HomeHL-WorldΕισβολή στο Καπιτώλιο: Γκρίζα επέτειος για τη Δημοκρατία των ΗΠΑ

Εισβολή στο Καπιτώλιο: Γκρίζα επέτειος για τη Δημοκρατία των ΗΠΑ

Μήνυμα Μπάιντεν με αφορμή τον ένα χρόνο από την έφοδο οργισμένων οπαδών του Ντόναλντ Τραμπ στο Καπιτώλιο

Διαφήμιση
Διαφήμιση

Ενας χρόνος συμπληρώνεται σήμερα από την πρωτοφανή εισβολή οργισμένων οπαδών του Ντόναλντ Τραμπ στο Καπιτώλιο, που προκάλεσε παγκόσμιο σοκ και έθεσε ερωτήματα για το μέλλον της αμερικανικής Δημοκρατίας (φωτ. A.P. Photo / Manuel Balce Ceneta, File).

Τα χιλιόμετρα μεταλλικών φρακτών που τοποθετήθηκαν γύρω από το Καπιτώλιο την επαύριον της αποφράδας 6ης Ιανουαρίου 2021 έχουν, στο μεγαλύτερο μέρος τους, αφαιρεθεί.

Ωστόσο, τα αυξημένα μέτρα ασφαλείας, οι μεταλλικοί ανιχνευτές και οι ασπίδες των αστυνομικών κοντά στις πόρτες, όπως και η οφθαλμοφανής ενίσχυση, σε προσωπικό και εξοπλισμό, της αστυνομίας του Καπιτωλίου μαρτυρούν ότι η ανησυχία δεν έχει εκλείψει.

Πώς θα αποτραπεί η επανάληψη μιας παρόμοιας φρικαλεότητας, που κηλίδωσε την εικόνα της αμερικανικής Δημοκρατίας στην οικουμένη; Αυτό ήταν το ερώτημα που απασχολούσε χθες τον πολιτικό κόσμο και τα μέσα ενημέρωσης των Ηνωμένων Πολιτειών, ένα χρόνο μετά την έφοδο οργισμένων οπαδών του Ντόναλντ Τραμπ, που αμφισβητούσαν το εκλογικό αποτέλεσμα της 3ης Νοεμβρίου, προκαλώντας πανεθνικό και παγκόσμιο σοκ.

Ακύρωσε συνέντευξη Τύπου ο τέως πρόεδρος λόγω αντιδράσεων Ρεπουμπλικανών που φοβούνταν τις επιπτώσεις μιας επανεμφάνισής του για το κόμμα.

Τα σκαλιά του Καπιτωλίου πρόκειται να ανέβει σήμερα ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, συνοδευόμενος από την αντιπρόεδρο Κάμαλα Χάρις, για να εκφωνήσει ομιλία με αφορμή τη θλιβερή επέτειο.

«Ο πρόεδρος θα πει την αλήθεια για το τι συνέβη εκεί και όχι τα ψέματα που διέδωσαν ορισμένοι, και θα τονίσει τον κίνδυνο που διέτρεξαν το κράτος δικαίου και το δημοκρατικό μας πολίτευμα», δήλωσε χθες η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου, Τζεν Ψάκι.

Οσοι όμως ανέμεναν χθες ακόμη ένα, έστω και εξ αποστάσεως, ντιμπέιτ Μπάιντεν – Τραμπ, μάλλον θα απογοητεύθηκαν.

Ο τέως πρόεδρος είχε προαναγγείλει ήδη από τις 21 Δεκεμβρίου ότι επρόκειτο να παραχωρήσει συνέντευξη Τύπου στις 6 Ιανουαρίου (σήμερα) για τα γεγονότα του Καπιτωλίου, όπου αναμενόταν να επανέλθει στις (ανυπόστατες, ακόμη και για στενούς συνεργάτες του) κατηγορίες περί «νοθείας» υπέρ του Μπάιντεν στις εκλογές του 2020. Η συνέντευξη Τύπου επρόκειτο να δοθεί από την έπαυλη του Τραμπ, στο Μαρ α Λάγκο της Φλόριντα.

