HomeΓΝΩΜΕΣΓια τις πυρκαγιές των τελευταίων ημερών

Για τις πυρκαγιές των τελευταίων ημερών

Διαφήμιση
Διαφήμιση

Tου Σίμου Ανδρονίδη

Τις τελευταίες ημέρες, σε διάφορες περιοχές της ελληνικής επικράτειας, έχει εκδηλωθεί σειρά συνεχόμενων πυρκαγιών. Και για να καταστούμε πιο συγκεκριμένοι, ομιλούμε για περιοχές όπως η Εύβοια, η Αττική, η Ηλεία και ακόμη, η Αρκαδία στην περιφέρεια Πελοποννήσου.

Οι αρθρογράφοι της εφημερίδας ‘Τα Νέα,’ Προκόπης Γιόγιακας και Εύη Σαλτού, προσφέρουν μία γενικότερη εικόνα για το τι συνέβη, εστιάζοντας στον αριθμό των καμένων εκτάσεων: «Συνολικά 933.680 στρέμματα είχαν καεί έως και την περασμένη Κυριακή στην Ελλάδα, σημειώνοντας κατακόρυφη αύξηση συγκριτικά με τον μέσο όρο των καμένων εκτάσεων την περίοδο 2002-2020. Μάλιστα, η χώρα μας με το αρνητικό αυτό ρεκόρ σε απόλυτο μέγεθος καμένης έκτασης κατατάσσεται τρίτη-μετά την Τουρκία και την Ιταλία-μεταξύ των χωρών της Νοτιοανατολικής Μεσογείου».[1]

Εάν δε, σε αυτή την παράμετρο που αφενός μεν είναι ποσοτική, και αφετέρου δε, βαθιά ποιοτική, διότι άπτεται της συνεισφοράς των δασικών οικοσυστημάτων σε ό,τι αποκαλείται ποιότητα ζωής, προσθέσουμε και την απώλεια ζωών, και ζωικού και οικιστικού κεφαλαίου, τότε, μπορούμε να κάνουμε λόγο για την εκδήλωση ενός καταστροφικού συμβάντος το οποίο και δεν αφήνει ανεπηρέαστο ούτε το πεδίο του κοινωνικού αλλά ούτε και την πολιτική σκηνή. Στην εν Ελλάδι δημόσια σφαίρα, δύο είναι οι πυρκαγιές εκείνες των τελευταίων ετών, που θεωρητικά ομιλώντας, μπορούμε να τις κατατάξουμε στην κατηγορία του «πολιτισμικού τραύματος», κατά την έκφραση του Μανούσου Μαραγκουδάκη. Και αναφερόμαστε στις πυρκαγιές σε περιοχές της Ηλείας, το 2007, και στο Μάτι Αττικής το 2018, πυρκαγιά που προκάλεσε πολλές και μεγάλες καταστροφές όπως επίσης, και 102 νεκρούς. Νεκροί υπήρξαν και στις πυρκαγιές της Ηλείας.

Η βασική προϋπόθεση για την ένταξη ενός συμβάντος ή αλλιώς, γεγονότος, στην κατηγορία του «πολιτισμικού τραύματος», είναι η νοηματοδότηση του από υποκείμενα που δραστηριοποιούνται στη δημόσια σφαίρα, η οποία και λαμβάνει χώρα με τρόπο ώστε, όχι να καταστεί, αλλά να ορισθεί  ως τραύμα και δη «πολιτισμικό τραύμα».[2]

Στις περιπτώσεις της Ηλείας και του Ματιού, έλαβε χώρα μία νοηματοδότηση που συμπεριελάμβανε δραστικά τον θρήνο για τις απώλειες ανθρώπινων ζωών, την αίσθηση της καταστροφής που επιμερίζεται σε καταστροφή δάσους, ποιότητας ζωής και καθημερινότητας όπως την γνώριζαν, ιδίως για αυτούς που είδαν τις οικίες του να καταστρέφονται,[3] την σύγχυση και την αδυναμία να προσδιορισθεί ένα έστω και βραχυπρόθεσμο μέλλον για τους πληγέντες και ευρύτερα, για την χώρα που δεν αποδίδει την ανάλογη σημασία στην ‘περιουσία’ της (δάση/περιβάλλον), την έκφραση της αβοηθησίας που διατρέχει οριζόντια την δημόσια σφαίρα, για ό,τι ‘λίγο’ έπραξε ή δεν έπραξαν καθόλου οι κρατικές αρχές, και, την σε πραγματικό χρόνο διαμόρφωση συνθηκών οργής που μέσω συλλογικών αφηγήσεων και προσλήψεων, κατακλύζουν την δημόσια σφαίρα.

