HomeΓΝΩΜΕΣΣυρία-Κίνα

Συρία-Κίνα

Διαφήμιση
Διαφήμιση

Tου Σίμου Ανδρονίδη

Πριν από λίγες ημέρες, ο Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Λαϊκής Δημοκρατίας, Σι Τζινπίνγκ, απέστειλε  επιστολή στον πρόεδρο της Συρίας, Μπασάρ Αλ-Άσαντ, για να τον συγχαρεί για την νίκη τους στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές.[1]

Ο Σύριος πρόεδρος έλαβε το 95% των ψήφων, ποσοστό το οποίο προκαλεί απορίες και σε όποιον δεν έχει μία σαφή εικόνα του τι συμβαίνει στη Συρία την τελευταία δεκαετία ουσιαστικά, από τότε δηλαδή που η αρχική κοινωνική-πολιτική εξέγερση μετεξελίχθηκε σε μία ανοιχτή σύγκρουση ενίοτε υψηλής έντασης που διαρκεί μέχρι και σήμερα.

Το υψηλότατο ποσοστό που έλαβε ο επικεφαλής του Μπααθικού καθεστώτος που εν προκειμένω, αποτελεί έναν πόλο αναφοράς της Συριακής συγκρουσιακής ζώνης, πόλος που έχει καταφέρει να σταθεροποιήσει αρχικά και εν συνεχεία να  ισχυροποιήσει  την θέση του, και επί των έτερων εμπλεκομένων, καθίσταται αμφισβητήσιμο, για μία σειρά από λόγους: Πρώτον, λόγω του ό,τι η εκλογική διαδικασία πραγματοποιήθηκε  στις περιοχές που ελέγχει το καθεστώς, που επικαλύπτουν σημαντικό μέρος της εδαφικής επικράτειας της Συρίας, αλλά ακόμη όχι όλη τη χώρα. Δεύτερον, η εκλογική διαδικασία υπήρξε ουσιαστικά διαδικασία που αφορούσε ένα πολιτικό κόμμα (το κυβερνών Μπάαθ), και έναν υποψήφιο, τον πρόεδρο Άσαντ, με τον πολιτικό-εκλογικό ανταγωνισμό, είτε να είναι οριοθετημένος, με υποψηφίους που πρόσκεινται στο καθεστώς, είτε και να εκλείπει, εκεί όπου ο ίδιος ο πρόεδρος Άσαντ εμβαπτίζεται στα νάματα του ‘ηγέτη’ και του ‘νικητή’ των ‘τρομοκρατών.’

Τρίτον, εξέλιπαν οι απαραίτητες δικλείδες ασφαλείας που θα μπορούσε να προσφέρει ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) και η αποστολή παρατηρητών για  τον έλεγχο της εκλογικής διαδικασίας, ώστε η τελευταία να αποκτήσει μία κατά τι εγκυρότητα. Τέταρτον, απουσιάζουν στοιχεία που χαρακτηρίζουν μία εκλογική αναμέτρηση, όπως είναι ο αριθμός των ψηφισάντων, η αποχή, ο αριθμός των έγκυρων ψηφοδελτίων.

Μέσω της θεωρούμενης ως εκλογικής νίκης Άσαντ αναδεικνύονται επιμέρους χαρακτηριστικά ενός αυταρχικού καθεστώτος. Και ειδικότερα αναφερόμαστε στο μονοκομματικό του χαρακτήρα, καθώς και στο ό,τι, κατά την διάρκεια των ένοπλων συγκρούσεων, προσλαμβάνει οιονεί προσωποπαγείς όρους.[2]

Η συγχαρητήρια επιστολή του Σι Τζινπίνγκ, προς τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο Άσαντ, δεν ενσκήπτει εν κενώ, στο βαθμό που προβάλλει ευδιάκριτα τους συμμαχικούς δεσμούς μεταξύ των δύο χωρών, με την μεν Συρία να θεωρεί την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας μία εκ των σταθερών της συμμάχων καθ’ όλη την διάρκεια της σύγκρουσης, και την δε Κίνα, να εκφράζει διπλωματικά, γεω-πολιτικά και περιφερειακά, την υποστήριξη της, συγκροτώντας, από κοινού με την Ρωσία ένα ‘μπλοκ’ εντός του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, το οποίο και, έχοντας το δικαίωμα της αρνησικυρίας (βέτο),[3] επιλέγει να μπλοκάρει συνειδητά αποφάσεις και καταδικαστικά ψηφίσματα που αφορούν την Συρία.

