HomeΓΝΩΜΕΣΓια την θεσμική μνήμη της Μεταπολίτευσης

Για την θεσμική μνήμη της Μεταπολίτευσης

Διαφήμιση
Διαφήμιση

Tου Σίμου Ανδρονίδη

Το Σάββατο 24 Ιουλίου 2021, συμπληρώνονται 47 χρόνια από την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας (1967-1974) και την μετάβαση στην περίοδο της Μεταπολίτευσης που συνδέθηκε με την συγκρότηση της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας που έφερε εντός της την στρατιωτική εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο και την κατάληψη του 37% του εδάφους της.

Κάνουμε λόγο εν προκειμένω, για μετάβαση και όχι για παλινόρθωση της δημοκρατίας,[1] ακριβώς διότι η έννοια της τομής που σχετίζεται με την Μεταπολίτευση, αντλεί από το ό,τι η Μεταπολίτευση, εν ευρεία και εν στενή εννοία, έθεσε τους όρους για μία ριζικά διαφορετική πολιτειακή-πολιτειακή οργάνωση, και ως προς την δικτατορία των συνταγματαρχών , αλλά και ως προς της μετεμφυλιακή-μεταπολεμική περίοδο και τα πολιτικά χαρακτηριστικά της. Οπότε, η ίδια η Μεταπολίτευση ή ορθότερα η διαδικασία της πολιτικής, πολιτειακής και θεσμικής οργάνωσης που αποκλήθηκε Μεταπολίτευση, με έναν ιδιαίτερο τρόπο απλώνεται στον μακρύ ιστορικό χρόνο.

Εναλλακτικά, θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο «ρηξιακό Γεγονός»[2] τον οποίο και χρησιμοποιεί  ο Παναγής Παναγιωτόπουλος, με την έμφαση να δίδεται στο κεφαλαίο Γ το οποίο και μπορεί να σημασιοδοτήσει το βάθος και την ένταση του ρηξιακού Γεγονότος.

Κάτι που όσον αφορά την Μεταπολίτευση[3] διαφαίνεται στα πρώτα χρόνια της σταθεροποίησης και εμπέδωσης της, όταν και συνοδεύθηκε, αφενός μεν από κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες που άπτονταν της ίδιας της διαδικασίας της μετάβασης που θεμελιωδώς έσπευσε να απαντήσει στο ερώτημα περί του πολιτεύματος και δη του ενδεδειγμένου πολιτεύματος, και, αφετέρου δε, προσδιόρισε ως «Γεγονός» και προσδιορίσθηκε συνάμα από την εμφάνιση μορφών ατομικής χειραφέτησης και ακόμη, από την εμφάνιση πολιτισμικών εκφάνσεων, εκεί όπου, αρκετές εξ αυτών των επιτελέσεων  προσέδιδαν στη Μεταπολίτευση ιστορικότητα.[4]

Το παρόν κείμενο, καταπιάνεται με την έννοια της θεσμική-πολιτικής μνήμης η οποία, άμα τη συγκροτήσει της, συμπεριελήφθη στην κληρονομιά, στην οιονεί πολιτική Μεταπολιτευτική κουλτούρα, στο ‘σκληρό δίσκο’ της ίδιας της Μεταπολίτευσης, προκρίνοντας, και σε δύσκολες και κρίσιμες στιγμές, την αξία και την σημαντικότητα της δημοκρατίας ως μη αυτονόητο κεκτημένο.

Άρα, μπορούμε να μεταβούμε προς ένα θεωρητικό όσο και πολιτικό σχήμα εντός του οποίου  και με άξονα την θεσμική μνήμη, μνήμη[5] τρέχουσας λειτουργίας και επίκλησης του παρελθόντος, η Μεταπολιτευτική δημοκρατία μετεξελίχθηκε στο είδος εκείνο της ‘υπερασπίσιμης’ Δημοκρατίας, στην οποία και συνέκλιναν  τουλάχιστον οι βασικότερες πολιτικές δυνάμεις της χώρας. Και οι σταδιακές δικλείδες ασφαλείας που προστίθενταν, υπό την μορφή των ανεξάρτητων αρχών, αν αντλήσουμε ένα παράδειγμα από την περίοδο της ύστερης Μεταπολίτευσης, λάμβαναν υπόψιν αυτή την σημαίνουσα παράμετρο.