Στη βάση όλων αυτών των παραμέτρων που συνθέτουν τις εν Ελλάδι ιστορικές πυρκαγιές τουλάχιστον της τελευταίας δεκαπενταετίας ως «πολιτισμικό τραύμα», θα εντάξουμε και την «φαντασιακή απόδοση ευθυνών, είτε αυτές είναι προφανείς, είτε όχι»,[4] για να παραπέμψουμε πάλι στον Μανούσο Μαραγκουδάκη.

Είναι η λογική της «απόδοσης ευθυνών», πολιτικών και ηθικών, οι οποίες και ενέχουν μία διττή λειτουργία. Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Σημαίνει πως, από την μία πλευρά, η απόδοση της ευθύνης, η εννοιολογική κατασκευή του ‘ενόχου,’ του ‘φονέα’ των δασών και του περιβάλλοντος, συμβάλλει σε μία πρώτη επεξεργασία του τραύματος, καθιστώντας το απτό, άμεσο, και από την άλλη πλευρά, διαμέσου και της προσέγγισης θύτη-θύματος, αυτός που φέρει ή αλλιώς, θεωρείται ό,τι ‘φέρει την ευθύνη,’ προσφέρει το έναυσμα για την εκδήλωση και την δικαιολόγηση της οργής.

Μάλιστα, στο τραυματικό υπόδειγμα στο Μάτι Αττικής, η απόδοση ευθύνης υπήρξε πιο έντονη και λόγω του ό,τι το φαινόμενο εκδηλώθηκε γρήγορα και αρκετά πιο βίαια από ό,τι οι αντίστοιχες πυρκαγιές στην Ηλεία το 2007.[5] Οι φετινές πυρκαγιές θεωρούμε πως μέχρι στιγμής πληρούν τις προϋποθέσεις ένταξης τους στην κατηγορία του «πολιτισμικού τραύματος»,[6] ιδίως εάν συνυπολογίσουμε στην ανάλυση μας τους τρόπους με τους οποίους αναπαρίστανται ως περιβαλλοντικό και σε ένα δεύτερο επίπεδο, καταστρεπτικό συμβάν.

Κάτι που συμβαίνει και στην διαδικτυακή-ψηφιακή σφαίρα, διάσταση που δεν υπήρχε το 2007 στην Ηλεία, ή υπήρχε με χαμηλή ένταση (ενώ και το 2018 στο Μάτι, οι αφηγήσεις περί της πυρκαγιάς στην διαδικτυακή-ψηφιακή σφαίρα υπήρξαν έντονες), ως υπο-κατηγορία της εν ευρεία εννοία δημόσιας σφαίρας, εντός της οποίας αναπαράγεται ένα κοκτέιλ με βασική υλικά την κατευθυνόμενη οργή, τις έντονες φωνές για τον συμβολικό ‘θάνατο’ των δασών, την αίσθηση ό,τι αυτό που συμβαίνει δεν ‘έχει προηγούμενο,’ την συγκεκριμένη ονομασία των ‘ενόχων.’

Σε αυτό το πλαίσιο, μπορούμε να εντάξουμε και τους υβριστικούς χαρακτηριστικούς προς το πρόσωπο του πρωθυπουργού, στο λεπτό σημείο όπου ο ίδιος δεν είναι μόνο ‘πολιτικά υπεύθυνος,’ αλλά ο ‘δράστης.’

Ως προς αυτό, το γνωστό πλέον trend ‘Μητσοτάκη γα…σαι,’ έτσι όπως αναπαράγεται στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης Twitter, όντας αρκούντως συμπυκνωμένο για να καταστεί σύνθημα, viral έκφραση, πολιτικό σλόγκαν, εμπεριέχει ένα επαρκές απόθεμα έκφρασης μίσους για τον πρωθυπουργό που αναπαρίσταται ως ‘εχθρός του λαού,’ από την στιγμή όπου η έκφραση επιδιώκει να εμβαπτισθεί στα νάματα μίας λαϊκότητας που αναγνωρίζει στον Κυριακό Μητσοτάκη την ιδιότητα του ‘ελιτιστή’.

