HomeΓΝΩΜΕΣΕλλάδα-Τουρκία: Μία ενδιαφέρουσα δημοσκόπηση

Ελλάδα-Τουρκία: Μία ενδιαφέρουσα δημοσκόπηση

Διαφήμιση
Διαφήμιση

Του Σίμου Ανδρονίδη

Μία ενδιαφέρουσα δημοσκόπηση, που αφορά το πεδίο των ελληνο-τουρκικών σχέσεων και περαιτέρω, την αντίληψη που έχουν Έλληνες και Τούρκοι ως προς τα ζήτημα που συνθέτουν το πεδίο των ελληνο-τουρκικών, πραγματοποίησαν από κοινού το ινστιτούτο ΕΛΙΑΜΕΠ, και η διαΝΕΟσις, σε συνεργασία με τις εταιρείες δημοσκοπήσεων ΜRB Hellas και KONDA. Η δεύτερη εταιρεία δημοσκοπήσεων είναι Τουρκική.

Εάν επιλέγαμε ένα συγκεκριμένο σημείο για να εκκινήσουμε, αυτό θα ήταν η στάση που υιοθετούν Τούρκοι και Έλληνες, ως προς την δυνατότητα και κύρια, ως προς τον ενδεδειγμένο τρόπο επίλυσης των ελληνο-τουρκικών διαφορών. Σταχυολογούμε ενδεικτικά από το άρθρο της δημοσιογράφου Αλεξάνδρας Φωτάκη που δημοσιεύεται στην εφημερίδα ‘Τα Νέα Σαββατοκύριακο’: «Στον τρόπο επίλυσης των διαφορών οι Έλληνες υποστηρίζουν λύσεις μέσω διεθνών οργανισμών και προσφυγή στη διεθνή διαιτησία (49,1%), ενώ οι Τούρκοι υποστηρίζουν τις διμερείς διαπραγματεύσεις (62,4%».[1]

Σε μία περίοδο όπου ήδη έχουν πραγματοποιηθεί διερευνητικές επαφές μεταξύ των δύο πλευρών σε Αθήνα και σε Κωνσταντινούπολη αντίστοιχα, εξέλιξη καθαυτή σημαντική και θετική, χωρίς όμως λέγοντας κάτι τέτοιο να ισχυρισθούμε πως οι διερευνητικές επαφές προσέδωσαν ή αλλιώς έχουν προσδώσει μία προωθητική δυναμική ‘φυγής προς τα εμπρός,’ τα ποσοστά που παρατηρούμε και που έχουν σχέση με την προτιμητέα εκδοχή επίλυσης, είναι ενδιαφέροντα, ακριβώς διότι εκφράζουν, αφενός μεν βαθύτερες κοινωνικο-πολιτικές τάσεις, και αφετέρου δε, καθιερωμένες αντιλήψεις όσον αφορά την άσκηση της διπλωματίας και την εμπλοκή σε ένα διαπραγματευτικό παίγνιο σταδίων με επίδικο την επίλυση προβλήματος (problem solving), ήτοι, την επίλυση των διαφορών των δύο χωρών.

Το 62,4% των Τούρκων πολιτών που διάκεινται ευμενώς απέναντι στην προοπτική των διμερών διαπραγματεύσεων, εναρμονίζεται περισσότερο εντατικά με την στάση που υιοθετεί η Τουρκική διπλωματία, που εν προκειμένω, προκρίνει την εμπλοκή σε ένα άμεσα και ενεργό διαπραγματευτικό παίγνιο με σκοπό την προσέγγιση, την από κοινού κατανόηση και την διαμόρφωση προϋποθέσεων επίλυσης, θεωρώντας ό,τι τα ‘ελληνο-τουρκικά είναι ελληνο-τουρκικά,’ με ό,τι μπορεί να σημάνει αυτό.

Άλλωστε, σε αυτό το μοτίβο κινούνται και οι πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών της γείτονος, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, ο οποίος και έκανε λόγο για το γεγονός ό,τι τα ελληνο-τουρκικά είναι ελληνο-τουρκικά και όχι ευρω-τουρκικά, φανερώνοντας μία βαθύτερη προσέγγιση που και στέκεται στον αντίποδα της αντίστοιχης ελληνικής προσέγγισης περί ελληνο-τουρκικών, που δεν στερείται αντιφάσεων όμως, και επίσης, τείνει προς την κατεύθυνση ανάδειξης της θέσης εκείνης που θεωρεί τις ελληνο-τουρκικές διαφορές και την δυνατότητα επίλυσης του ως πρωταρχικό ζήτημα των δύο χωρών και των δικών τους αναγκών, που δεν χρειάζονται για αυτό, την ύπαρξη διαμεσολαβητή, είτε κράτους είτε οργανισμού.

