HomeΓΝΩΜΕΣΟύτε νομοθέτες ούτε κυβερνήτες, μόνο δικαστές

Ούτε νομοθέτες ούτε κυβερνήτες, μόνο δικαστές

Διαφήμιση
Διαφήμιση

Toυ Γιώργου  Σιακαντάρη

Η παλαιότερη δημοσιοποίηση του ηχητικού ντοκουμέντου, στο οποίο τρίτο πρόσωπο ζητά χρήματα από τον επιχειρηματία Ανδρέα Βγενόπουλο για λογαριασμό της πρώην Προέδρου του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θάνου και η πρόσκληση ευρωβουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ στην Επιτροπή Διαφθοράς του Ευρωκοινοβουλίου της κυρίας Τουλουπάκη, πρώην επικεφαλής της Εισαγγελίας Διαφθοράς, η οποία «παρέλειψε» να αναφέρει πως δέκα πολιτικά πρόσωπα κατόπιν και δικών της ενεργειών παραπέμφθηκαν χωρίς στοιχεία για την υπόθεση Novartis,  παίρνουν τα σκουπίδια που είχαμε αφήσει στην αυλόπορτά μας και τα πετούν πάλι στο σπίτι μας. Και το σπίτι μας είναι η δημοκρατία.

Υπάρχει όμως και μια παγκόσμια παράμετρος του προβλήματος. Είναι η περίπτωση της λεγόμενης δικαστικοκρατίας ή της εκτεταμένης πολιτικοποίησης της δικαιοσύνης.

Στην ορθή προσπάθεια ελέγχου της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας οι δυτικές δημοκρατίες έφτασαν στο άλλο άκρο. Δημιούργησαν ένα «νέο συνταγματισμό», ο οποίος θεωρεί πως το κοινοβούλιο μπορεί να κάνει λάθη και ότι αυτά μπορούν να διορθώνονται όχι από το ίδιο αλλά από τη δικαστική εξουσία. Αυτό από μόνο δεν είναι κακό.

Γίνεται τέτοιο όταν η δικαστική εξουσία από ελεγκτής της νομοθεσίας μετατρέπεται σε νομοθέτη. Για παράδειγμα το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ έλαβε δυο αποφάσεις ύψιστης πολιτικής σημασίας.

Το  2010 αποφάσισε τα άτομα και οι εταιρείες να έχουν τη δυνατότητα να ενισχύουν χωρίς πλαφόν όποιον πολιτικό ή κόμμα επιθυμούν. Και το 2015 επέβαλλε περιορισμούς στο δικαίωμα ψήφου μειονοτικών ομάδων.

Τώρα, βάσει αυτού του νόμου, οι ρεπουμπλικάνοι επιδιώκουν να αποκλείσουν μεγάλα τμήματα ψηφοφόρων. Υποστηρίζεται πως η δικαστική παρέμβαση στην πολιτική είναι δείγμα της υπερίσχυσης της φιλελεύθερης δημοκρατίας έναντι της λαϊκίστικης αντίληψης.

Αν το δούμε αυτό από την πλευρά του ελέγχου και των ισορροπιών μέσω των οποίων υποχρεώνονται να νομοθετούν τα κοινοβούλια και να κυβερνούν οι κυβερνήσεις, είναι όντως έτσι. Αλλά «ποιος φυλάει τους φύλακες;», όπως ρωτούσε από το 1988 ο Martin Shapiro: Έκτοτε οι προκλήσεις  πολλαπλασιάστηκαν.

Το άνοιγμα των δημοκρατιών σε νέους θεσμούς όπως ΜΚΟ, ηλεκτρονική διαβούλευση, πολλαπλασιασμός των Ανεξάρτητων Αρχών (agencification), νεοφιλελεύθερες αρχές της Νέας Δημόσιας Διοίκησης (βλέπε επιτελικό συγκεντρωτικό κράτος) είναι αποτέλεσμα αυτού που ο Ούλριχ Μπεκ ονόμασε «κοινωνία του ρίσκου».

Εδώ δεν αρκούν οι απαντήσεις που δίνουν τα κοινοβούλια και οι κυβερνήσεις. Χρειάζονται νέοι εξισορροπητικοί θεσμοί. Το «πράγμα» όμως δυσκολεύει, αν όλοι αυτοί οι θεσμοί αφεθούν να γίνουν κυρίαρχοι και να αποδυναμώσουν αυτούς της λαϊκής κυριαρχίας.

Έτσι ανοίγονται «ρωγμές» εμπιστοσύνης στο πλοίο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Και καλά όσο ο καιρός είναι καλός (οικονομική ανάπτυξη). Τι γίνεται όμως αν έχει ομίχλη (ύφεση); Τότε το πλοίο πέφτει σε παγόβουνο (κρίση εμπιστοσύνης).

Η καταδίκη του λαϊκισμού δεν είναι πανάκεια. Στις μεταδημοκρατικές κοινωνίες η λαϊκίστικη αμφισβήτηση της δημοκρατίας είναι ευκολότερα αντιμετωπίσιμη από το κλείσιμο αυτών των «φιλελεύθερων ρωγμών». Κανένα «μέτωπο δημοκρατίας» δεν μπορεί να τις κλείσει χωρίς υλικά για την μείωση των ανισοτήτων.

Ο Μακρόν, με την εργατική φόρμα, δείχνει, έστω και αργά να το μαθαίνει, αυτό. Ας ελπίσουμε ότι θα του δοθεί ευκαιρία να δείξει και ότι το κατανοεί.

Γιώργος Σιακαντάρης

Διαφήμιση
Διαφήμιση