HomeΓΝΩΜΕΣΓια την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών

Για την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών

Γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης

Διαφήμιση
Διαφήμιση

Του Σίμου Ανδρονίδη

Σε δηλώσεις στις οποίες προέβη ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου, την Δευτέρα 11 Ιανουαρίου, κάλεσε την Ελλάδα να προσέλθει σε έναν νέο γύρο διερευνητικών επαφών εντός του μηνός Ιανουαρίου, λίγους μήνες μετά την κρίση του περασμένου καλοκαιριού (έξοδος του σεισμογραφικού ‘Oruc Reis’ σε περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου), που εν προκειμένω, συνέβαλλε στην όξυνση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών.

Πιο συγκεκριμένα, ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου, τόνισε τα εξής: «Σήμερα είναι 11 Ιανουαρίου. Ως Τουρκία κάνουμε μια ανοιχτή πρόσκληση. Καλούμε την Ελλάδα εντός του Ιανουαρίου να ξεκινήσουμε τις διερευνητικές επαφές» ανέφερε ο Τούρκος ΥΠΕΞ. «Εμείς είμαστε οικοδεσπότες και την οριστική ημερομηνία θα την καθορίσουν οι επιτροπές που θα συναντηθούν μαζί με τους ομολόγους τους στην Ελλάδα. Εμείς είμαστε έτοιμοι για όλα τα θέματα» συμπλήρωσε».[1]

Σε ένα ευρύτερο και ρευστό γεω-πολιτικό και περιφερειακό περιβάλλον όπου σημειώνονται διεργασίες, όπως διεφάνη με την πρόσφατη επαναπροσέγγιση μεταξύ του Κατάρ και των χωρών-μελών του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου, μετά από την  έντονη κρίση του 2017, αποκτά ενδιαφέρον το κάλεσμα του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών για την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών από το σημείο όπου αυτές είχαν σταματήσει το 2016. Και τελικά, οι διερευνητικές επαφές θα εκκινήσουν στις 25 Ιανουαρίου.

Σε αυτό το πλαίσιο,  οι διερευνητικές και δη η έναρξη των διερευνητικών επαφών μπορούν να προσφέρουν την ευκαιρία σταδιακής άμβλυνσης της εκατέρωθεν καχυποψίας που έχει μεγεθυνθεί μετά από τις εξελίξεις των τελευταίων μηνών, λειτουργώντας παράλληλα και ως έναυσμα για να συγκροτηθεί διπλωματικό και διαπραγματευτικό ‘κεφάλαιο εμπιστοσύνης’  που θα οδηγήσει και στην επόμενη φάση των διαπραγματεύσεων.

Διότι, οι διερευνητικές επαφές δεν συνιστούν διαπραγμάτευση εν στενή εννοία, αλλά, ως και ο όρος δηλοί, θέτουν το περίγραμμα της συζήτησης, της διερεύνησης προθέσεων και της ανταλλαγής απόψεων, διαδραματίζοντας και ρόλο στην διαμόρφωση μίας ατζέντας θεμάτων προς διαπραγμάτευση, με διακύβευμα πλέον, την δρομολόγηση της λύσης. Το μπαλάκι πλέον, περνά στην ελληνική πλευρά, που καλείται να αποφασίσει όχι πλέον το αν, αλλά θα το πως  θα προσέλθει στο τραπέζι των διερευνητικών επαφών.[2]

Το θετικό  θα είναι αυτό να συμβεί καλή τη πίστει, και με ανοιχτό και εποικοδομητικό πνεύμα (το ίδιο ισχύει και για την πλευρά της Τουρκίας), θέτοντας την συμμετοχή στις διερευνητικές επαφές  ως βάση για την χάραξη μίας στρατηγικής όσον αφορά την διαχείριση των Ελληνο-τουρκικών σχέσεων που θα προσιδιάζει και προς την κατεύθυνση αξιοποίησης των τελευταίων εξελίξεων στο πεδίο των σχέσεων Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας.