Ακόμη και δεν έλαβε χώρα η διαμόρφωση μίας πολιτικής συναίνεσης[6] που ιδίως τα πρώτα χρόνια, θα μπορούσε να οδηγήσει στο σχηματισμό κυβερνήσεων συνεργασίας, με το ‘συγκρουσιακό’ πολιτικοϊδεολογικό φορτίο να είναι ενίοτε έντονο (βλέπε την δεκαετία του 1980), η κατάσταση δεν εκτραχύνθηκε δραστικά, συνεπεία και της υπάρχουσας και αναπαραγόμενης θεσμικής, Μεταπολιτευτικής μνήμης που κρατούσε ανοιχτό το παράθυρο στην παραδοχή ό,τι η Δημοκρατία είναι ένα παίγνιο στο οποίο και συμμετέχουν πολλοί, όντας ένα αποτέλεσμα εκατέρωθεν συμβιβασμών και παραδοχών.

Αυτή η θεσμική μνήμη και διαδραμάτισε ιδιαίτερο ρόλο στην ενίσχυση της ποιότητας της Δημοκρατίας, αλλά και  αποτέλεσε ένα εκ των εναυσμάτων για την επίτευξη σημαντικών πολιτικών στόχων, διατηρώντας την αίσθηση του ανταγωνισμού, κοινωνικού, πολιτικού και ιδεολογικού, που όμως δεν εξέβαλλε προς την κατεύθυνση του σχίσματος.

Τώρα, ένα ενδεικτικό υπόδειγμα λειτουργίας αυτής της μνήμης που διαπερνούσε θεσμούς και κόμματα, διαφαίνεται στις περιπτώσεις κυβερνητικής εναλλαγής στα 1981 και στο 2015, όταν το μεν Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ), ανέλαβε κυβερνητικά καθήκοντα μετά την επικράτηση του στις βουλευτικές εκλογές εκείνης της χρονιάς, και ο δε Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ), έπραξε το ίδιο στις βουλευτικές εκλογές του 2015 και μάλιστα δις.

Δίχως να προβούμε σε μία σύγκριση των δύο περιπτώσεων στο βαθμό που αυτές ενεγράφησαν σε διαφορετικά ιστορικοπολιτικά και κοινωνικά πλαίσια, διαθέτοντας το δικό τους πολιτικοϊδεολογικό και προγραμματικό υπόβαθρο, θα λέγαμε πως η ομαλή αποδοχή και προσαρμογή σε μία διαφορετική συνθήκη από τα ειωθότα, αποτέλεσε απόδειξη λειτουργίας και αναπαραγωγής μίας θεσμικής μνήμης που δεν ενίσχυε μόνο την ίδια την δημοκρατική οργάνωση-θέσμιση, αλλά, την καθιστούσε πιο ανθεκτική, πιο ικανή στο να ανταποκρίνεται σε κλυδωνισμούς. Κάτι που επίσης και ευρύτερα, διεφάνη την περίοδο της βαθιάς κοινωνικοοικονομικής και πολιτικής κρίσης.

Όταν και η Δημοκρατία και ευρύτερα η Μεταπολίτευση, ήρθαν αντιμέτωπες με χορεία κοινωνικών κινημάτων που υιοθετούσαν διάφορα ρεπερτόρια δράσης, αντικρίζοντας άμεσα στον καθρέπτη της μνήμης, το απλοϊκό και εσφαλμένο σύνθημα ‘Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία, η χούντα δεν τελείωσε το 73,’ σύνθημα το οποίο επεχείρησε να τις  πλήξει στον αξιακό και καταστατικό πυρήνα τους.

Προσοχή όμως: Η δημιουργία των προϋποθέσεων για την συγκρότηση μίας ανθεκτικής δημοκρατίας όπως η Μεταπολιτευτική[7], που είναι επίσης περίοδος αντιφάσεων, δεν προοιωνίζεται την αδιατάρακτη και γραμμική πορεία της στον ιστορικό χρόνο, ακριβώς διότι αυτή εντάσσεται  μέσα στην  ιστορική ρευστότητα και αβεβαιότητα.

Όμως, σε περίπτωση που κριθεί απαραίτητο, η θεσμική μνήμη που άντλησε κοινωνική δυναμική για να λειτουργήσει πολιτικά, μπορεί να δείξει προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις, όπως επίσης, μπορεί να συνδράμει και στη χάραξη δημόσιων πολιτικών στο πανδημικό παρόν.

