HomeΓΝΩΜΕΣΓια την απεργία της 10ης Ιουνίου

Για την απεργία της 10ης Ιουνίου

Διαφήμιση
Διαφήμιση

Toυ Σίμου Ανδρονίδη

Στις 10 Ιουνίου, πραγματοποιήθηκε απεργία στο κέντρο της Αθήνας, που εν προκειμένω προκηρύχθηκε από πρωτοβάθμια εργατικά σωματεία, εργατικά κέντρα και τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις (βλέπε Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος).

Στην απεργιακή συγκέντρωση της Αθήνας, συμμετείχαν και οι επικεφαλής τεσσάρων πολιτικών κομμάτων, ήτοι, ο Αλέξης Τσίπρας (ΣΥΡΙΖΑ), η Φώφη Γεννηματά (Κίνημα Αλλαγής), ο Δημήτρης Κουτσούμπας (ΚΚΕ) και ο Γιάνης Βαρουφάκης του κόμματος Μέρα 25, οι οποίοι, προέβησαν στη συνάρθρωση της κοινοβουλευτικής τους εναντίωσης στο εργασιακό νομοσχέδιο της κυβέρνησης με την συμμετοχή τους στο πεδίο του δρόμου, επιδιώκοντας έτσι να προσδώσουν μία συνδικαλιστική-εργατική χροιά στο κομματικό-πολιτικό ρεπερτόριο διαμαρτυρίας.

Η δυνατότητα κήρυξης απεργίας εν καιρώ πανδημικής κρίσης, καλλιεργήθηκε πάνω στο έδαφος της κριτικής και έντονης εναντίωσης στο εργασιακό νομοσχέδιο και σε επιμέρους διατάξεις του, προκαλώντας κοινωνικοπολιτικές συσπειρώσεις που είναι αυτές που προσέδωσαν μία σχετική δυναμική στο εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα, καρπός της οποίας υπήρξε και η απεργιακή κινητοποίηση που έλαβε χώρα λίγες ημέρες αργότερα.

Ίσως δεν επρόκειτο για ένα «μεγάλο γεγονός διαμαρτυρίας»[1] (ΜΓΔ), κατά την έκφραση του Κώστα Κανελλόπουλου, κάτι που προϋποθέτει ένταση και διάρκεια, αλλά, για μία απεργιακή κινητοποίηση που ενέγραψε χαρακτηριστικά και δεν πέρασε ανώδυνα για την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.

Τυπολογικά, η μορφή της απεργίας που επιλέχθηκε ως στοιχείο κοινωνικής-πολιτικής διαπάλης, αφενός μεν ανταποκρίνεται στο ίδιο το εργασιακό νομοσχέδιο και στο περιεχόμενο του, το οποίο και αφορά μερίδες της εργατικής τάξης που εντάσσονται στο καθεστώς της μισθωτής και εξαρτημένης εργασίας, και, αφετέρου δε, άπτεται της ίδιας της δυνατότητας μίας άμεσης κινητοποίησης καθότι συνδυάζει την χρήση του δρόμου με την μεγεθυμένη έκφραση ενός εναντιωτικού λόγου, εκεί όπου, μέσω της δημιουργίας συμπυκνωμένων μηνυμάτων και συνθημάτων, ο λόγος αυτός επιθυμεί να φανεί ή αλλιώς, να κοινοποιηθεί με συγκεκριμένους αποδέκτες (κυβέρνηση και εργοδότες), και να ακουστεί. Με αντηχείο τον ίδιο το εργατικό υποκείμενο.

