HomeΓΝΩΜΕΣ100 χρόνια Εθνικό Θέατρο

100 χρόνια Εθνικό Θέατρο

Διαφήμιση
Διαφήμιση

Tου Σίμου Ανδρονίδη

Με αφορμή την συμπλήρωση των 100 ετών (πρώτη εκατονταετηρίδα) από την ίδρυση και λειτουργία του Εθνικού Θεάτρου (1900-2000), ο Βασίλης Φωτόπουλος, επιμελήθηκε την έκδοση ενός τόμου που άπτεται ουσιαστικά της ιστορικής πορείας του Εθνικού Θεάτρου στην διάρκεια του 20ου αιώνα.[1]

Θα αναφέρουμε πως το όλο εγχείρημα καθίσταται σύνθετο, στο βαθμό όπου ο συγγραφέας του τόμου, με την συνεργασία της Ελένης Βαροπούλου και του Κώστα Γεωργουσόπουλου σε κάποια κομμάτια, επιχειρεί μία ανα-σύνθεση της ιστορίας του Εθνικού Θεάτρου, αναδεικνύοντας όλους όσοι συνέβαλλαν στην ιστορική του πορεία και εξέλιξη. Έτσι, από την προσέγγιση του δεν λείπουν σκηνοθέτες που κόμισαν την δική τους θεατρική πρόταση, σκηνογράφοι, μεταξύ αυτών και καταξιωμένοι ζωγράφοι, όπως ο Γιάννης Τσαρούχης,[2] θεατρικοί συγγραφείς, Έλληνες και ξένοι, ήτοι πρόσωπα που συνέβαλλαν ώστε το Εθνικό Θέατρο να καταστεί  κόμβος που διαδραμάτισε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο για την συγκρότηση θεατρικής παιδείας και συνακόλουθα, θεατρικής κουλτούρας στην Ελλάδα.

Εγγράφοντας περιεχομενικά, δηλαδή στο επίπεδο των θεατρικών παραστάσεων, τις εκάστοτε  επιλογές  ρεπερτορίου των καλλιτεχνικών διευθυντών του, την εμπρόθετη συνάρθρωση του τοπικού με το διεθνικό-ευρωπαϊκό,  του παραδοσιακού με το πειραματικό και μοντέρνο, προσιδιάζοντας, πέραν της θεατρικής κουλτούρας, στην παραγωγή ήθους. Και δη, θεατρικού ήθους.

Στην εξαντλητική παρουσίαση αυτής της ιστορικής διαδρομής του Εθνικού Θεάτρου στο χώρο και στον χρόνο, ο Βασίλης Φωτόπουλος ενσωματώνει στην αφήγηση του, σύντομα σημειώματα σκηνοθετών τα οποία και περιστρέφονται γύρω από το ανέβασμα μίας θεατρικής παράστασης. Για παράδειγμα, ο Αλέξης Μινωτής, αναφέρεται εν συντομία στο ανέβασμα της παράστασης του ‘Η Θυσία του Αβραάμ’ του Βιτσέντζου Κορνάρου,[3] δίδοντας περισσότερο ιστορικού τύπου πληροφορίες για ανάλογες προσπάθειες ανεβάσματος της παράστασης στο παρελθόν, με τον ίδιο σκηνοθέτη.[4]

Παράλληλα, δεν εκ-λείπουν και φωτογραφίες από διάφορες θεατρικές παραστάσεις που έχουν παιχθεί με σημείο αναφοράς το Εθνικό Θέατρο, εκεί όπου παρελαύνει μία χορεία ηθοποιών και ερμηνευτών, από την Ελένη Παπαδάκη έως τον Αιμίλιο Βεάκη και από τον Δημήτρη Χορν έως την Κατίνα Παξινού, οι οποίοι και τείνουν προς την κατεύθυνση διαμόρφωσης του όλου χαρακτηρολογικού-θεατρικού ‘βιόκοσμου,’ μετουσιώνοντας σε βίωμα, σε θεατρικό βίωμα, σκηνοθετικές προτάσεις και επιμέρους θεατρικά ρεύματα.

