HomeΓΝΩΜΕΣΠερί στρατιωτικής δικτατορίας και Μεταπολίτευσης

Περί στρατιωτικής δικτατορίας και Μεταπολίτευσης

Διαφήμιση
Διαφήμιση

Tου Σίμου Ανδρονίδη

Την 21η Απριλίου του 2021, συμπληρώνονται 54 χρόνια από την εκδήλωση του στρατιωτικού πραξικοπήματος την 21η Απριλίου του 1967. Εάν το δούμε χρονικά, θα πούμε πως από το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου παρήλθε κάτι παραπάνω από μισός αιώνας, όμως, δεν σπεύδουμε, πολιτικά όσο και επιστημονικά, να διαγράψουμε από την ιστορική μνήμη και το πραξικόπημα αυτό καθαυτό αλλά και την περίοδο της επταετίας που ακολούθησε.

Η στρατιωτική δικτατορία, άλλως πως η δικτατορία των συνταγματαρχών 1967-1974, αποτελεί ένα ‘προϊόν’ της εποχής της, κάτι που σημαίνει πως, αφενός δεν μπορούμε να την αποκόψουμε από το μεταπολεμικό-μετεμφυλιακό πολιτικό και ιδεολογικό περιβάλλον, από ό,τι ορίσθηκε ως ‘καχεκτική δημοκρατία’ (αν παραπέμψουμε στον Ηλία Νικολακόπουλο), και, αφετέρου δε, από τις φορτισμένες κοινωνικοπολιτικές σημάνσεις της δεκαετίας του 1960, με την πολιτική κρίση των Ιουλιανών του 1965, να μην προβλέπει τις εξελίξεις, αλλά, αντιθέτως, να τις επιταχύνει προς την κατεύθυνση της στρατιωτικής ‘λύσης.’

Και η ειδοποιός διαφορά εδώ έγκειται στο ό,τι οι διεργασίες πύκνωσαν και στις τάξεις του στρατεύματος, διεργασίες που ανέδειξαν ευκρινώς το μπλοκ των συνταγματαρχών, που εμφορούμενοι από έναν πολωμένο αντι-κομμουνισμό, πρόλαβαν και υπερκέρασαν τις κινήσεις των φιλο-βασιλικών αξιωματικών εντός του στρατεύματος.[1]

Η μετέπειτα πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας και η εγκαθίδρυση της Μεταπολίτευσης, η οποία, όπως ορθά τονίζει ο συνταγματολόγος Νίκος Αλιβιζάτος, υπήρξε μία «ιστορική τομή»,[2] ώθησε προς την κατεύθυνση θεμελίωσης μίας νέας κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας, με την δικτατορία, ιδίως στα πρώτα χρόνια εδραίωσης (που δεν υπήρξε γραμμική διαδικασία) της Μεταπολιτευτικής Δημοκρατίας να επικρέμαται ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από της, ή αλλιώς, ως φάντασμα. Ο Γερμανός Manfred Schmidt, τονίζει πως η περίπτωση της Ελλάδας και της εδώ δημοκρατικής μετάβασης εντάσσεται στο λεγόμενο «τρίτο μονοπάτι εκδημοκρατισμού».

Αναλυτικότερα, «το τρίτο μονοπάτι εκδημοκρατισμού είναι εκείνος ο τύπος μετάβασης στη δημοκρατία η αποτελεί πρωτοβουλία πολιτικών και στρατιωτικών ομάδων του παλαιού καθεστώτος ή έχει τη μορφή συμφωνίας μεταξύ σημαντικών ομάδων του παλαιού καθεστώτος και της αντιπολίτευσης, και η οποία βάζει τα θεμέλια ενός διάδοχου δημοκρατικού πολιτεύματος. Πρόκειται για την περίπτωση του καθεστωτικού εκδημοκρατισμού. Στην κατηγορία αυτή ανήκει ο εκδημοκρατισμός της Ελλάδας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας τη δεκαετία του 1970».[3]

Υπό αυτό το πολιτικό όσο και τυπολογικό πρίσμα, και έχοντας διευρύνει την εικόνα της ανάλυσης μας ώστε να συμπεριλάβουμε εντός αυτής και την Μεταπολιτευτική τομή, ή αλλιώς, την διά-ρρηξη με εκείνο την μορφή καθεστώτος που επεδίωκε να αντλήσει νομιμοποίηση μέσω και της παραγωγής ενός λόγου ‘σωτηριολογικής υπεράσπισης’ του ελληνικού και της ελληνικότητας,[4] θα τονίσουμε πως, η Μεταπολίτευση που στην θεωρητική προσέγγιση του Schmidt, συνιστά ένα ιδιαίτερο ‘αποτέλεσμα’ της πολιτικής  συναίνεσης που επιτεύχθηκε, δεν έμεινε εκεί.