Η απεργία[2] αυτή, φέρει ένα ευρύτερο εργατικό πρόσημο, κάτι που την διαφοροποιεί ποιοτικά από τις περισσότερο κλαδικές κινητοποιήσεις της περιόδου της καραντίνας και μη, αναδεικνύοντας παράλληλα μία επιθετική στάση που σχηματοποιείται στο σημαίνον και στο περιεχόμενο της διεκδίκησης, ενώ αντίστοιχα, οι διάφορες κινητοποιήσεις εν καιρώ καραντίνας ενείχαν έναν αμυντικό χαρακτήρα, επιζητώντας (αυτός είναι ένας δόκιμος όρος), την λήψη κυβερνητικών μέτρων προστασίας συνεπεία της καραντίνας και της συνακόλουθης παύσης των κοινωνικοοικονομικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων.

Σε αυτό το πλαίσιο, καθίσταται ευδιάκριτη η οιονεί επιθετική χροιά, και μάλιστα, θα προσθέταμε με δύο τρόπους. Ο πρώτος, άμεσα διεκδικητικός, διατρανώνει την εναντίωση στο νομοσχέδιο και επίσης, ζητά την απόσυρση του.

Ενώ ο δεύτερος, προσλαμβάνει μία μεσοπρόθεσμη χρονικά οπτική, θέτοντας στο προσκήνιο την εν τοις πράγμασι μη εφαρμογή του νόμου, δηλαδή την ακύρωση του στους δρόμους και στους χώρους εργασίας, προσιδιάζοντας προς τον άξονα συγκρότηση ενός νοητού και κεντρικού σχήματος που συν-αποτελείται από την κυβέρνηση, τους εργαζομένους (ο συλλογικός εργάτης) και τους εργοδότες.

Ένα άλλο στοιχείο που μπορούμε να επισημάνουμε αγορά την συμμετοχή των πολιτικών κομμάτων, στο εγκάρσιο σημείο όπου, αυτά υπεισέρχονται δίχως όμως να ταυτίζονται, στον συνδικαλιστικό-εργατικό ‘αστερισμό’ έκφρασης της αμφισβήτησης, νοηματοδοτώντας δραστικά και ως διακύβευμα, την δυνατότητα της μαζικοποίησης τους

Με άλλα λόγια, την επιθυμία τους να αποκτήσουν δεσμούς και διαύλους επικοινωνίας με μερίδες της εργατικής τάξης και οργανωμένους φορείς της,[3] ενισχύοντας έτσι το πολιτικό-συμβολικό τους κεφάλαιο, και το διεκδικητικό έως αντι-κυβερνητικό τους προφίλ.  Η εν γένει πολιτική-κοινοβουλευτική τους δράση ενάντια στο νομοσχέδιο  με την κοινωνική, εργατική και συνδικαλιστική εναντίωση σε αυτό,  δεν αποκλίνουν με στεγανά μεταξύ τους. Αντιθέτως, το πρώτο  στοιχείο καλλιέργησε το έδαφος για την κάθοδο των κομμάτων στο δρόμο και  για  την, με όρους συγκυρίας, ριζοσπαστική τους κριτική, κομίζοντας την αντίληψη, και για τα συνδικάτα, της ισχύς εν τη ενώσει.

Η ταυτότητα τώρα, των συμμετεχόντων στην απεργία, εδράζεται και δομείται πάνω στην βαθύτερη αίσθηση της θέσης τους: Στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, στη σχέση που αναπτύσσεται με τους εργοδότες, και ακόμη, στο ευρύτερο κοινωνικό γίγνεσθαι.

Η αίσθηση της θέσης που υπονομεύεται ως απόρροια της ψήφισης του νομοσχεδίου, που ‘απειλείται’ με όρους ποιότητας ζωής, τροφοδοτεί συναισθήματα αδικίας, που με την σειρά τους τροφοδοτούν την εμπλοκή στο απεργιακό ‘πράττειν,’ στη δράση ως αυτό που ‘έχουμε ως διαθέσιμο εργαλείο.’[4]

Πάλι τυπολογικά, η απεργία υπήρξε δράση του εν ευρεία που κυοφορήθηκε μέσω ψηφισμάτων συμμετοχής, δίχως να ζυμωθεί  στον  εργασιακό χώρο, τη εξαιρέσει πρωτοβάθμιων σωματείων και του Πανεργατικού Αγωνιστικού Μετώπου (ΠΑΜΕ), αφήνοντας να διαρρεύσουν, τόσο η δομή του εν Ελλάδι συνδικαλιστικού κινήματος, όσο και τα προβλήματα και οι προκλήσεις που αυτό αντιμετωπίζει.