Η εμπλοκή της Κίνας στην Συρίας, που έχει μετεξελιχθεί στη σύναψη συμμαχικών δεσμών με το Μπααθικό καθεστώς, δίχως παράλληλα να λαμβάνει στρατιωτική μορφή, κάτι που εξ αρχής δεν υπήρξε προτιμητέα πολιτική από πλευράς Κίνας, έχει επιφέρει αποτελέσματα όπως τα κάτωθι. Αρχικά, η Κίνα, απέκτησε, μέσω Συρίας, γεω-πολιτικό ίχνος στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, εκεί όπου, αφενός μεν αξιοποίησε την απόκτηση αυτού του ‘ίχνους’ ώστε να ενισχύσει τις  σχέσεις του με χώρες όπως η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν που έχει παρενέβη και στρατιωτικά στα της Συρίας, και, αφετέρου, εξισορροπώντας με τέτοιον τρόπο,[4] ώστε να μην επηρεαστούν οι σχέσεις του με γειτονικές στη Συρία χώρες, όπως το Ιράν.

Με αποτέλεσμα, να μπορέσει να διευρύνει τις Μεσανατολικές χερσαίες οδούς  για την κατασκευή του στρατηγικού για την ίδια, ‘Δρόμου του Μεταξιού.’ Ένα δεύτερο σημείο, εξίσου σημαντικό με το πρώτο, είναι το ό,τι, και πάλι διαμέσου της Συρίας, ωρίμασε και προσέλαβε σχήμα στρατηγικού άξονα, η σχέση Ρωσίας, Κίνας και του Ιράν, η οποία, δεν έσπευσε να αμφισβητήσει ανοιχτά την δυτική, συλλογική αρχιτεκτονικής ασφαλείας και τον αντίκτυπο που αυτή έχει στη Μέση Ανατολή, αλλά, αντιθέτως, λειτούργησε ως έμπρακτη εναλλακτική σε αυτήν.

Αρκετά χρόνια μετά την στρατιωτική εισβολή των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερική στο Ιράκ (2003), η αρχιτεκτονικής ασφαλείας στην περιοχή έχει μεταβληθεί δραστικά, με νέες δυνάμεις όπως η Κίνα και η Ρωσία να έχουν προστεθεί στο κάδρο, επιλέγοντας να κινηθούν ευέλικτα μεταξύ των περιφερειακών ανταγωνισμών που αναπτύσσονται στην περιοχή. Αν το 2003, η Κίνα πάσχιζε να βρει την θέση της στο σύγχρονο διεθνο-πολιτικό γίγνεσθαι, δεκαοκτώ χρόνια αργότερα, όχι μόνο την έχει βρει αλλά την έχει διευρύνει. Και γεω-πολιτικά. Μέσω και της προσεκτικής επιλογής συμμάχων, φθάνοντας έως την Μέση Ανατολή[5] και τον άξονα Ιράκ-Συρία-Ιράν.

Η συμμαχία του Μπααθικού καθεστώτος με την Κίνα, συγκροτείται και διαμεσολαβείται απευθείας, με την ύπαρξη ανοιχτών διαύλων επικοινωνίας,[6] εδραζόμενη πάνω στο έδαφος της κοινής ανησυχίας για την διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας και της υπόστασης των δύο χωρών, απέναντι σε ό,τι νοείται ως ‘τρομοκρατική δράση.’

Εάν διευρύνουμε την εικόνα της ανάλυσης μας, θα πούμε πως η ώσμωση των δύο χωρών, ώσμωση και πολιτική,[7] θεμελιώνεται  πάνω στον φόβο της ύπαρξης επιθετικών ενεργειών απόσχισης στο εσωτερικό τους, με την εστίαση στην έννοια της περιφερειακής σταθερότητας να συνδέεται με την επιμονή στην εσωτερική, κοινωνική-πολιτική σταθερότητα.