Κάτι που, όσο και να παραγνωρίζεται, σχετίζεται με την προσέγγιση των δύο πλευρών, επί τη βάσει, αφενός μεν της μη επιβολής κυρώσεων στην Τουρκία, από τα Ευρωπαϊκά Συμβούλια Κορυφής (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2020), και, αφετέρου δε, περισσότερο στρατηγικά, από την εκείνη την αντίληψη της Ένωσης που θεωρεί ουσιωδώς την Τουρκία ως σημαντικό τρίτο παίκτη και δυνητικό ‘στρατηγικό εταίρο’ για την ίδια για την διευθέτηση σειράς θεμάτων.

Εδώ έγκειται μία ευκαιρία για την Ελλάδα και την ελληνική εξωτερική πολιτική, συνδεόμενη με το διττό πλαίσιο της αρχικής εξομάλυνσης και εν συνεχείας ομαλοποίησης των σχέσεων της με την Τουρκία.

Και προϋπόθεση ή αλλιώς, μία από τις βασικές προϋποθέσεις  για αυτή την ευκαιρία εξομάλυνσης και ομαλοποίησης των σχέσεων, είναι η ελληνική πλευρά, δίχως φόβο, να σπεύσει να αξιοποιήσει και ακόμη και να συμβάλλει σε μία διαδικασία επαναπροσέγγισης μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας που αχνοφαίνεται δίχως συγκεκριμένο περιεχόμενο όμως, επιχειρώντας να εντάξει εντός αυτής της διαδικασίας το διαπραγματευτικό παίγνιο (ξεκινώντας από τις διερευνητικές ως διερεύνηση θέσεων) και την εξέλιξη του, το επίδικο της επίλυσης μίας σειράς ανοιχτών και εκκρεμών ζητημάτων.[3]

Επίλυσης μέσω επίτευξης ισορροπιών και συμβιβασμών, διαρκούς επεξεργασίας θέσεων, που θα ‘φιλτράρονται’ από έναν καθαυτό θεσμό ‘ενσάρκωσης’ της έννοιας του διαλεκτικού τύπου συμβιβασμού, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Πιο πάνω έγινε λόγος για μία από τις βασικές προϋποθέσεις εξομάλυνσης και ομαλοποίησης των Ελληνο-τουρκικών σχέσεων, που είναι η ενεργός εμπλοκή της Ελλάδας στην διαδικασία επαναπροσέγγισης Ένωσης και Τουρκίας.

Με αφορμή την επαναφορά της συζήτησης για τις διερευνητικές επαφές,[4] μία ακόμη προϋπόθεση που ενσκήπτει, αφορά την απεμπλοκή της Ελλάδας από άγονες και στείρες  αντιλήψεις που λειτουργούν ως αγκάθια και ως τροχοπέδη για την χάραξη μίας ρεαλιστικής εξωτερικής πολιτικής: Και αναφερόμαστε στην άγονη πολιτική της επιβολής κυρώσεων που ήδη κατέδειξε τα πεπερασμένα όρια της, αλλά και στην ελληνική  θέση  της μίας διαφοράς-εκκρεμότητας προς επίλυση, που είναι η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και η ανακήρυξη Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ), η οποία ενέχει βραχυπρόθεσμο ορίζοντα και δεν απαντά στο σύνθετο πλαίσιο των Ελληνο-τουρκικών σχέσεων.

Με αυτόν τον τρόπο, η Ελλάδα που αυτο-προσδιορίζεται ως εξωστρεφής και ευρωπαϊκή χώρα, είναι σαν κυνηγά την ουρά της,  ΄κυνηγώντας’ επίσης να πετύχει τη μία διαφορά σε έναν στόχο διαφορών με την Τουρκία, ‘τελεολογικά’: Η διευθέτηση της θα σημάνει το ‘τέλος’ για την Ελλάδα, των Ελληνο-τουρκικών διαφορών.

Όσο στερείται βάθους αυτή η θέση, άλλο τόσο στερείται προοπτικής και ρεαλισμού. Η εξωστρέφεια στον 21ο αιώνα, προσδιορίζεται με όρους τόλμης και ανοιγμάτων. Η προοπτική επανέναρξης των διερευνητικών επαφών, κομίζει στο προσκήνιο το ζήτημα της ουσιώδους σύγκλισης.