Άρα, η φράση εγγράφει και τα επι-γενόμενα χαρακτηριστικά μίας αντι-ελιτιστικής προσέγγισης, η οποία και εξελίσσεται έως του σημείου της κατασκευής μίας αξιακού και πολιτικού τύπου αντίστιξης, δύο ευδιάκριτων ‘στρατοπέδων’: Του ΄λαού’ και των επιμέρους ενοτήτων του όπως αυτή της Εύβοιας που ‘καταστρέφονται’ και κάποιοι σφυρίζουν αδιάφορα εάν δεν επωφελούνται της κατάστασης, και των ‘ελίτ’ που για άλλη μία φορά, δεν δείχνουν παρά το στυγνό πρόσωπο της εκμετάλλευσης και της ιδιοτέλειας.

Ίσως για πρώτη φορά, ο δημόσιος λόγος της περιόδου, και ιδωμένος πολιτικά, στρατοπεδοποιείται, συναρθρώνοντας τον «ιδεολογικό αρνητισμό» (negativisme), για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του Pierre-Andre Taguieff (η έγκληση της ‘επάρατης’ και ‘καταστρεπτικής Δεξιάς’ αναπαράγεται), με μία προς τα κάτω σχετικοποίηση που δεν αναγνωρίζει παρά την ‘αχρηστία,’ η οποία σχετικοποίηση διανθίζεται με την χροιά ενός ελληνικού εξαιρετισμού[7] και επίσης, με όψεις συνωμοσιολογίας.[8]

Πυρκαγιές τέτοιου μεγέθους και με τα χαρακτηριστικά που προσέλαβαν, καθιστούν επιτακτική την ανάγκη πραγματοποίησης σειράς πολιτικών-διοικητικών τομών, με σημείο-κλειδί, πέραν των απλοϊκών αντιλήψεων[9] που αναγάγουν τα προβλήματα και την επίλυση τους στο απλό πάτημα ενός κουμπιού, να είναι η λέξη επανασχεδιασμός σε πολλά επίπεδα, και σε αυτά που έχουν να κάνουν κύρια με τον σχεδιασμό πολιτικών πρόληψης δασικών πυρκαγιών, εκεί όπου πρέπει να ληφθεί υπόψιν δραστικά ο παράγοντας ‘εξελισσόμενη κλιματική αλλαγή,’[10] με την εκ νέου κατάρτιση (πλάνα λειτουργίας), και επανεκπαίδευση στελεχών της πυροσβεστικής,[11] με την επίτευξη καλύτερων βαθμών συντονισμού μεταξύ των συναρμόδιων φορέων, κάτι που αφορά και τον καθορισμό αρμοδιοτήτων και λειτουργιών, καθορισμός που πρέπει να είναι ξεκάθαρος.

Αυτά τα στοιχεία[12] οφείλουν[13] να συμπεριληφθούν σε μία κεντρική περιβαλλοντική στρατηγική, η οποία θα εκκινεί από το ερώτημα ‘τι περιβάλλον (και τι ανάπτυξη) θέλουμε,’ μέσα στην οποία τα δασικά οικοσυστήματα θα βρίσκουν την θέση τους στο καταστατικό τρίπτυχο ‘δάση-γνώση (βλέπε και εκπαίδευση) -ασφάλεια’ με την τελευταία διάσταση να μην έχει να κάνει με έναν στενό ορισμό της ασφάλειας.

Τα δάση πρέπει να αποκτήσουν οιονεί διαστάσεις συμβολικού ‘κεφαλαίου’ που χρήζουν θεσμικής και κοινωνικής προστασίας. Αυτή η συζήτηση μπορεί να διεξαχθεί και εκτός Κοινοβουλίου και του πεδίου δράσης των πολιτικών κομμάτων.