Ως προς αυτό, την επαύριον της συμφωνίας η Μεταπολίτευση και το περιεχόμενο της, η ίδια η δημοκρατία ως μορφή πολιτειακής οργάνωσης, άρχισαν να εδραιώνονται και να ενισχύονται διαμέσου κοινωνικών δράσεων, πολιτικοϊδεολογικών διεργασιών, της συγκρότησης μίας πρώτης και ‘φορτισμένης’ αντι-δικτατορικής μνήμης που άτυπα λειτουργούσε ως ζώνη προστασίας της, με τρόπο ώστε, όταν πραγματοποιήθηκαν οι δεύτερες βουλευτικές εκλογές του 1977, η Μεταπολιτευτική Δημοκρατία ήταν ήδη σε θέση να σταθεί στα πόδια της, έχοντας διαμορφώσει, πράγμα σημαντικό, ένα ευρύ κοινωνικό υπόστρωμα νομιμοποίησης.

Η τομή του 1974, η μεταιχμιακή τομή που αποκλήθηκε Μεταπολίτευση, δεν απέστρεψε το βλέμμα της από το παρελθόν, καλούμενη, εξ αρχής κιόλας, να το αντιμετωπίσει, στηρίζοντας τα υποστυλώματα, ήτοι τους θεσμούς της με την μνήμη που εκδηλώθηκε με διάφορους τρόπους. Ήταν μία μνήμη συγκροτούμενη επί του δρόμου; Ήταν μία πολιτική-ιστορική και θεσμική μνήμη; Ήταν μία μνήμη που αξιο-θεμελιώθηκε πάνω στην ενθύμηση της Τούρκικης στρατιωτικής εισβολής στην Κύπρος; Απαντώντας, θα λέγαμε πως ήταν όλα αυτά μαζί.

Εν έτει 2021, η ιστορική αναδρομή λαμβάνει τα χαρακτηριστικά αναφοράς του τι κατακτήθηκε και τι διασφαλίσθηκε μετά την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας.

[1] Εάν αποδεικνύουν κάτι  οι παράλληλες και έντονες κινήσεις εντός των Ενόπλων Δυνάμεων, και περαιτέρω, η κίνηση του μπλοκ των συνταγματαρχών, αυτό είναι το ό,τι οι Ένοπλες Δυνάμεις ως θεσμός, δεν αποτελούν ένα αρραγές και μονολιθικό μπλοκ που δεν  διαπερνάται από αντιφάσεις και από την κοινωνικοπολιτική δυναμική και πραγματικότητα,  με τους συνταγματάρχες να αξιοποιούν την συγκυρία και τις αντιφάσεις-αντιθέσεις, πραγματοποιώντας την κίνηση τους όχι σε κενό, αλλά στον κατάλληλο πολιτικά χρόνο: Πριν από την διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών που είχαν προγραμματισθεί να διεξαχθούν στις 21 Μάϊου του 1967. Αυτή την μηχανική και στατική πρόσληψη περί μονολιθικότητας υιοθέτησαν μερίδες της Αριστεράς που ανέμεναν την εκδήλωση στρατιωτικής κίνησης από φιλο-βασιλικούς αξιωματικούς που θα είχαν λάβει προκαταβολικά την έγκριση τους από το Παλάτι.

[2] Βλέπε σχετικά, Λιαλιούτη Μυρτώ, ‘Αξιολογώντας τη Μεταπολίτευση,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα,’ 21/04/2021, σελ. 9. Η ιστορική, και θα προσθέταμε, η πολιτική τομή της Μεταπολίτευσης εκφράσθηκε και στο δημοψήφισμα για το Πολιτειακό, δημοψήφισμα που έλαβε χώρα στα 1974, με το αποτέλεσμα του να εμβαπτίζει την νεότευκτη Μεταπολίτευση στα νάματα της αβασίλευτης Δημοκρατίας ως ‘νέα αρχή.’ Επίσης, η ιστορική τομή της Μεταπολίτευσης, προσδιορίσθηκε και στο είδος εκείνο της δημοκρατίας που προέκρινε την επεξεργασία, την διαβούλευση και την συναίνεση.

[3] Βλέπε σχετικά, Schmidt Manfred, ‘Θεωρίες της Δημοκρατίας,’ Επίμετρο: Πάσχος Γιώργος, Επιστημονική Επιμέλεια: Δώδος Δημοσθένης, Μετάφραση: Δεκαβάλλα Ελευθερία, Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα, 2004, σελ. 528.

[4] Με ένα ενδιαφέρον άρθρο του, ο δημοσιογράφος των ‘Νέων’ Ηλίας Κανέλλης, κάνει λόγο για την κιτς αισθητική της δικτατορίας των συνταγματαρχών εστιάζοντας το ενδιαφέρον του στις περιώνυμες τελετουργίες της ‘Πολεμικής Αρετής’ των Ελλήνων, που δεν ήταν παρά η, με κιτς όρους, ‘ενσάρκωση’ της απλουστευμένης αντίληψης περί ιστορικής συνέχειας των Ελλήνων και του Ελληνισμού. Άλλωστε, ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, εύγλωττα και στοχευμένα, ανέδειξε την πολιτισμική και αισθητική κακοποίηση στην οποία υπέβαλλε η δικτατορία, τον εν ευρεία εννοία, Ελληνισμό: ‘Ελλάς-πυρ. Ελλήνων-πυρ. Χριστιανών-πυρ. Τρεις λέξεις νεκρές, γιατί τις σκοτώσατε;’ Βλέπε σχετικά, Κανέλλης Ηλίας, ‘Το κιτς της δικτατορίας…ό.π., σελ. 17.

Σίμος Ανδρονίδης

Διαφήμιση
Διαφήμιση