Και εάν για την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, τίθεται σε ισχύ το «σύνδρομο της διάλυσης» (dismemberment), για να παραπέμψουμε στον Παναγιώτη Ιωακειμίδη,  λόγω της υπονομευτικής δράσης εθνοτικών ομάδων όπως οι Ουιγούροι, ή οι Θιβετιανοί, τότε, για τη Συρία, ισχύει τόσο το λεγόμενο «σύνδρομο της διάλυσης», όσο και το σύνδρομο της «κατώτερης αντιμετώπισης»[8] (inferiority complex).

Που στην πράξη σημαίνει πως ο αναπαραγόμενος φόβος της εσωτερικής διάλυσης, ήτοι, διάλυσης του ιδίου και της χώρας (απόσχιση),   ο οποίος μεγεθύνεται δραστικά στο λόγο του καθεστώτος, συναρθρώνεται με το φόβο περί «κατώτερης αντιμετώπισης».

Υπό αυτό το πρίσμα,  ο φόβος αυτός σχετίζεται με την αυτο-αντίληψη ό,τι η Συρία αντιμετωπίζεται ως κράτος-παρίας, ως κράτος δίχως νομιμοποιητικά έρμα,  και από μεγάλες δυνάμεις και από γειτονικές χώρες. Η συμμαχία του με χώρες-δυνάμεις, όπως η Κίνα και η Ρωσία, σπεύδει να κατευνάσει μέρος των εκπεφρασμένων ανησυχιών του.

Για την Κίνα, η παρέμβαση της στη Συρία, της προσφέρει ζωτικό χώρο (και όχι οικονομικά οφέλη), αξιόπιστους, για την ίδια,  συμμάχους, και την ευκαιρία δοκιμής των δυνάμεων και της επιρροής εξόν του μαλακού υπογαστρίου της.

[1] Βλέπε σχετικά για την συγχαρητήρια επιστολή, ‘Κίνα – Συρία: Συγχαρητήρια Σι Τζινπίνγκ σε Άσαντ για την επανεκλογή του,’ Διαδικτυακή έκδοση εφημερίδας ‘Η Καθημερινή,’ 01/06/2021, https://www.kathimerini.gr/world/561383848/kina-syria-sygcharitiria-si-tzinpingk-se-asant-gia-tin-epaneklogi-toy/ «Ο πρόεδρος της Κίνας Σι Τζινπίνγκ συνεχάρη τον Μπασάρ Αλ-Άσαντ για την επανεκλογή του στην ηγεσία της Συρίας, χαιρετίζοντας την «παραδοσιακή φιλία» ανάμεσα στις δύο χώρες, όπως μετέδωσε σήμερα το πρακτορείο ειδήσεων Νέα Κίνα».

 

[2] Προσωποπαγή είναι και άλλα μονοκομματικά καθεστώτα, όπως του Αλεξάντρ Λουκασένκο, και το κομμουνιστικό καθεστώς της Βόρειας Κορέας, όπου και εκεί, παρόμοια θηριώδη ποσοστά σε εκλογές, ‘πανηγυρίζονται’ ως ένδειξη ευρείας νομιμοποίησης και υπεροχής. Στην Κούβα, όπου και ασκεί την εξουσία το Κομμουνιστικό κόμμα, σημείο τομής για την αντιστροφή των τάσεων της προσωπολατρείας, υπήρξε πρωταρχικά ο θάνατος του Φιντέλ Κάστρο το 2016, και, σε ένα δεύτερο επίπεδο, η αποχώρηση του αδελφού του Ραούλ από τα ανώτατα κλιμάκια του κόμματος. Σπέρματα προσωπολατρείας εντοπίζονται στην κομμουνιστική, πολιτική κουλτούρα του 20ου αιώνα, με την μορφή του ηγέτη τον οποίο και θα ονομάζαμε πρώτο ‘αγκιτάτορα’ (καθοδηγητή), να ξεχωρίζει.