Σε επίπεδο Κοινοβουλίου[14] και κοινοβουλευτικής συζήτησης, η πρόταση του Κινήματος Αλλαγής για την υιοθέτηση εθνικού κλιματικού νόμου, αποτελεί μία καλή βάση συζήτησης για τα ζητήματα που προκύπτουν. Όμως, αν στραφούμε στην ανάλυση του Κυριάκου Σουλιώτη περί εξειδίκευσης και τεκμηρίωσης των μέτρων που προτείνονται για την δημόσια υγεία, τότε, θα πούμε πως μία ανάλογη εμβάθυνση-εξειδίκευση απαιτείται και ως προς την δυνατότητα χάραξης και εφαρμογής πολιτικών πρόληψης για τα δάση[15] και για το περιβάλλον, ώστε η συζήτηση να είναι ουσιαστική και γόνιμη, δίχως να «περιορίζεται σε (διαισθητικού τύπου) εξαγγελίες».[16]

[1] Βλέπε σχετικά, Γιόγιακας Προκόπης & Σαλτού Εύη, ‘Μαύρο ρεκόρ για τις καμένες εκτάσεις,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα,’ 11/08/2020, σελ. 10.

[2] Βλέπε σχετικά, Μαραγκουδάκης Μανούσος, ‘Marfin: Oι αβεβαιότητες ενός πολιτισμικού τραύματος,’ στο: Βαμβακάς Βασίλης, Καρατράντος Τριαντάφυλλος & Παναγιωτόπουλος Παναγής., (επιμ.), ’05.05.2010. Ταυτότητες και συναισθήματα της πολιτικής βίας στην Ελλάδα του 21ου αιώνα,’ Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2021, σελ. 134-135.

[3] Σε αυτό το σημείο η αίσθηση του πόνου που προκύπτει από την απώλεια της οικίας, της ‘οικοσκευής,’ μεγεθύνεται, ως απόρροια του ρόλο που διαδραματίζει το σπίτι και η επιτέλεση δραστηριοτήτων εντός σπιτιού για την οργάνωση της καθημερινής ζωής ενός ατόμου, για την ίδια την κουλτούρα της συμ-βίωσης και της ατομικής ζωής.

[4] Βλέπε σχετικά, Μαραγκουδάκης Μανούσος, ‘Marfin: Oι αβεβαιότητες ενός πολιτισμικού τραύματος,’ στο: Βαμβακάς Βασίλης, Καρατράντος Τριαντάφυλλος & Παναγιωτόπουλος Παναγής., (επιμ.), ’05.05.2010. Ταυτότητες και συναισθήματα της πολιτικής βίας στην Ελλάδα του 21ου αιώνα…ό.π., σελ. 134-135.

[5] Όσον αφορά το πολιτικό γίγνεσθαι, θα λέγαμε πως οι πυρκαγιές του 2007, οι προεκτάσεις και ο τρόπος που αντιμετωπίσθηκαν από τις αρμόδιες αρχές, διαδραμάτισαν ιδιαίτερο ρόλο στην απόδοση ευθυνών όχι μόνο  προς την τότε κυβερνώσα Νέα Δημοκρατία (Ν.Δ.,), αλλά κύρια προς το δικομματικό σύστημα εξουσίας, με τις ευθύνες να βαραίνουν την Νέα Δημοκρατία αλλά να επιμερίζονται και προς την πλευρά του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος (ΠΑΣΟΚ), με τα δύο πολιτικά κόμματα να προσλαμβάνονται δραστικά ως κοινό μπλοκ, ή αλλιώς, οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος που έχουν φέρει την χώρα σε αυτή την κατάσταση. Εδώ, οι πυρκαγιές, η διαχείριση τους, η νοηματοδότηση τους ως τραύμα και ως κάτι που μας αφορά (ας θυμηθούμε και την πραγματοποίηση βουβών εκδηλώσεων διαμαρτυρίας για την ‘περιβαλλοντική καταστροφή’),  ενίσχυσαν περαιτέρω προϋπάρχουσες αντι-δικομματικές στάσεις, την λογική του ‘οι δύο είναι ίδιοι,’ κάτι που διεφάνη και στις βουλευτικές εκλογές του ίδιου χρόνου. Από την άλλη, η πυρκαγιά στο Μάτι το 2018, με την αίσθηση του καμένου ως θανάτου, δεν συνδέθηκε με την ανάπτυξη τάσεων μίας εν συνόλω απόρριψης κομμάτων ή του ίδιου του κομματικού-πολιτικού συστήματος, όσο έτεινε εμπρόθετα προς την κατεύθυνση λειτουργίας του ως θρυαλλίδας που ενίσχυσε το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, επιταχύνοντας την ήδη συντελεσθείσα φθορά του, στο σημείο όπου έμφαση δόθηκε στην ‘διαχειριστική του ανεπάρκεια’ και στην έλλειψη εν-συναίσθησης.

