HomeΓΝΩΜΕΣΓια την συνάντηση Δένδια-Τσαβούσογλου

Για την συνάντηση Δένδια-Τσαβούσογλου

Διαφήμιση
Διαφήμιση

Toυ Σίμου  Ανδρονίδη

Την Δευτέρα 31 Μαϊου του 2021, ο υπουργός  Εξωτερικών της Ελλάδας Νίκος Δένδιας, συναντήθηκε με τον Τούρκο ομόλογο του, Μεβλούτ Τσαβούσογλου στην Αθήνα. Είχε προηγηθεί η ανεπίσημη επίσκεψη του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών στην Κομοτηνή, για  σειρά επαφών με μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας.

Σε αυτό το πλαίσιο, θα σημειώσουμε πως η συνάντηση των δύο υπουργών και η συνομιλία τους για μία σειρά θεμάτων που εν προκειμένω, άπτονται των διαφορών που έχουν οι δύο χώρες, στηρίχθηκε και κατέστη εφικτή χάριν της αποκλιμάκωσης που επήλθε το τελευταίο εξάμηνο, ιδίως μετά την ένταση του περασμένου καλοκαιριού, μετά από την έξοδο για την πραγματοποίηση ερευνών του Τουρκικού σεισμογραφικού κράτους ‘Oruc Reis.’

Ως προς αυτό, η αποκλιμάκωση αρχικά ήταν περισσότερο μακρόσυρτη έως αργή, καθώς και άμεσα στηριγμένη στις διαμεσολαβητικές προσπάθειες κύρια της Γερμανίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τις δύο χώρες αρχικά να απέχουν από μονομερείς και αντιπαραγωγικές ενέργειες ως ένα βασικό πρώτο βήμα (παρά τις λεκτικές εξάρσεις), και εν συνεχεία, περισσότερο γρήγορη και επιπλέον, διμερή, με σημείο τομής εδώ να είναι η συμφωνία για την επανεκκίνηση των διερευνητικών επαφών μεταξύ των δύο χωρών, τον Ιανουάριο του 2021, από την Κωνσταντινούπολη.

Οι συνομιλίες[1] και η ανταλλαγή απόψεων, ακόμη και σε υπηρεσιακό επίπεδο, η συνειδητοποίηση ό,τι μεσοπρόθεσμα η διατήρηση της έντασης, σε ένα ρευστό[2] περιφερειακό περιβάλλον είναι άγονη και τείνει να λειτουργεί ως παίγνιο μηδενικού αθροίσματος, καθώς και οι συνομιλίες μεταξύ Τουρκίας-Ευρωπαϊκής Ένωσης,  συνέβαλαν στη σταδιακή διαμόρφωση προϋποθέσεων για την διεξαγωγή δια ζώσης συνομιλιών μεταξύ των πολιτικών προϊσταμένων των δύο υπουργείων Εξωτερικών.

Εκεί όπου εμφανίζεται μία, θα λέγαμε πολιτική-διπλωματική αναβάθμιση, η οποία όμως, συντελείται στο επίπεδο των συνομιλιών μεταξύ πολιτικών αξιωματούχων, με την συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να ανακοινώνεται και να επίκειται, δίχως να αποκτήσει και μία παράλληλη δυναμική που θα διαδραμάτισε ρόλο ώστε η δυνατότητα επίλυσης των ελληνο-τουρκικών διαφορών να κάνει ένα βήμα μπροστά.

Παρ’ όλα αυτά, όμως, ένα υπόβαθρο έχει διαμορφωθεί και βαίνει εξελισσόμενο, κάτι που σημαίνει πως και η αξιοποίηση του, από την ελληνική πλευρά, πρέπει να αποτελεί μείζον στρατηγικό-διπλωματικό στόχο,  από κοινού με την προβολή της αντίληψης ό,τι ο διάλογος και οι διαπραγματεύσεις συνιστούν σταθερά,  προτιμητέα επιλογή.[3] Υπό αυτό το πρίσμα, η συνάντηση του υφυπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας, Σεντάτ Ονάλ, με τον Κώστα Φραγκογιάννη, υφυπουργό Εξωτερικών αρμόδιο για θέματα οικονομικής διπλωματίας, υπήρξε εξίσου σημαντική με την αντίστοιχη των δύο υπουργών επί των Εξωτερικών, στο βαθμό που, προτάσσοντας μία ατζέντα συνεργασίας επί διαφόρων θεμάτων, κύρια οικονομικής πολιτικής, συνδράμει στην διαμόρφωση μίας θετικής ατζέντας πάνω στην οποία δύο χώρες καλούνται να συνεργασθούν και να πιάσουν το νήμα για τα περαιτέρω, τα λεγόμενα θέματα υψηλής πολιτικής.