[3] Και πρόσφατα, με αφορμή την Ισραηλινο-παλαιστινιακή διένεξη, η Γαλλία, ως χώρα που είναι μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας, προώθησε ψήφισμα για την κατάπαυση του πυρός, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να κάνουν χρήση του βέτο, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα το να μην περάσει το ψήφισμα. Το βέτο, με τον στρατηγικό τρόπο με τον οποίο και χρησιμοποιείται την μετα-ψυχροπολεμική περίοδο,  προσιδιάζει προς τον άξονα της αλληλοϋπονόμευσης των μεγάλων δυνάμεων, οι οποίες και προτάσσουν το να μην πέσουν σε κάποια παγίδα, κάνοντας κάτι που θα δυσαρεστήσει φίλους και συμμάχους.

[4] Σε αυτό το σημείο, αναδεικνύεται καλύτερα η απόφαση της να μην παρέμβει στρατιωτικώ τω τρόπω, στη Συρία. Κίνηση που δεν επέφερε κόστος σε ανθρώπινο δυναμικό για την ίδια, αλλά και δεν δυσαρέστησε άμεσα γειτονικές χώρες που όπως και η Κίνα, προτάσσουν την διατήρηση της περιφερειακής και γεω-πολιτικής σταθερότητας και ασφάλειας.

[5] Κατά την διάρκεια της όξυνσης της Ισραηλινο-παλαιστινιακής διένεξης, δεν παρατηρήσαμε την άμεση εμπλοκή, και δη διπλωματική εμπλοκή της Κίνας, και ως προς την αναγκαιότητας κατάπαυσης του πυρός, πόσω μάλλον και ως προς την συμμετοχή της σε κάποιο διαπραγματευτικό εγχείρημα. Η Κίνα παρέμεινε εκτός, αλλά επίσης, και σε θέση παρατηρητή.

[6] Έχει σημασία να τονισθεί πως στο λόγο του προέδρου Άσαντ, η Κίνα παραμένει διπλωματική σύμμαχος της Συρίας, που δρα υπέρ της στο Συμβούλιο Ασφαλείας, όντας, την ίδια στιγμή, αξιόπιστη, και το κυριότερο, μένοντας εκτός των δυτικών προσπαθειών ‘υπονόμευσης’ της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας. Στην αφήγηση του, η συμμαχία Συρίας-Ρωσίας-Ιράν αλλά και Κίνας είναι κάτι παραπάνω από ευδιάκριτη: Είναι αναγκαία και ‘ζωτική’ και για τον ίδιο, και για το καθεστώς του. Βλέπε σχετικά, Αποκλειστική συνέντευξη του προέδρου της Συρίας Μπασάρ αλ Ασαντ στην «Κ»: «Κατασκευασμένες οι κατηγορίες για χημικά»,’ Συνέντευξη στον Αλέξη Παπαχελά, ‘Η Καθημερινή,’ 10/05/2018, https://www.kathimerini.gr/politics/963386/apokleistiki-synenteyxi-toy-proedroy-tis-syrias-mpasar-al-asant-stin-k-kataskeyasmenes-oi-katigories-gia-chimika/

 

[7] Υπό αυτό το πρίσμα, υπεισέρχεται και μία παράμετρος καταστατική-πολιτική, στο βαθμό που πρόκειται για δύο τυπικά, μονοκομματικά καθεστώτα, που καθίστανται οιονεί καχύποπτα απέναντι στη φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων και στη φιλελεύθερη δημοκρατία, κομίζοντας μία αντίληψη περί ‘άλλου δρόμου.’

[8] Βλέπε σχετικά, Ιωακειμίδης Παναγιώτης, ‘Επιτεύγματα και στρατηγικά λάθη της εξωτερικής πολιτικής της Μεταπολίτευσης. Προβλήματα και λύσεις. Παθογένειες και προκλήσεις,’ Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 2020, σελ. 73.

Σίμος Ανδρονίδης

Διαφήμιση
Διαφήμιση