[6] Οι πολλές πυρκαγιές καθίσταται «τραύμα» διότι ‘πονάνε,’ ‘εξοργίζουν,’ γεννούν πληθώρα συναισθημάτων, ανα-καλούν στη συλλογική μνήμη ό,τι συνέβη (με διαφορετικές αναλογίες) στο Μάτι και στην Ηλεία το 2007. Οι πυρκαγιές δεν εξωθούνται από τις αφηγήσεις όπως αυτές προκύπτουν στη δημόσια σφαίρα.

[7] Υπό αυτό το πρίσμα, ο εξαιρετισμός και δη ο εν Ελλάδι εξαιρετισμός σχετίζεται με την αντίληψη έτσι όπως αρθρώνεται, ό,τι στην Ελλάδα δεν ‘λειτουργεί τίποτα,’ ό,τι η χώρα βρίσκεται πολύ κάτω από τα standards μίας έστω και στοιχειωδώς αποτελεσματικής κρατικής λειτουργίας, ό,τι έπρεπε να σπεύδουν να συνδράμουν οι ξένες πυροσβεστικές δυνάμεις για να αντικρίσουμε τα ‘χάλια μας,’ και για να σβήσουν σταδιακά οι πυρκαγιές, με το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτού του τύπου εξαιρετισμού που απλοϊκά και οργισμένα έως μηδενιστικά, θεωρεί την χώρα και ειδικότερα τον κρατικό μηχανισμό της ως ‘μαύρη τρύπα’ να έχει μία φορά από τα κάτω προς τα άνω, εν αντιθέσει με ό,τι συνέβαινε την περίοδο της βαθιάς κοινωνικοοικονομικής και πολιτικής κρίσης.

[8] Η συνωμοσιολογία που εντοπίζουμε, αφορά το ζήτημα των ανεμογεννητριών: Μία διαδεδομένη άποψη των ημερών, είναι αυτή που προκρίνει την εξής εκδοχή. Μία σειρά αλλότριων δυνάμεων και συμφερόντων, εντός της οποίας συναντώνται πολιτικές (ο πρωθυπουργός και ακόμη, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας), και οικονομικές ελίτ (πάλι η αφήγηση περί ελίτ), διευκόλυναν την κατάσταση, αν δεν συνέβαλλαν οι ίδιοι στην εκδήλωση των πυρκαγιών στην Εύβοια, μέσω της αποστολής των απαραίτητων πυροσβεστικών μέσων, με άμεσο στόχο την καταστροφή δασικών εκτάσεων για την εγκατάσταση των ανεμογεννητριών, παραγνωρίζοντας την κείμενη νομοθεσία και το τι αυτή προβλέπει για την εγκατάσταση τους, και τείνοντας προς την συγκρότηση ενός συνωμοσιολογικού λόγου τύπου ‘όλα γίνονται για κάποιον λόγο. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται και τίποτα δεν είναι αθώο. Πραγματικός εμπρηστής είναι οι ελίτ.’ Ο συνωμοσιολογικός λόγος εδώ προσεγγίζει αφηγήσεις περί παρασκηνίου, θέλοντας να είναι ‘συνταρακτικά αποκαλυπτικός’ όντας στη βάση του, μηχανιστικός αλλά, ελκυστικός για μία μερίδα του κοινού που αρέσκεται στο να φωνασκεί για το ‘κλεμμένο δίκιο’ του (ας δώσουμε έμφαση σε αυτό το σημείο). Αυτού του τύπου η συνωμοσιολογία, δεν θα ήταν υπερβολικό να ειπωθεί ό,τι μπορεί να τροφοδοτήσει το αφήγημα του ‘όλοι ίδιοι είναι.’

[9] Ένα άλλο στοιχείο που μπορούμε να συγκρατήσουμε από τον πολιτικό και δημόσιο λόγο της περιόδου, είναι οι αφορισμοί παντός είδους για ασκούμενες πολιτικές και για πολιτικά πρόσωπα και κόμματα. Και το trend ‘Μητσοτάκη γα…σαι’ εμπίπτει στην τυπολογία του αφορισμού, κατατιθέμενος μάλιστα με μία σχεδόν μεταφυσική πίστη.