Κάνουμε λόγο έτσι, για την εισαγωγή, όχι βέβαια εμφατικά, της θεωρίας του νεο-λειτουργισμού στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις, κάτι που δεν συμβαίνει για πρώτη φορά, θεωρία που όσον αφορά το θέμα μας, αναπτύσσεται υπό το σχήμα της «λειτουργικής εκχείλισης» (functional spillover), για να παραπέμψουμε στον Neil Nugent.[4]

Κάτι που σημαίνει πως η ατζέντα επί θεμάτων ‘χαμηλής’ πολιτικής[5] (τουρισμός), και περαιτέρω, η διαμόρφωση συνεργατικών σχέσεων, συνιστά προϋπόθεση για την επιτάχυνση των εξελίξεων και την απόκτηση μίας δυναμικής που θα μπορέσει να παραγάγει σειρά θετικών εξελίξεων και στη βαριά ατζέντα, σε ό,τι θα αποκαλέσουμε ως συστατικό πυρήνα των ελληνο-τουρκικών διαφορών.

Που είναι και το ζητούμενο, μέσω του εκ των προτέρων καθορισμού της προτιμητέας διαπραγματευτικής οδού[6]  για τη επίλυση των ανοιχτών και εκκρεμών ζητημάτων, σε ένα λεπτό σημείο όπου ο καθορισμός αυτός οφείλει να συμβαδίζει με ένα πνεύμα αμοιβαίας κατανόησης, επεξεργασίας και της όχι με κλειστά στεγανά προσέγγισης των θέσεων της άλλης πλευράς, και επίσης, της  διάθεσης συμβιβασμού για τα δύσκολα. Άλλα όχι άλυτα.

Που όσον αφορά την ελληνική πλευρά, ο συμβιβασμός πρέπει να συμπεριλάβει τόσο την απομάκρυνση της αναποτελεσματικής πολιτικής της ‘μίας διαφοράς’ που δεν πείθει και δεν παραγάγει θετικό πνεύμα, όσο και την βαθύτερη διαπραγμάτευση με την ίδια την έννοια του συμβιβασμού, εκεί όπου το κρίσιμο στοίχημα είναι η παραδοχή, παραδοχή, πολιτική, διπλωματική, συναισθηματική και συνειδησιακή, ό,τι δεν έχουμε απόλυτα το δίκαιο με το μέρος μας.

Εν όψει της συνάντησης Μητσοτάκη-Ερντογάν και του ευρωπαϊκού συμβουλίου κορυφής του Ιουνίου, της εισόδου σε ένα ακόμη καλοκαίρι έχοντας ανεπίλυτα ζητήματα, η Ελλάδα, μπορεί να αξιοποιήσει ώστε να προσδώσει επιπλέον θετικό αντίκτυπο στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις, τις εξελισσόμενες διαπραγματεύσεις της Ένωσης[7] με την Τουρκία (βλέπε και την γνώμη αναλυτών όπως οι Παναγιώτης Ιωακειμίδης και Κωνσταντίνος Φίλης),[8] να τρέξει τις διαδικασίες θέτοντας επί τάπητος και περισσότερο ενεργά την επιλεγόμενη φόρμουλα επίλυσης, να προτάξει την μεγάλη εικόνα εστιάζοντας στο τρίγωνο Ελλάδα-Τουρκία-Κύπρος, δημιουργώντας το κατάλληλο πλαίσιο για την συνέχιση των επαφών.

Διαμέσου της επιμονής σε ό,τι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, όριζε ως «την αποφυγή οποιασδήποτε πρόκλησης που δύναται να διαταράξει τη διαπραγμάτευση»,[9] ή αλλιώς, τις συνομιλίες σε διάφορα επίπεδα και σε διάφορα φόρα. Εάν κάτι χρειαζόμαστε άμεσα, είναι η νοοτροπία επίλυσης.

[1] Οι συνομιλίες που συνεχίζονται μεταξύ υπηρεσιακών παραγόντων συμπεριλαμβάνουν και την πρόθεση διαμόρφωσης Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ), σε στρατιωτικό επίπεδο, με διακύβευμα εδώ την οιονεί ενίσχυση των δεσμών εμπιστοσύνης που μπορεί να φανούν καθ’ όλα χρήσιμες σε περίπτωση κρίσης στο Αιγαίο.

[2] Όπως ορθώς τονίζει ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών στη συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδα ‘Το Βήμα της Κυριακής’ και στον δημοσιογράφο Άγγελο Αθανασόπουλο, «σε μια τόσο ασταθή περιφέρεια, το κόστος της αδράνειας μπορεί να είναι πολύ υψηλό». Βλέπε σχετικά, Αθανασόπουλος Άγγελος, ‘Συνέντευξη Μεβλούτ Τσαβούσογλου/Τα τρία βήματα της προσέγγισης,’ Εφημερίδα ‘Το Βήμα της Κυριακής,’ 30/05/2021, σελ. Α8-Α9., όπου και μία αναφορά των θεμάτων που κατά την Τουρκία, συνιστούν ‘ελληνο-τουρκικές διαφορές.’