Στο ποσοστό αυτό, μπορούμε επίσης να διαβάσουμε μία οιονεί καχυποψία για την προσφυγή στη διεθνή διαιτησία, είτε υπό την μορφή της ενεργού εμπλοκής και διαμεσολάβησης τρίτου παίκτη, είτε υπό τον τύπο της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, εκεί όπου ανασύρεται στην επιφάνεια ο φόβος σχετικά με το τι μπορεί να λάβει η Τουρκία από έναν μη ουδέτερο διαμεσολαβητή που θα δεχθεί πιέσεις από το ελληνικό lobbying (και όχι μόνο),[2] όσο και από μία απόφαση ενός δικαιοδοτικού οργάνου όπως το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, που δεν θα δικαιώνει την Τουρκία ‘όσο η ίδια θέλει’ (παρόμοιος φόβος ως προς την ετυμηγορία του δικαστηρίου διακατέχει και πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα).

Το αντίστοιχο ελληνικό ποσοστό, που τάσσεται υπέρ της προσφυγής στην διεθνή διαιτησία, είναι κατά τι μικρότερο του Τουρκικού που τάσσεται υπέρ των άμεσων και από ένα σημείο και έπειτα, εντατικών διαπραγματεύσεων. Δεν παύει όμως να είναι σημαντικό, αγγίζοντας το 50%, και αντανακλώντας εμπρόθετα τις βαθύτερες διεργασίες που συντελούνται στην εν Ελλάδι δημόσια σφαίρα και στο κομματικό-πολιτικό σύστημα, και έχουν σχέση με την προτιμητέα φόρμουλα επίλυσης.

Η δυνατότητα προσφυγής στη Χάγη, κέρδισε και κερδίζει έδαφος (βλέπε τις αναφορές του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη), στην ελληνική πολιτική σκηνή, ιδίως μετά την ένταση των ελληνο-τουρκικών του τελευταίου χρόνου, που είχαν ως σημείο αφετηρία τις εξελίξεις στη Λιβύη και την εκεί υπογραφή του τουρκο-λιβυκού μνημονίου συναντίληψης για την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών μεταξύ της Τουρκίας και της Λιβυκής κυβέρνησης ‘Εθνικής Ενότητας’ (2019), δίχως όμως να έχει προσλάβει κάποια ιδιαίτερη ή αλλιώς, μεγάλη δυναμική.

Πλέον όμως, καταγράφεται ευδιάκριτα ως προτιμητέα εκδοχή για την διαχείριση και επίλυση των ελληνο-τουρκικών, που εδώ περνούν μέσα και από την λογική των διμερών διαπραγματεύσεων και επαφών για την υπογραφή ενός κοινού συνυποσχετικού παραπομπής των εκκρεμών διαφορών προς εκδίκαση από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Τώρα, όσον αφορά την ιεράρχηση των διμερών προβλημάτων, στην πρώτη θέση, μακράν του δεύτερου, και από τις δύο πλευρές, προτάσσονται οι λεγόμενες «θαλάσσιες διαφορές»,[3] ήτοι η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ), η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια, με το Τουρκικό casus belli σε περίπτωση λήψης μίας τέτοιας απόφασης να ευρίσκεται εν ισχύι, και το καθεστώς νήσων και βραχονησίδων στο Αιγαίο. Ιδίως οι δύο πρώτες παράμετροι, συνιστούν αυτό που δύναται να αποκαλέσουμε τον ‘σκληρό πυρήνα’ των ελληνο-τουρκικών σχέσεων και διαφορών, οπότε συγκεντρώνουν εύλογα το ενδιαφέρον πολιτικών, διπλωματών, πολιτών, ακαδημαϊκών και δημοσιογράφων.

Ενδιαφέρον έχει το 13% των Ελλήνων που αξιολογούν ως ένα εκ των σημαντικότερων προβλημάτων μεταξύ των δύο χωρών, την διαχείριση του προσφυγικού, εν αντιθέσει με το μόλις 4,4% των Τούρκων,[4] κάτι που αποκρυσταλλώνει αριθμητικά, για την ελληνική πλευρά, το πως βιώνεται η έξαρση του προσφυγικού-μεταναστευτικού κύματος του 2015-2016 που επηρέασε άμεσα την Ελλάδα καθιστώντας την χώρα υποδοχής, με τον απόηχο αυτού του κύματος να παραμένει ενεργός. Και μετά από την υπογραφή της συμφωνίας μεταξύ Τουρκίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης του 2016, με την Ελλάδα να ζητά το περιώνυμο ‘Οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται.’