Χθες όμως ανακοίνωσε ότι αποφάσισε να ματαιώσει τη συνέντευξη Τύπου και ότι θα έχει την ευκαιρία να στείλει τα μηνύματα που επιθυμεί σε πολιτική συγκέντρωση των Ρεπουμπλικανών, η οποία θα πραγματοποιηθεί στις 15 Ιανουαρίου, στην Αριζόνα.

Πέρα από τις συνήθεις επιθέσεις στα μέσα ενημέρωσης, το δελτίο Τύπου που εξέδωσε ο Τραμπ δεν διευκρινίζει τους λόγους της ματαίωσης.

Τα διεθνή πρακτορεία πιθανολογούν, όμως, ότι καθοριστικός παράγοντας πρέπει να ήταν η πίεση που δέχθηκε ο τέως πρόεδρος από ηγετικά στελέχη των Ρεπουμπλικανών, τα οποία ανησυχούσαν για τις επιπτώσεις που θα μπορούσε να επιφέρει η ανακύκλωση των γνωστών αιτιάσεων Τραμπ στην εικόνα του κόμματος, τη στιγμή που αυτό προετοιμάζεται για την κρίσιμη μάχη των ενδιάμεσων εκλογών για το Κογκρέσο (τον Νοέμβριο).

Ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Νότιας Καρολίνας, Λίντσεϊ Γκράχαμ, στενός πολιτικός σύμμαχος του Τραμπ, αποκάλυψε ότι ο ίδιος τον συμβούλευσε να ματαιώσει τη συνέντευξη Τύπου το περασμένο Σαββατοκύριακο, ενώ έπαιζε γκολφ μαζί του.

Η εξεταστική επιτροπή

Στο μεταξύ, συνεχίζονται με εντατικούς ρυθμούς οι εργασίες της εξεταστικής επιτροπής που έχει συγκροτήσει η Βουλή των Αντιπροσώπων για να διερευνηθούν τα έκτροπα της 6ης Ιανουαρίου, που στοίχισαν τη ζωή σε πέντε ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένου ενός αστυνομικού, και προκάλεσαν τον τραυματισμό εκατοντάδων άλλων.

Η τελευταία αξιοσημείωτη εξέλιξη ήταν η απόφαση της επιτροπής, που ελέγχεται από τους Δημοκρατικούς, να καλέσει για κατάθεση τον παρουσιαστή του Fox News, Σον Χάνιτι, έναν από τους πλέον διάσημους «ανθρώπους του Τραμπ» στα μέσα ενημέρωσης.

Στο μικροσκόπιο της επιτροπής βρίσκονται οι τηλεφωνικές επικοινωνίες ανάμεσα στον Χάνιτι, στον Τραμπ και στον τότε προσωπάρχη του Λευκού Οίκου, Μαρκ Μέντοους, τις κρίσιμες ώρες της 6ης Ιανουαρίου. Παράλληλα συνεχίζονται οι προσπάθειες των ανακριτικών αρχών για την ποινική δίωξη όσων ενεπλάκησαν, με κάποιον τρόπο, στις ταραχές.

Μέχρι σήμερα οι ανακριτικές αρχές έχουν διατυπώσει κατηγορίες εναντίον περίπου 800 προσώπων, αλλά το FBI θα συνεχίσει να «χτενίζει» χιλιάδες ώρες βίντεο και άλλες ενδείξεις προς αναζήτηση υπαιτίων. Το μεγάλο ερώτημα που μένει ανοιχτό είναι πόσο ψηλά θα φτάσει ο κατάλογος των κατηγορουμένων.

Ο Τραμπ παραπέμφθηκε (για δεύτερη φορά) στη Γερουσία, χωρίς να καταδικαστεί, τις τελευταίες ημέρες της θητείας του, αλλά δεν αποκλείεται να διωχθεί ποινικά, εφόσον προκύψουν ενοχοποιητικές ενδείξεις. Το ίδιο ισχύει και για πρώην συνεργάτες του.

Μάχη για αλλαγή της εκλογικής νομοθεσίας

Αποφασισμένοι να προωθήσουν την ψήφιση δύο σημαντικών εκλογικών νομοσχεδίων εντός του Ιανουαρίου εμφανίζονται οι Δημοκρατικοί, υποστηρίζοντας ότι οι Ρεπουμπλικανοί προσπαθούν να περιορίσουν την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος από μειονότητες σε πολιτείες που ελέγχουν και συνδέοντας αυτές τις προσπάθειες με την περυσινή εισβολή στο Καπιτώλιο.

