HomeΓΝΩΜΕΣΕλλάδα, Ισραήλ, Παλαιστίνη

Ελλάδα, Ισραήλ, Παλαιστίνη

Διαφήμιση
Διαφήμιση

Tου Σίμου Ανδρονίδη

Ο υπουργός Εξωτερικών της Ελληνικής Δημοκρατίας, Νίκος Δένδιας, πραγματοποίησε την Τρίτη 18 Μαϊου, μία σειρά επισκέψεων στο Ισραήλ και στα Παλαιστινιακά εδάφη, εκεί όπου μαίνεται εδώ και περίπου 10 ημέρες μία ένοπλη σύγκρουση μεταξύ των Ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων και της Ισλαμιστικής οργάνωσης της Χαμάς.

Ουσιαστικά, ο Νίκος Δένδιας μετέβη στο επίκεντρο της πρόσφατης αναζωπύρωσης της Ισραηλινο-παλαιστινιακής διένεξης, συναντώντας μία σειρά αξιωματούχων του Ισραήλ και της Παλαιστινιακής Αρχής.[1] Σε αυτό το πλαίσιο, θα σημειώσουμε πως αυτή η καθαυτή η άμεση μετάβαση Δένδια στην περιοχή της σύγκρουσης, που εν προκειμένω, θα συμπληρωθεί και από την επίσκεψη του στο Κάιρο για επαφές με τον Αιγύπτιο ομόλογο του Σάμεχ Σούκρι, δεν είναι αρνητική.

Αντιθέτως, είναι θετική, στο βαθμό που συνδέεται με την ανταλλαγή απόψεων με τις δύο πλευρές, με την κοινοποίηση των θέσεων της ελληνικής διπλωματίας επί της διαχείρισης της Ισραηλινο-παλαιστινιακής διένεξης, με την αναφορά μηνυμάτων μίας άμεσης κατάπαυσης του πυρός. Όμως, επιθυμούμε να θέσουμε την επίσκεψη Δένδια στις πραγματικές της διαστάσεις, δίχως να πέφτουμε στην παγίδα των ωραιοποιήσεων ή των υπερβολικών και υπέρμετρων προσδοκιών. Και ως προς αυτό, θα σημειώσουμε τα εξής.

Πρώτον, η επίσκεψη υπαγορεύεται από την συγκυρία και από την πρόσφατη έξαρση της βίας στο Ισραήλ και στη Λωρίδα της Γάζας, με το Ισραήλ και τη Χαμάς να έχουν εμπλακεί σε έναν βίαιο ‘αστερισμό’ που προσλαμβάνει διάφορες μορφές. Ως εκ τούτου, στερείται βάθους και δη στρατηγικού βάθους, στο βαθμό που  η Ελλάδα και η ελληνική εξωτερική πολιτική (για να μην μεταβούμε πιο πίσω),  δεν διαθέτουν τουλάχιστον την τελευταία εικοσαετία ‘ιστορικό’ παρέμβασης στην Ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση.

Δεύτερον, φαίνεται, και αυτή την φορά, ό,τι η εξωτερική πολιτική της χώρας ακολουθεί την αντίστοιχη Τουρκική, με την Τουρκία να έχει δηλώσει με σαφήνεια και από την πρώτη στιγμή, ό,τι τάσσεται ανεπιφύλακτα υπέρ των Παλαιστινίων κατηγορώντας (βλέπε τις δηλώσεις του προέδρου Ερντογάν) το Ισραήλ ως ‘κράτος-τρομοκράτη.’[2]

Με αυτόν τον τρόπο, ακολουθώντας τις στρατηγικές κινήσεις της Τουρκίας, κάτι που η ελληνική πλευρά έπραξε και στην περίπτωση της Μέσης Ανατολής (βλέπε την συμμαχία Τουρκίας-Κατάρ), διαφαίνεται πως αυτό που επιδιώκει η Ελλάδα και μέσω της επίσκεψης του Νίκου Δένδια, είναι να επιβεβαιώσει πως χώρες με τις οποίες η Ελλάδα έχει έρθει συμμαχικά εγγύτερα, όπως η Αίγυπτος δεν θα ενδώσουν στα Τουρκικά κελεύσματα για  επαναπροσέγγιση.  Η Ελλάδα σπεύδει να επιβεβαιώσει τις συμμαχίες της, φοβούμενη απώλειες.  Τρίτον, το να επιθυμεί να διαδραματίσει η Ελλάδα ρόλο αξιόπιστου και έγκυρου μεσολαβητή είναι θεμιτό ή κάτι παραπάνω από θεμιτό.

Όμως, για την επιτέλεση αυτού του σύνθετου και λεπτού ρόλου, στερείται κάποιων βασικών προϋποθέσεων όπως είναι η ύπαρξη ανοιχτών διαύλων επικοινωνίας με την Παλαιστινιακή πλευρά και τους εκεί φορείς άσκησης εξουσίας. Κάτι τέτοιο όμως, δεν σημαίνει πως η επιτέλεση ρόλου διαμεσολαβητή[3] δεν είναι εφικτή για την Ελλάδα. Με μία όμως βασική προϋπόθεση.