Στην προμετωπίδα του αρθρωμένου λόγου ή αλλιώς, των αφηγήσεων του, τίθεται το οκτάωρο ως ιστορική ‘κατάκτηση’ και βασικό εργατικό δικαίωμα, ως επιμερισμένος χρόνος, που μάλιστα, δεν αποτελεί αντικείμενο «διαπραγμάτευσης», όπως διαβάζουμε σε ένα πανό, αφήγηση που δεικνύει αγωνιστική αποφασιστικότητα, εργατικό σθένος, και συνθήκη εργασίας που έχει συμβάλλει στη διαμόρφωση του εργαζομένου και της ζωής του.

Και ως εκ τούτου, αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο της με κάθε τρόπο ‘προστασίας’ του, από την στιγμή όπου αναπαρίσταται λεκτικά ως ‘αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα.’[5] Έχει ενδιαφέρον, θεωρητικά και πολιτικά-κοινωνικά, να δούμε αν οι δράσεις και κάποιες πρώιμες τάσεις, συνεχιστούν και με ποιους τρόπους.

[1] Βλέπε σχετικά, Κανελλόπουλος Κώστας, ‘Η Διαλεκτική κομμάτων και κινημάτων στην ελληνική πολιτική. Το ΠΑΣΟΚ από το αντιδικτατορικό κίνημα στους αγανακτισμένους,’ στο: Ασημακόπουλος Βασίλης & Τάσσης Χρύσανθος, (επιμ.), ‘ΠΑΣΟΚ 1974-2018. Πολιτική οργάνωση, Ιδεολογικές μετατοπίσεις, Κυβερνητικές πολιτικές,’ Πρόλογος: Σπουρδαλάκης Μιχάλης, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 2018, σελ. 213.

[2] Σημείο τομής για τον απεργιακό αστερισμό της περιόδου της βαθιάς κοινωνικοοικονομικής και πολιτικής κρίσης, καθώς και για τον ίδιο τον κύκλο διαμαρτυρίας που ενέσκηψε, υπήρξε η απεργιακή κινητοποίηση της 5ης Μαϊου του 2010. Μία κινητοποίηση που συνοδεύθηκε από την έκλυση μίας έντονης αντι-συστημικής και αντι-μνημονιακά τότε διαμορφούμενης, βίας που έλαβε χώρα στο υποκατάστημα της τράπεζας Μαρφίν, έχοντας ως αποτέλεσμα τον θάνατο τριών εργαζομένων της τράπεζας, και μεταξύ αυτών μίας εγκύου γυναίκας. Η έκλυση της βίας αυτής διεκδίκησε την εμβάπτιση της στα νάματα του ενός απεργιακού ‘αγώνα’ που ‘πρέπει’ να γίνει, εισάγοντας σε έναν επίσης κύκλο βίας που ναι μεν σχετίζονταν ή αλλιώς, αντλούσε από τον Δεκέμβρη του 2008, αλλά παράλληλα, διαφοροποιούνταν από αυτόν. Και ως προς την διάρκεια και ως προς τις μορφές. Βλέπε και τον συλλογικό τόμο σε επιμέλεια Βασίλη Βαμβακά, Τριαντάφυλλου Καρατράντου και Παναγή Παναγιωτόπουλου ’05.05.2010. Ταυτότητες και συναισθήματα της πολιτικής βίας στην Ελλάδα του 21ου αιώνα,’ Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2021.

