ερευνητική ομάδα θέλησε να διερευνήσει το ρόλο της αστικής γεωργίας στη βελτίωση της επισιτιστικής ασφάλειας, της ανθεκτικότητας και της βιωσιμότητας.
«Παρά την αυξανόμενη δημοτικότητά της, υπάρχουν ακόμη αρκετά πράγματα που δεν γνωρίζουμε για την αστική γεωργία, όπως το αν οι αποδόσεις είναι παρόμοιες με αυτές της συμβατικής γεωργίας και ποιες καλλιέργειες καλλιεργούνται συνήθως», λέει ο περιβαλλοντολόγος Φλοριάν Παγιέν, από το Πανεπιστήμιο Lancaster στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Η ομάδα βασίστηκε στην ανάλυση 200 προηγούμενων μελετών οι οποίες κάλυπταν 53 διαφορετικές χώρες και σε περισσότερα από 2.000 σημεία δεδομένων. Η ανάλυση κάλυψε τόσο «γκρίζους» χώρους (όπως δρόμους και ταράτσες) όσο και πράσινους (όπως πάρκα και λαχανόκηπους).
Αν και δεν προέκυψε απάντηση στο ερώτημα ποιοι αστικοί χώροι είναι καλύτεροι για κάποιες καλλιέργειες, η έρευνα έδειξε ότι κάποιοι τύποι καλλιεργειών αναπτύσσονται καλύτερα με ορισμένους τρόπους καλλιέργειας.
Για παράδειγμα, τα υδαρή και τα φυλλώδη λαχανικά έχουν υψηλές αποδόσεις σε υδροπονικά περιβάλλοντα, όπου χρησιμοποιείται νερό αντί για χώμα. Λαχανικά όπως το μαρούλι, το λάχανο και το μπρόκολο, είναι καλύτερα να καλλιεργούνται κάθετα, διαπίστωσαν οι ερευνητές. Η μελέτη έδειξε επίσης ότι η αστική γεωργία ευνοεί ορισμένα είδη.
«Παραδόξως, υπήρχαν λίγες διαφορές μεταξύ των συνολικών αποδόσεων σε εσωτερικούς χώρους και σε εξωτερικούς πράσινους χώρους, αλλά υπήρχαν σαφείς διαφορές στην καταλληλότητα των τύπων καλλιεργειών σε διαφορετικούς γκρίζους χώρους», εξήγησε ο Παγιέν.
«Δεν μπορείτε να στοιβάζετε μηλιές σε ένα θάλαμο ανάπτυξης πέντε ή δέκα επιπέδων, αν και βρήκαμε μια περίπτωση όπου κατάφεραν να καλλιεργήσουν σιτάρι στοιβαγμένο με αυτόν τον τρόπο», ανέφερε ο Παγιέν.
Αυτό που παραμένει ασαφές είναι πόσο αποδοτική είναι η αστική γεωργία σε σχέση με τη συμβατική. Το κόστος λειτουργίας κλιματιζόμενων χώρων για την καλλιέργεια τροφίμων και η απασχόληση του απαιτούμενου προσωπικού είναι δύο παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη.
Η ανάπτυξη της αστικής γεωργίας θα μπορούσε να είναι επωφελής με πολλούς διαφορετικούς τρόπους – από το να είμαστε καλύτερα εξοπλισμένοι για να επιβιώσουμε από την επόμενη πανδημία μέχρι τη μείωση του περιβαλλοντικού κόστους της παραγωγής τροφίμων.
Περαιτέρω έρευνα θα μπορούσε να εξετάσει πόσο εύκολα μπορούν να επεκταθούν ορισμένες τεχνικές αστικής γεωργίας και πώς η ρύπανση της πόλης θα μπορούσε να επηρεάσει την ποιότητα των καλλιεργειών.
«Αυτό είναι το πρώτο βήμα», είπε ο Παγιέν. «Έχοντας αυτό το σύνολο δεδομένων στη διάθεσή τους, οι σχεδιαστές και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής μπορούν να δουν αν αξίζει τον κόπο να επενδύσουν σε κήπους σε στέγες ή θερμοκήπια, για παράδειγμα, ή αν θα πρέπει να προτιμήσουν υδροπονικά συστήματα».
Η έρευνα δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Earth’s Future».