Μέσα από περιπέτειες και επιτεύγματα, η Μεταπολιτευτική δημοκρατία εξελίχθηκε εντός ενός ευρύτερου ευρωπαϊκού πλαισίου, καθότι δεν απόσχει των επίδικων που αναδύονταν σταδιακά σε πολιτικό, γεω-πολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό επίπεδο. Αναζητώντας τον βηματισμό της, ευρίσκονταν σε επικοινωνία με αυτά τα διακυβεύματα.

[1] Για τον Manfred Schmidt ο τύπος του εκδημοκρατισμού που ακολουθήθηκε, ανήκει τυπολογικά, στην κατηγορία του λεγόμενου «τρίτου μονοπατιού εκδημοκρατισμού», που είναι «εκείνος ο τύπος της μετάβασης στη δημοκρατία η οποία αποτελεί πρωτοβουλία παλαιών και στρατιωτικών ομάδων του παλαιού καθεστώτος ή έχει τη μορφή συμφωνίας μεταξύ σημαντικών ομάδων του παλαιού καθεστώτος και της αντιπολίτευσης, και η οποία βάζει τα θεμέλια ενός διάδοχου δημοκρατικού πολιτεύματος. Πρόκειται για την περίπτωση του καθεστωτικού δημοκρατισμού. Στην κατηγορία αυτή ανήκει ο εκδημοκρατισμός της Ελλάδας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας τη δεκαετία του 1970». Για τον Μελέτη Μελετόπουλο, «η πτώση της χούντας δεν επετεύχθη ως αποτέλεσμα λαϊκής εξέγερσης, μαζικών κινητοποιήσεων ή έστω εκδημοκρατισμού κατόπιν πιέσεων. Χρειάστηκε μια εθνική καταστροφή για να επέλθει το τέλος της δικτατορίας». Βλέπε σχετικά, Μελετόπουλος Η. Μελέτης, ‘Κρείττον εστί σιγάν,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα,’ 26/07/2021, σελ. 15., όπου και μία ανάλυση που συμπερασματικά, αποδίδει, απλοϊκά, στη Μεταπολίτευση, αρνητικό πρόσημο με βάση το τι αυτή δεν κατάφερε, εθνικά, κοινωνικά και πολιτικά. Και, Schmidt Manfred, ‘Θεωρίες της Δημοκρατίας,’ Μετάφραση: Δεκαβάλλα Ελευθερία, Επιστημονική Επιμέλεια: Δώδος Δημοσθένης, Επίμετρο: Πάσχος Γιώργος, Εκδόσεις Σαββάλας, 2004, σελ. 528. Όσον αφορά την εγχώρια πολιτική επιστήμη, θα λέγαμε πως ενώ έχει αναλυθεί διεξοδικά τα χαρακτηριστικά της διαδικασίας μετάβασης στην Μεταπολίτευση, χαρακτηριστικά που δεν απείχαν καθετοποιημένου εκδημοκρατισμού, δεν έχει δοθεί μεγάλη έμφαση στον πως επιτεύχθηκε η μετάβαση σε ένα διαφορετικό δημοκρατικό καθεστώς. Και ερέθισμα για την πραγματοποίηση μίας τέτοιας επιστημονικής συζήτησης, προσφέρει και ο θάνατος του Πορτογάλου στρατιωτικού Οτέλο Ντε Καρβάλιο, που υπήρξε εκ των πρωταγωνιστών της Πορτογαλικής ‘επανάστασης των γαρυφάλλων’ που διαδραμάτισε ρόλο στην πτώση της εκεί μακροχρόνιας δικτατορίας. Ακόμη και οι επετειακοί εορτασμοί και οι συζητήσεις εκείνων των ημερών, δίδουν έμφαση κυρίως στο ‘μετά’ της Μεταπολίτευσης και στο τι επετεύχθη πολιτικά, κοινωνικά, θεσμικά, γεω-πολιτικά.

[2] Βλέπε σχετικά, Παναγιωτόπουλος Παναγής, ‘Το Γεγονός,’ Εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2003.