Οι Έλληνες που συμμετείχαν στην έρευνα, εκφράζουν, σε αρκετά μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι οι Τούρκοι, την ανησυχία τους για το ενδεχόμενο ενός στρατιωτικού επεισοδίου μεταξύ των δύο χωρών (70,2% έναντι 41,9%). Πως εξηγείται κάτι τέτοιο, θα ήταν ένα εύλογο ερώτημα;

Ερμηνεύεται, από την μία πλευρά λόγω του αρνητικού φορτίου που επικάθισε επί των ελληνο-τουρκικών σχέσεων τον τελευταίο 1,5 χρόνο περίπου, με την πολιτική-ακαδημαϊκή αντίληψη που θεωρεί την Τουρκία εγγενώς ‘επιθετική,’ ‘επεκτατική’ και ‘απειλητική’ για τα ελληνικά ζωτικά συμφέροντα να έχει διαπεράσει σημαντικό μέρος της εγχώριας κοινής γνώμης. Σε αυτό το πλαίσιο, ιδιαίτερο ρόλο διακρατεί και η θεώρηση που έχει να κάνει με το ό,τι η πλάστιγγα στο ισοζύγιο δυνάμεων έχει γείρει υπέρ της Τουρκίας, κάτι που η Τουρκία ανά πάσα στιγμή μπορεί να χρησιμοποιήσει προς όφελος της, επιτιθέμενη στρατιωτικά στην Ελλάδα.

Το μικρότερο ποσοστό των Τούρκων που έσπευσαν να απαντήσουν στη συγκεκριμένη ερώτηση, προβάλλει δραστικά την θέση που θέλει την Ελλάδα ως έναν μόνο κρίκο στην αλυσίδα των ανοιχτών μετώπων και δη περιφερειακών μετώπων, από την Λιβύη έως την Συρία και το Βόρειο Ιράκ, που διατηρεί η Τουρκία, και ίσως, όχι τον πλέον σημαντικό και ‘απειλητικό’ κρίκο για την διατήρηση της Τουρκικής κοινωνικής συνοχής και εδαφικής ακεραιότητας. Υπόγεια, αντικατοπτρίζεται και μία γνώμη που συν-διαμορφώνει το τελικό ποσοστό, και η οποία δεν αξιολογεί την Ελλάδα ως έχουσα την δυνατότητα να ‘απειλήσει’ την Τουρκία, επιθυμώντας αντιθέτως, να αποφύγει κάτι τέτοιο για να υποστεί μείζονες συνέπειες.

Η έρευνα είναι σημαντική διότι εάν αναγνωσθεί κατάλληλα και όχι επιφανειακά, συμβάλλει στη δυνατότητα διαμόρφωσης μίας πληρέστερης εικόνας για τα ελληνο-τουρκικά που φθάνει έως εμάς άμεσα, αυτή την εποχή και μετά από ό,τι έλαβε χώρα,  μέσω ερωταπαντήσεων Τούρκων και Ελλήνων, στο λεπτό σημείο όπου και ενσκήπτει ένα θετικό υπόβαθρο ειρήνης, συναλλαγής και φιλικών σχέσεων των δύο χωρών. «Το 68% των Ελλήνων και 73% των  Τούρκων θεωρούν ότι οι Τούρκοι/Έλληνες είναι γείτονες και πρέπει να βρεθεί ένας φιλικός τρόπος συμβίωσης μαζί τους».[5]

Η έννοια της ελληνο-τουρκικής φιλίας καθίσταται μείζονα αξία, και είναι αυτή που πρέπει να τοποθετηθεί δίπλα στον όρο ‘διαφορές,’ ως διαρκές ζητούμενο για τις δύο χώρες και την κοινή γνώμη σε αυτές. Ένα μεγάλο ποσοστό και στις δύο χώρες, προβάλλει την στόχο της επίτευξης της καλής γειτονίας, σε έναν από τους σημαντικότερους δείκτες της μελέτης.

[1] Βλέπε σχετικά, Φωτάκη Αλεξάνδρα, ‘Ελλάδα-Τουρκία. Που συμφωνούν και που διαφωνούν οι δύο λαοί,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα Σαββατοκύριακο,’ 15-16/05/2021, σελ. 30-31.