«Οπως οι βίαιοι στασιαστές που εισέβαλαν στο Καπιτώλιο πριν από έναν χρόνο, Ρεπουμπλικανοί αξιωματούχοι σε πολλές πολιτείες της χώρας αναμασούν το μεγάλο ψεύδος του Τραμπ περί εκτεταμένης νοθείας για να προωθήσουν αντιδημοκρατικά νομοθετήματα και να χειραγωγήσουν παραδοσιακά ανεξάρτητες εκλογικές επιτροπές», αναφέρει σε επιστολή προς τους συναδέλφους του ο επικεφαλής των Δημοκρατικών στη Γερουσία, Τσακ Σούμερ.

Τον Νοέμβριο, το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης προσέφυγε σε ομοσπονδιακό δικαστήριο εναντίον νόμου που ενέκρινε πρόσφατα το Τέξας, όπου πλειοψηφούν οι Ρεπουμπλικανοί, ο οποίος –στο όνομα αποφυγής της νοθείας– απαγορεύει την ψηφοφορία σε drive in και επιβάλλει περιορισμούς στο ωράριο των εκλογικών κέντρων και στην επιστολική ψήφο.

Οι Δημοκρατικοί υποστηρίζουν ότι παρόμοια μέτρα –που έχουν εγκριθεί και σε άλλες πολιτείες– πλήττουν δυσανάλογα τις μειονότητες.

Στην προσπάθειά τους να βάλουν «φρένο» σε ανάλογες πρωτοβουλίες πολιτειών, οι Δημοκρατικοί προωθούν στη Γερουσία τον νόμο για την ελευθερία της ψήφου και τον νόμο Τζον Λιούις για τα εκλογικά δικαιώματα.

Οι δύο σημαντικές νομοθετικές πρωτοβουλίες προβλέπουν τη μετατροπή της ημέρας των εκλογών σε εθνική αργία και την επέκταση της επιστολικής ψήφου.

Η Γερουσία είναι μοιρασμένη σε δύο ισοδύναμα στρατόπεδα (50 Δημοκρατικοί γερουσιαστές και 50 Ρεπουμπλικανοί), αλλά σε περίπτωση ισοψηφίας η πλάστιγγα γέρνει σύμφωνα με την ψήφο του αντιπροέδρου της χώρας, δηλαδή της Κάμαλα Χάρις. Δεδομένου ότι το σύνολο των Δημοκρατικών γερουσιαστών συμφωνεί επί της ουσίας με τα δύο νομοσχέδια, ο δρόμος για την έγκρισή τους είναι, κατ’ αρχήν, ανοικτός.

Η εικόνα περιπλέκεται, ωστόσο, διότι οι Ρεπουμπλικανοί κάνουν χρήση του εθιμικά κατοχυρωμένου όπλου της κοινοβουλευτικής κωλυσιεργίας (filibuster) για να στείλουν τα δύο νομοσχέδια στις ελληνικές καλένδες. Για να ακυρώσουν το filibuster, οι Δημοκρατικοί χρειάζονται ενισχυμένη πλειοψηφία 60 γερουσιαστών, δηλαδή την υποστήριξη 10 Ρεπουμπλικανών, πράγμα μη ρεαλιστικό.

Ωστόσο, ο Τσακ Σούμερ στην προαναφερθείσα επιστολή του διεμήνυσε ότι αν επιμείνουν στην κωλυσιεργία τους οι Ρεπουμπλικανοί, θα προωθήσει απόφαση για την αναθεώρηση του κανονισμού της Γερουσίας, με άρση του filibuster σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ώστε να ψηφιστούν τα δύο νομοσχέδια μέχρι τις 17 Ιανουαρίου. Θα χρειαστεί, ωστόσο, να πείσει τα δύο «μαύρα πρόβατα» των Δημοκρατικών γερουσιαστών, τον Τζο Μάντσιν και την Κίρστεν Σινέμα, οι οποίοι προβάλλουν αντιρρήσεις στην αλλαγή των κανόνων περί filibuster.

 

kathimerini.gr

Διαφήμιση
Διαφήμιση