[1] Βλέπε σχετικά, Κωστίδης Μανώλης, ‘Τσαβούσογλου: Καλούμε την Ελλάδα για διερευνητικές εντός Ιανουαρίου,’ Διαδικτυακή έκδοση εφημερίδας ‘Η Καθημερινή,’ 11/01/2021, https://www.kathimerini.gr/politics/561222544/tsavoysogloy-kaloyme-tin-ellada-gia-diereynitikes-entos-ianoyarioy/

[2] Η δήλωση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη από την Λισαβώνα, όπου βρέθηκε για την συνάντηση του με τον Πορτογάλο πρωθυπουργό Αντόνιο Κώστα, η χώρα του οποίου ασκεί το τρέχον εξάμηνο την προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, δεικνύει συγκεκριμένες προθέσεις ως προς την αποδοχή της Τουρκικής πρότασης για την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών: «Με τη φράση «να σταματήσουμε να παίζουμε τις κουμπάρες και να πάμε σε διάλογο» ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης υπογράμμισε την πρόθεση της Ελλάδας να προσέλθει στις διερευνητικές, μόλις υπάρξει επίσημη πρόσκληση από πλευρά της Τουρκίας». Βλέπε σχετικά, ‘Κυρ. Μητσοτάκης για Τουρκία: «Να σταματήσουμε να παίζουμε τις κουμπάρες»,’ Διαδικτυακή έκδοση εφημερίδας ‘Η Καθημερινή,’ 11/01/2021, https://www.kathimerini.gr/politics/561222796/kyr-mitsotakis-gia-diereynitikes-na-stamatisoyme-na-paizoyme-tis-koympares-me-tin-toyrkia/

[3] Ήδη υπάρχουν ακαδημαϊκοί που κάνουν λόγο για την ανάγκη χάραξης μίας πολιτικής ενός ‘νέου Ελσίνκι,’ που θέτει ως προϋπόθεση βελτίωσης των Ελληνο-τουρκικών σχέσεων και διαμόρφωσης μίας νέας ρότας ως προς την εξέλιξη τους, την επιδίωξη της «επανασύνδεσης» μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας. Με μεσο-μακροπρόθεσμο στόχο, ακόμη και την ένταξη της Τουρκίας στην Ένωση.  Ο Παναγιώτης Ιωακειμίδης καθίσταται ένας εκ των πρωτεργατών αυτής της αντίληψης, αντλώντας εμπειρία και γνώση από την ενεργό εμπλοκή στην πολιτική που οδήγησε στο Ελσίνκι στα τέλη της δεκαετίας του 1990, όντας μάλιστα, και σχετικά αναλυτικός όσον αφορά τις παραμέτρους αυτής της «επανασύνδεσης». Ας παρακολουθήσουμε την σκέψη του: «Είναι σημαντικό επομένως να επιδιωχθεί η «επανασύνδεση» της Τουρκίας με την Ε.Ε. Όχι βεβαίως, η πλήρης θεσμική ένταξη, καθώς τώρα δεν πληρούνται πλέον βασικές προϋποθέσεις/κριτήρια (κριτήρια Κοπεγχάγης-δημοκρατία, κράτος δικαίου). Αλλά η επανασύνδεση μέσω μιας ειδικής σχέσης με μεταξύ άλλων, ενίσχυση της τελωνειακής ένωσης, απελευθέρωση θεωρήσεων, ένταξη σε αμυντικά σχέδια/PESCO, κλπ., χωρίς όμως να εγκαταλειφθεί ολοσχερώς η προοπτική της πλήρους ένταξης στο απώτερο μέλλον (νέο «Ελσίνκι»)». Βλέπε σχετικά, Ιωακειμίδης Παναγιώτης, ‘Επιτεύγματα και στρατηγικά λάθη της εξωτερικής πολιτικής της Μεταπολίτευσης. Προβλήματα και λύσεις. Παθογένειες και προκλήσεις,’ Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 2020, σελ. 72.

[4] Για τον τρόπο λειτουργίας των διερευνητικών επαφών, βλέπε σχετικά, Λιάκουρας Πέτρος, ‘Αποκωδικοποιώντας τις διερευνητικές,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα,’ 14/01/2021, σελ. 8.

Σίμος Ανδρονίδης

Διαφήμιση
Διαφήμιση