[3] Στρεφόμενοι στον Αλέξη Ηρακλείδη που προσφέρει μία συνοπτική αλλά χρήσιμη επισκόπηση των ελληνο-τουρκικών σχέσεων από την Μεταπολίτευση του 1974 έως τις αρχές της δεκαετίας του 2000, θα αναφέρουμε πως ο διάλογος πρέπει να λάβει και την μορφή ενός «απαραίτητου καταπραϋντικού (palliative) ή προληπτικό μέτρο έναντι της όξυνσης των μεταξύ τους σχέσεων». Βλέπε σχετικά, Ηρακλείδης Αλέξης, ‘Άσπονδοι γείτονες. Ελλάδα-Τουρκία: Η διένεξη του Αιγαίου,’ Εκδόσεις Σιδέρης Ι., Αθήνα, 2007, σελ. 124.

[4] Βλέπε σχετικά, Nugent Neil, ‘Πολιτική και Διακυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση,’ Πρόλογος-Επιμέλεια: Μενδρινού Μαρία, Μετάφραση: Τσολακίδου Ιουλία, Τριανταφύλλου Αλεξάνδρα, Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα, 2003, 2003, σελ. 633-634.

[5] Αυτά τα θέματα που ενίοτε, υποτιμητικά έως περιπαικτικά, αποκαλούνται ‘χαμηλής’ πολιτικής, δεν είναι ήσσονος σημασίας, στο βαθμό που η αξιοποίηση τους, μπορεί να συνδράμει στη ανα-δόμηση μίας  κουλτούρας διαλόγου που θα ενσωματώνει την παραχθείσα τεχνογνωσία συνεργασίας.

[6] Ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου, αν και αφήνει ανοιχτό το παράθυρο για μία από κοινού προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, καθιστά σαφή την προτίμηση της Τουρκίας στην πραγματοποίησης απευθείας διαπραγματεύσεων μεταξύ των δύο χωρών για την επίλυση των διαφορών, θέση που συνιστά, ως προς τα ελληνο-τουρκικά, έναν εκ των βασικών ‘οδοδεικτών’ της Τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, περιβεβλημένη υπό τον μανδύα της θεώρησης του ό,τι ‘δεν θα λύσουν οι άλλοι τα θέματα μας, για εμάς.’ Άρα, μεταβαίνουμε σε μία λογική αμοιβαίας, διμερούς δέσμευσης. Βλέπε σχετικά, Αθανασόπουλος Άγγελος, ‘Συνέντευξη Μεβλούτ Τσαβούσογλου/Τα τρία βήματα της προσέγγισης…ό.π., σελ. Α8-Α9.  Ενδιαφέρον, γεω-πολιτικά και θεωρητικά, έχει η άποψη Τσαβούσογλου, περί της υιοθέτησης μίας πιο «ολιστικής γεωπολιτικής προσέγγισης» στις σχέσεις των δύο χωρών και στη χαρτογράφηση της, με σημείο αναφοράς την παρουσία τους εντός της Νοτιοανατολικής Μεσογείου που συνιστά γεωγραφικό μπλοκ.

[7] Ο ορισμός συνάντησης των ηγετών των δύο χωρών, ως αποτέλεσμα της συνάντησης στην Αθήνα και της προηγηθείσας στην Άγκυρα, παρά τις εντάσεις που προέκυψαν εκεί, προσφέρει την ευκαιρία να αντιληφθούμε το πως η επιλογή, κατά βάση γεω-πολιτική επιλογή της Ευρωπαϊκής Ένωσης να μην επιβάλλει κυρώσεις στην Τουρκία, κράτησε ανοιχτό το παράθυρο του διαλόγου, από την στιγμή όπου δεν υιοθετήθηκε μία τιμωρητική προσέγγιση, κάτι που δεν έγινε αντιληπτό από διάφορες πλευρές στην Ελλάδα, που έσπευσαν να αναπαράγουν το ‘σύνδρομο’ της κοντόθωρης και με βάση ό,τι νοείται εν στενή εννοία εθνικό συμφέρον, οπτικής. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν λάβει κάποια διπλωματική πρωτοβουλία μέχρι αυτή την στιγμή, επιλέγοντας να παίξουν με τον χρόνο και στρεφόμενες στην ανοιχτή Ισραηλινο-παλαιστινιακή σύρραξη, κάνοντας γνωστή τη θέση περί επίλυσης στη βάση δύο κρατών. Ουσιαστικά, στη βάση διαμοιρασμού του εδάφους.

[8] Βλέπε σχετικά, Ιωακειμίδης Παναγιώτης, ‘So far so good,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα,’ 31/05/2021, σελ. 8., & Φίλης Κωνσταντίνος, ‘Παράθυρο ευκαιρίας στα ελληνοτουρκικά…ό.π., σελ. 8.

[9] Βλέπε σχετικά, Ηρακλείδης Αλέξης, ‘Άσπονδοι γείτονες. Ελλάδα-Τουρκία: Η διένεξη του Αιγαίου…ό.π., σελ. 109.η,

Σίμος Ανδρονίδης

Διαφήμιση
Διαφήμιση