[2] Εδώ ο φόβος έγκειται στο ό,τι η Ελλάδα, όντας παλαιά χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα σπεύσει να εκμεταλλευθεί την θέση της, ασκώντας πιέσεις σε χώρες-μέλη και στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και παρασέρνοντας τους, ιδίως εάν η Ένωση λειτουργεί ως διαμεσολαβητής, σε μία επίλυση επιβλαβή για τα Τουρκικά συμφέροντα.

[3] Βλέπε σχετικά, Φωτάκη Αλεξάνδρα, ‘Ελλάδα-Τουρκία. Που συμφωνούν και που διαφωνούν οι δύο λαοί…ό.π. Στη δεύτερη θέση, συνολικά, βρίσκεται το Κυπριακό και η διαχείριση του. Οι διαφορές εδώ βέβαια, δεν είναι μεγάλες, με το 11,3% των Ελλήνων και το 12,6% των Τούρκων, να το θεωρούν ως σοβαρό πρόβλημα μεταξύ των δύο χωρών, σε πολύ μεγάλη απόσταση όμως από τις λεγόμενες θαλάσσιες διαφορές. Το ενδιαφέρον για το Κυπριακό στην κοινή γνώμη των δύο χωρών παραμένει υπαρκτό αλλά φθίνει με την πάροδο των ετών, συνεπεία και των ατελέσφορων εγχειρημάτων επίλυσης που έχουν προηγηθεί (κόπωση), και της χρονίζουσας διάστασης που έχει αποκτήσει.

[4] Βλέπε σχετικά, Φωτάκη Αλεξάνδρα, ‘Ελλάδα-Τουρκία. Που συμφωνούν και που διαφωνούν οι δύο λαοί…ό.π. Η ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση,  ως σημαντικό πρόβλημα που επηρεάζει ή μπορεί να επηρεάσει την σχέση των δύο χωρών, επιλέγεται μόνο από το 1,5% των Τούρκων, κομίζοντας στον παρατηρητή την αίσθηση του ό,τι η επιθυμία ένταξης της Τουρκία στην Ένωση και ως διαδικασία που μπορεί να συμβάλλει στην αποκλιμάκωση και στην προσπάθεια ή στις προσπάθειες επίλυσης των διμερών διαφορών, έχει απωλέσει κοινωνική και πολιτική ισχύ, εντός Τουρκικής κοινωνίας, ερείσματα και ανάλογα κινητοποιητικά αφηγήματα που θα επιλέγουν συνειδητά την ένταξη.

[5] Βλέπε σχετικά, Φωτάκη Αλεξάνδρα, ‘Ελλάδα-Τουρκία. Που συμφωνούν και που διαφωνούν οι δύο λαοί…ό.π. Ένα υψηλό ποσοστό Τούρκων, ήγουν το 40,5%, προτιμούν την λύση των δύο ανεξάρτητων κρατών στην Κύπρο, κάτι που δείχνει πως η στρατηγική στροφή που έχουν επιχειρήσει η Τουρκική και η Τουρκοκυπριακή ηγεσία το τελευταίο εξάμηνο, και ιδίως μετά την εκλογή του Ερσίν Τατάρ στη θέση του προέδρου της ‘Τουρκικής Δημοκρατίας Βόρειας Κύπρου,’ υπέρ της επίλυσης στη βάση των δύο κρατών, έχει βρει ευήκοα ώτα εντός της Τουρκικής κοινωνίας, και ως απόρροια των αποτυχημένων προσπαθειών επίλυσης, και ως αντανάκλαση της προσέγγισης που θεωρεί ό,τι στο νησί υπάρχουν δύο ξεχωριστές κοινότητες-εθνότητες που πρέπει να έχουν το δικό τους κράτος, τη δική τους ‘Εστία.’ Αντίθετα, το ποσοστό των Ελλήνων που τάσσονται υπέρ των δύο κρατών στο νησί είναι αρκετά  μικρότερο του Τουρκικού, όχι όμως αμελητέο (27,5%), και αντιστρόφως ανάλογο της πλειοψηφούσας τάσης που επιθυμεί λύση στη βάση της συγκρότησης δι-ζωνικής και δι-κοινοτικής Ομοσπονδίας (56,5%), με το 42,8% των Τούρκων, οριακά πάνω από το 40,5% της προτίμησης στη λογική των δύο κρατών, να τίθεται υπέρ της δι-ζωνικής. Αν μη τι άλλο, αποκαλύπτοντας και τις αντίρροπες δυναμικές, κοινωνικά, πολιτικά, πολιτισμικά, ιδεολογικά, που αναπτύσσονται στη γείτονα χώρα.

Σίμος Ανδρονίδης

Διαφήμιση
Διαφήμιση