[10] Η πολιτική της πρόληψης, οφείλει να συνδεθεί με την παραγωγή νέας γνώσης ως προς την παράμετρο προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων. Εν ευρεία εννοία, η έννοια της πρόληψης άπτεται του πολιτικού ως ‘τέχνη’ και όχι απλά ως διαχείρισης, τιθέμενης και υπό την οπτική της οιονεί αβεβαιότητας που μας περιβάλλει. Το προλαμβάνω σημαίνει ‘εργάζομαι για να είμαι έτοιμος.’ Στον τομέα της πρόληψης υστέρησαν κυβέρνηση, τοπική αυτοδιοίκηση και πυροσβεστική υπηρεσία. Ο λόγος πρέπει να δοθεί και στους κατοίκους των περιοχών που επλήγησαν, με το ‘ακούω’ σε πρώτο πλάνο.

[11] Και πάνω στην πρόληψη και διαχείριση κρίσεων με προοπτικές άμεσης έως ραγδαίας επιδείνωσης. Η έννοια της διαχείρισης κρίσεων με τους πλέον βέλτιστους τρόπους, οφείλει να διαπεράσει τον σκληρό δίσκο της εγχώριας πολιτικο-διοικητικής κουλτούρας. Την χάραξη πολιτικών, την εφαρμογή τους, και τον τρόπο με τον οποίο το στελεχιακό δυναμικό αντιλαμβάνεται το γίγνεσθαι και τις ιδιαίτερες συνθήκες που κάθε φορά το διαμορφώνουν. Άρα, η πολιτικο-διοικητική οπτική πρέπει να είναι ανοιχτή και εξωστρεφής.

[12] Στρατηγικές εν-συναίσθησης και διπλωματικής-περιβαλλοντικής αλληλεγγύης αναπτύχθηκαν μέσω της έλευσης στη χώρα πυροσβεστικών δυνάμεων από χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όχι μόνο, εκεί όπου έλαβε χώρα  τόσο η ενίσχυση όσο και η ανάπτυξη διαύλων επικοινωνίας επί του πεδίου με την ενεργοποίηση του μηχανισμού πολιτικής προστασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αποτελεί έναν ενδεικτικό τρόπο του τι μπορεί να προσφέρει ο συντονισμός που κινείται με γνώμονα την παραγωγή αποτελέσματος. Παράλληλα, δεν εξέλιπε η συγκρότηση δικτύων αλληλεγγύης (με τα επιμέρους χαρακτηριστικά τους),  ανά την επικράτεια, εκεί όπου, με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε ρόλο πολλαπλασιαστή του μηνύματος, έλαβε χώρα μία ευρύτερη κινητοποίηση με επίδικο την συγκέντρωση ειδών πρώτης ανάγκης για τους κατοίκους περιοχών της Εύβοιας που επλήγησαν, διαθέτοντας ως πρώτη ύλη, από κοινού με την κατανόηση και την έκφρασης έμπρακτης συμπαράστασης, την «αυτο-οργάνωση», κατά την έκφραση των Κάρολου Καβουλάκου και Γιώργου Γριτζά, καθώς και την απουσία ιεραρχικής διάρθρωσης.  Βλέπε σχετικά, Καβουλάκος Κάρολος & Γριτζάς  Γιώργος, ‘Κινήματα και εναλλακτικοί χώροι στην Ελλάδα της κρίσης. Μια νέα κοινωνία πολιτών,’ στο: Γεωργαράκης Ν.Γ-Δεμερτζής Ν., (επιμ.,), ‘Το Πολιτικό Πορτραίτο της Ελλάδας. Κρίση και η αποδόμηση του πολιτικού,’ Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών/Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 2015, σελ. 346.