Και ποια μπορεί να είναι αυτή η προϋπόθεση; Είναι το να αξιοποιηθεί η επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών ως το κατάλληλο υπόστρωμα ώστε πάνω σε αυτή να συγκροτηθεί μία στρατηγική διαμεσολάβησης, η οποία θα περιλαμβάνει κατευθύνσεις όπως είναι η ενεργός ενασχόληση με το σύνθετο και ιστορικό ζήτημα,  τα ανοίγματα προς τις εμπλεκόμενες πλευρές (και ιδίως την Παλαιστινιακή),[4] η κατάθεση προτάσεων και η ουσιαστική διερεύνηση των προϋποθέσεων για την εκκίνηση μίας διαπραγματευτικής διαδικασίας επί τη βάσει της λύσης πάνω στην ύπαρξη δύο κρατών. Και στη βάση όλων αυτών, τίθεται η εμβάθυνση σε μία ανοιχτή σύγκρουση, στο σημείο όπου αυτή θα προσλαμβάνεται και με τους επι-γενόμενους όρους της πρόκλησης αστάθειας στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.[5]

Εάν επιθυμεί κάτι τέτοιο η Ελλάδα, τότε δεν πρέπει να αρκεσθεί σε μία αποσπασματική και αποκομμένη από το όλο πλαίσιο της σύγκρουσης προσέγγιση, αναδεικνύοντας στην επιφάνεια όχι μία αντι-Τουρκική θεώρηση, αλλά, αντιθέτως, μία θεώρηση που θέλει την Ελλάδα να ακολουθεί τα περιφερειακά ‘ίχνη’ που διαμορφώνει η Τουρκία, σε μία λογική δημιουργίας αντι-μετώπων. Την Τρίτη 18 Μαϊού επίσης, ο Νίκος Δένδιας συμμετείχε, μέσω τηλεδιάσκεψης, στη συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και σε αυτή την περίπτωση, ανακύπτει ένα ιδιαίτερο ζητούμενο: Να εναρμονίσει η Ελλάδα τις κινήσεις της με ενδεχόμενες κινήσεις από πλευράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κομίζοντας προς τις δύο πλευρές (εάν επιθυμεί να εμπλακεί), τα μηνύματα της Ένωσης και για κατάπαυση  του πυρός και για την διαμόρφωση ενός οδικού χάρτη επίλυσης.

Σε μία σύγκρουση που και τώρα, πιο ευδιάκριτα, στερείται δυναμικής επίλυσης, με τα εγχειρήματα και δη τα περιφερειακά και διεθνή εγχειρήματα εκεχειρίας να άπτονται αυτό που στις Διεθνείς Σχέσεις και στην Ανάλυση συγκρούσεων αποκαλείται ως διπλωματία ‘πρώτης τροχιάς.’ Ηγέτες και κυβερνήσεις, έχουν αποδυθεί σε μία προσπάθεια πειθούς με διακύβευμα την κατάπαυση του πυρός, ενεργοποιώντας το εργαλείο της προσωπικής επικοινωνίας. Τώρα όπως, η πίεση πρέπει να καταστεί δημιουργική.

[1] Για την επίσκεψη Δένδια στο Ισραήλ και τις συναντήσεις του  εκεί, καθώς και για τους σκοπούς αυτού που θα αποκαλέσουμε ως άμεση μετάβαση, βλέπε σχετικά, Φωτάκη Αλεξάνδρα, ‘Μεσανατολικό: Πρωτοβουλίες για αποκλιμάκωση προκρίνει η Αθήνα,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα,’ 19/05/2021, σελ. 12.

[2] Εδώ ο λόγος του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν καθίσταται γενικευτικός έως ισοπεδωτικός και επιθετικός, αναπαριστώντας το Ισραήλ με μία εξόχως αρνητική χροιά, εκεί όπου το τελευταίο δεν είναι παρά ‘κράτος-τρομοκράτης,’ στερούμενο έτσι, άλλων ιδιοτήτων και πρακτικών, και φέροντας εγγενώς την βία και την άσκηση βίας (αντισημιτική όψη).

[3] Στον ελληνικό χώρο των Διεθνών Σχέσεων, με την Ισραηλινο-παλαιστινιακή αντιπαράθεση και το υπόβαθρο της, έχει ασχοληθεί ο Αλέξης Ηρακλείδης, σε βιβλία όπως, ‘Διεθνείς και εθνοτικές συγκρούσεις. Ανάλυση και επίλυση,’ Εκδόσεις Σιδέρη, Αθήνα, 2009. Μία πολύ καλή βάση εισαγωγής στο ζήτημα για τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη, προσφέρει ο ίδιος, στο πόνημα του, ‘Η Αραβοϊσραηλινή αντιπαράθεση. Η προβληματική της ειρηνικής επίλυσης,’ Εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 1991.

[4] Από την στιγμή όπου η Ελλάδα διατηρεί πολύ καλές διμερείς σχέσεις με το Ισραήλ, που απέκτησαν δυναμική και συνεπεία των περιφερειακών εξελίξεων και διεργασιών της τελευταίας δεκαετίας.

[5] Εντύπωση προκαλεί μέχρι στιγμής, η μη εμπλοκή, διπλωματικώ και λεκτικώ τω τρόπω, της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν στη σύγκρουση, ιδίως εάν λάβουμε υπόψιν  δύο παράγοντες: Έναν που έχει να κάνει με το ό,τι οι σχέσεις του με το Ισραήλ και με τελευταίο επίδικο την ανάπτυξη του πυρηνικού του προγράμματος δεν διάγουν και την καλύτερη τους περίοδο, και έναν δεύτερο που συνδέεται δραστικά με το γεγονός πως τα τελευταία χρόνια το Ιράν έχει αυτο-ανακηρυχθεί σε ‘φίλο’ των Παλαιστινίων και της υπόθεσης τους, αναπτύσσοντας δεσμούς με την οργάνωση της Χαμάς, που δεν διαθέτει την έξωθεν καλή μαρτυρία.

Σίμος Ανδρονίδης

Διαφήμιση
Διαφήμιση