[3] Η συμμετοχή του Κινήματος Αλλαγής στην κινητοποίηση, και μάλιστα η συμμετοχή με τον πλέον επίσημο τρόπο, διαμέσου δηλαδή της παρουσία της επικεφαλής του Φώφης Γεννηματά, δεν πρέπει ούτε να προκαλεί έκπληξη ούτε και να ξενίζει, όπως άφησαν να διαφανεί διάφορες προσεγγίσεις. Και αυτό γιατί το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα που ας μην ξεχνάμε συνιστά ουσιώδες τμήμα του Κινήματος Αλλαγής, διατηρεί ενεργούς διαύλους επικοινωνίας εντός του συνδικαλιστικού κινήματος, επιρροή μέσω της συνδικαλιστικής οργάνωσης της ΠΑΣΚΕ, επιρροή που έχει διαμορφωθεί Μεταπολιτευτικά και αν και έχει μειωθεί από την περίοδο της κρίσης και έπειτα, δεν παύει να είναι αξιοσημείωτη και στον ιδιωτικό τομέα, και επίσης, σχετική εμπειρία από αντίστοιχες μορφές δράσεις, εμπειρία που όμως έχει ατονήσει από την περίοδο της ύστερης Μεταπολίτευσης και έπειτα. Αυτά τα στοιχεία, σχετιζόμενα με την άρθρωση ενός πολιτικού-κοινοβουλευτικού λόγου με έντονα αντι-νεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά, με Σοσιαλδημοκρατική έως αριστερή χροιά (είναι ενδεικτικό ό,τι σε αναλύσεις στελεχών όμως ο Χρήστος Πρωτόπαππας, χρησιμοποιείται ο όρος «αφεντικό»), ο οποίος και εντάσσεται στην περιώνυμη στρατηγική ούτε-ούτε που εδώ δεν ισορροπεί όσο δεικνύει τους ‘υπεύθυνους’ της υπονόμευσης των εργασιακών σχέσεων, διαμορφώνουν το υπόστρωμα για την παρουσία της Φώφης Γεννηματά και στελεχών του ΠΑΣΟΚ/Κινήματος Αλλαγής στην απεργία. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η συμμετοχή υπενθυμίζει, όχι τόσο ριζοσπαστικά βέβαια, το ΠΑΣΟΚ της περιόδου της πρώιμης Μεταπολίτευσης. Βλέπε σχετικά, ‘Χρήστος Πρωτόπαπας: «Το εργασιακό νομοσχέδιο μεροληπτεί υπέρ των ισχυρών»,’ Ιστοσελίδα Κινήματος Αλλαγής, 13/06/2021, https://kinimaallagis.gr/xristos-protopapas-to-ergasiako/

 

[4] Για τον αναγνώστη που ενδιαφέρεται για μία εντρύφηση στο Μεταπολιτευτικό συνδικαλιστικό κίνημα και στις μορφές δράσης που αυτό ανέπτυξε, με σημείο αναφοράς τις εργατικές κινητοποιήσεις στο εργοστάσιο της ΛΑΡΚΟ και το πως αυτές επέδρασαν στις εργασιακές σχέσεις, στη διαμόρφωση εργατικής-ταξικής συνείδησης και μνήμης για τις μεταγενέστερες εργατικές γενεές, παραπέμπουμε στη διδακτορική διατριβή του Ε. Καρατζογιάννη που φέρει τον τίτλο ‘Σχέση ανάμεσα στη συνδικαλιστική δράση και τις άτυπες εργασιακές σχέσεις: Το παράδειγμα της ΛΑΡΚΟ,’ Τμήμα Κοινωνικής & Πολιτικής Ανθρωπολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 1999.

[5] Βλέπε σχετικά, ‘Συγκεντρώσεις κατά του εργασιακού νομοσχεδίου στο κέντρο της Αθήνας,’ Ιστοσελίδα εφημερίδας ‘Τα Νέα,’ 10/06/2021, https://www.tanea.gr/2021/06/10/greece/sygkentroseis-kata-tou-ergasiakou-nomosxediou-sto-kentro-tis-athinas/

Σίμος Ανδρονίδης

Διαφήμιση
Διαφήμιση