[13] Τις τελευταίες ημέρες, δεν απουσίαζαν οι λεκτικές επιθέσεις σε δημοσιογράφους που κάλυπταν τα γεγονότα, οι οποίοι, όταν δεν ‘χαζολογούσαν,’ τότε, ‘απέκρυπταν’ την ‘αλήθεια,’ όντας σε διατεταγμένη, για λογαριασμό της κυβέρνησης, ‘υπηρεσία.’ Σε αυτή την περίπτωση, έχουμε να κάνουμε με την διαμόρφωση ενός οιονεί αντι-συστημικού λόγου (ο δημοσιογράφος ως αποδέκτης της οργής), με άξονα την δημοσιογραφία και το τι ‘συμφέροντα αυτή υπηρετεί,’ η οποία και τροφοδοτείται από τις αφηγήσεις περί ύπαρξης και αξιοποίησης της περιώνυμης ‘Λίστας Πέτσα’ που κατέστησε ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς και δημοσιογράφους ‘φιλο-κυβερνητικούς.’ Η ‘Λίστα Πέτσα’ επιστρέφει εκ νέου στη δημόσια σφαίρα (αν έφυγε και ποτέ), για να δώσει τον τόνο της αντιπαράθεσης γύρω από ό,τι ορίζεται ως ‘αλήθεια.’ Εντός αυτών των κατηγοριοποιήσεων, συντελέσθηκε και ένα αξιοσημείωτο γεγονός, που είναι το ‘κύμα’ συμπάθειας έως εμπιστοσύνης που συγκροτήθηκε γύρω από τον τηλεοπτικό σταθμό ‘ΟPEN,’ με σημείο τομής το περιστατικό με δημοσιογράφου του σταθμού να παρηγορεί πολίτη του οποίου η οικία κινδυνεύει. Πέραν αυτού, ρόλο στην εκδήλωση αυτού του ‘κύματος’ παίζει και η θεωρούμενη ως πιο αντικειμενική κάλυψη των γεγονότων, που λειτουργεί ως μέτρο σύγκρισης για ό,τι ‘δεν έκαναν’ τα ‘πετσωμένα ΜΜΕ,’ ευφημισμός που σπεύδει να αντικαταστήσει τον παλαιότερα ‘ΜΜΕ της διαπλοκής.’

[14] Στη συνέντευξη τύπου που παραχώρησε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, αναφερόμενος στο επιτελικό κράτος δήλωσε τα εξής: «Το επιτελικό κράτος δεν σβήνει φωτιές με τη μάνικα. Το επιτελικό κράτος ορίζει στόχους και συντονίζει». Ορθώς, στη δήλωση του πρωθυπουργού, και σε ό,τι έχει να κάνει με το επιχειρησιακό σκέλος, τονίζεται πως το επιτελικό κράτος «δεν σβήνει φωτιές με τη μάνικα». Όμως, εντός αυτού, ανακύπτει ένα ερώτημα επί της ουσίας πολιτικό, που έχει να κάνει με το εξής: Εφόσον δίνεται ως χαρακτηριστικό του επιτελικού κράτους, ο ορισμός στόχων και ο συντονισμός, ποιος ήταν ο ορισμός στόχων που επήλθε γύρω από την φετινή αντιπυρική περίοδο; Βλέπε σχετικά, Παπακώστα Καρολίνα, ‘Κυριάκος Μητσοτάκης. Οι ευθύνες θα αποδοθούν. Κάνουμε με θάρρος την αυτοκριτική μας»,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα Σαββατοκύριακο,’ 13-15/08/2021, σελ. 6-7.

[15] Για παράδειγμα, τι μπορεί να προσφέρει η διάνοιξη αντιπυρικών ζωνών εντός μίας δασικής έκτασης και περαιτέρω, η διάνοιξη αντιπυρικών οδών εντός δασικών εκτάσεων όπου και έχουν ανεγερθεί διάφορες κατοικίες; Ένα ενδιαφέρον στοιχείο όσον αφορά την δυνατότητα σχεδιασμού πολιτικής, είναι η κατάταξη των δασικών εκτάσεων της χώρας σε κλίμακες επικινδυνότητας με βάση όμως συγκεκριμένες παραμέτρους, όπως οι καιρικές συνθήκες, σχετικές και με την εξέλιξη της κλιματικής αλλαγής (καύσωνες, ερημοποίηση), το είδος της βλάστησης,  η μείξη του με κατοικίες και με σειρά άλλων ανθρώπινων δραστηριοτήτων (οικονομικές δραστηριότητες), ο βαθμός προσβασιμότητας σε αυτές. Με στόχο ο σχεδιασμός πολιτικών πρόληψης να είναι ακριβής και τεκμηριωμένος, απαντώντας στο ‘που’ και στο ‘πως.’

[16] Βλέπε σχετικά, Σουλιώτης Κυριάκος, ‘Μεταρρυθμίσεις και άλλα δαιμόνια,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα,’ 12/08/2021, σελ. 19.

Σίμος Ανδρονίδης

Διαφήμιση
Διαφήμιση