[3] Η σύνθετη και άμεση διαδικασία της μετάβασης, απαίτησε και τους κατάλληλους ελιγμούς, αλλά και την πρόθεση  του τότε διαθέσιμου πολιτικού προσωπικού, να υπερβεί εαυτόν και ουσιαστικά, αν τον επανεφεύρει. Και αυτή την πρόθεση ‘ενσάρκωσε’ ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, στο σημείο όπου ο ίδιος κινούνταν έχοντας εμπειρίες και εικόνες του προδικτατορικού παρελθόντος και της δικτατορίας, για να ανα-σχεδιάσει και νοηματοδοτήσει  το παρόν.

[4] Αυτού του τύπου οι πολιτισμικές επιτελέσεις, αρθρωμένες σε διάφορα πεδία, θεωρούμε πως, ενταγμένες σε συγκεκριμένα ιστορικοπολιτικά συμφραζόμενα, συνέβαλλαν στη συγκρότηση μίας θεσμικής έως πολιτικής μνήμης της Μεταπολίτευσης, η οποία και αυτό είναι δείγμα των άμεσων και βαθύτερων διεργασιών, εκδηλώθηκε σχεδόν εξ αρχής, όταν και επιχειρήθηκε το Φεβρουάριο του 1975, το λεγόμενο πραξικόπημα της πιτζάμας. Το οποίο και κατεστάλη εν τη γενέσει του ουσιαστικά και γιατί δεν απέκτησε κοινωνική και πολιτική δυναμική, κάτι που μας ωθεί στο να αναφέρουμε πως αυτή η μνήμη, μνήμη εδώ υπεράσπισης της νεότευκτης δημοκρατίας και απόρριψης ενός καταδικασμένου στη συνείδησης ιστορικοπολιτικού παρελθόντος, προϋπήρχε ίσως, αν δεν συμβάδιζε με την συγκρότηση πολιτικών θεσμών.

[5] Την μνήμη της Μεταπολίτευσης, όπως αυτή αρθρώνεται και συγκροτείται ανά περιόδους, εικονοποιεί ουσιαστικά, το φωτογραφικό εγχείρημα του φωτογράφου Αριστοτέλη Σαρρηκώστα, η οποία φέρει τον τίτλο ‘Η Επάνοδος της Δημοκρατίας. 22 Ιουλίου 1974.’ Ο φωτογράφος υιοθετεί μία ιστορικά γεγονοτολογική  οπτική, εστιάζοντας και στην προ της Μεταπολίτευσης περίοδο, συγκεντρώνοντας σταδιακά το υλικό του, και συγκροτώντας μία φωτογραφική αφήγηση η οποία επιδιώκει να αναδείξει τις σημαίνουσες μεταβολές που έλαβαν χώρα, καθώς και την πυκνότητα του ιστορικού χρόνου. Η διετία 1973-1974, είναι μία διετία που περιλαμβάνει εξελίξεις που διαδραμάτισαν ρόλο στη μετέπειτα πορεία της χώρας, στον τρόπο με τον οποίο αυτο-προσδιορίζονταν κοινωνικά και πολιτικά υποκείμενα. Βλέπε και,  Έκθεση φωτογραφίας του Αριστοτέλη Σαρρηκώστα «Η Επάνοδος της Δημοκρατίας. 24 Ιουλίου 1974»,’ Ιστοσελίδα ‘Photo,’ 23/07/2021, www.photo.gr/newss/art-news/aristotelis-sarikostas-epanodos-dimokratias/

 

[6] Βέβαια, ευρύτερες συναινέσεις, κύρια ως προς μείζονα διακυβεύματα τα οποία και άπτονταν των βασικών κατευθύνσεων της χώρας, διαμορφώνονταν. Ως προς την επίτευξη αυτών των διακυβευμάτων, η Μεταπολιτευτική δημοκρατία, υπήρξε μία ιδιαίτερη «συναινετική δημοκρατία», κατά την θεωρητική αντίληψη του Lijphart. Βλέπε και, Lijphart, A., ‘Patterns of Democracy. Government forms and performance in thirty-six countries,’ New Haven and London, Yale University Press, 1999.

[7] Για μία συνολική αποτίμηση της Μεταπολίτευσης και των προεκτάσεων της, βλέπε και, Βενιζέλος Ευάγγελος, ‘Μια Μεταπολίτευση που βλέπει προς το μέλλον και όχι προς το παρόν,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα Σαββατοκύριακο,’ 24-25/07/2021, σελ. 17.

Σίμος Ανδρονίδης

Διαφήμιση
Διαφήμιση