Και είναι ενδεικτικό το γεγονός ό,τι εντός των σελίδων του τόμου, ενυπάρχουν ειδικά ‘παράθυρα’ (εάν είναι δόκιμος ο όρος) που επέχουν θέση αφιερώματος: Στην παιδεία και στην εν γένει πορεία ενός ηθοποιού, κάτι που συμπεριλαμβάνει και θεατρικές παραστάσεις όπου και έχουν συμμετάσχει, στο υπόβαθρο ενός σκηνοθέτη.

Η αφήγηση, ιδωμένη από μία συγκεκριμένη οπτική γωνία, δεν διστάζει να επιχειρήσει ανοίγματα σε σημαντικούς συντελεστές του εν ευρεία εννοία ευρωπαϊκού θεάτρου, προσδιορίζοντας, ενίοτε και ‘φορτισμένα,’ αφενός μεν τα διακυβεύματα που τίθενται διαμέσου του θεατρικού λόγου, του θεατρικού ‘πράττειν,’ και, αφετέρου δε, εκείνες τις μεταιχμιακές καταστάσεις που δύνανται να προσδώσουν σε έναν θεατρικό συγγραφέα και στο έργο του, ιστορικότητα.

Από την δημιουργία των κουστουμιών έως το στήσιμο μίας παράστασης, και από τις οδηγίες του σκηνοθέτη έως τις ερμηνείες των ηθοποιών, ο Βασίλης Φωτόπουλος νοηματοδοτεί το Εθνικό Θέατρο, αυτό το κομμάτι του εν Ελλάδι 20ου αιώνα, το οποίο συνεχίζει και σήμερα την πορεία του, ως χώρο δημιουργίας και έκφρασης, εντός του οποίου σημασιοδοτείται και η διαμόρφωση μίας μη επίπλαστης ‘ελληνικότητας’ θεατρικού τύπου, όσο και η συνύπαρξη και η συν-διαλλαγή με εκπροσώπους θεατρικών ρευμάτων, με την ιδιαιτερότητα ό,τι έδρασαν και ηθοποιοί που κατάφεραν να προσδώσουν εκ νέου ύφος και ήθος σε θεατρικά έργα. Κάτι που κατάφερε η Μαίρη Αρώνη στην παράσταση ‘Τριαντάφυλλο στο στήθος’ του Τενεσί Ουίλιαμς.[5]

Το δυναμολογικό υπόβαθρο που διαπερνά τις μεγάλου μεγέθους σελίδες  του τόμου, δεν απέχει και ιδιαίτερα από την παραγωγή καλλιτεχνικής και πολιτιστικής πολιτικής, με τα ‘υβρίδια’ που κατασκευάζονται να καθίστανται ‘υβρίδια’ σαρκασμού και ειρωνείας-κριτικής προς την ‘στείρα’ πνευματική ζωή.[6] Διαφορετικά ειπωμένο, θα τονίσουμε πως ο τόμος συμβάλλει στην ανάδειξη του ελληνικού εικοστού αιώνα, με άλλους όρους, με το 2020 να ήταν η χρονιά όπου και συμπληρώθηκαν 120 χρόνια από την λειτουργία του Εθνικού Θεάτρου.

Ο συγγραφέας δεν είναι ρέκτης συγ-κίνησης, καθώς και μίας στατικής και μηχανικής θεώρησης, αλλά, αντιθέτως, αφήνει να διαρρεύσει η ίδια αίσθηση της πράξης και δη της θεατρικής πράξης που έχει ήδη επιτελεσθεί, και για αυτόν τον λόγο, δύναται να καταγραφεί, και να αξιολογηθεί εκ νέου, στο εγκάρσιο σημείο όπου τα γλωσσικά-πραγμολογικά μοτίβα που υιοθετεί ο συγγραφέας καθιστούν το έργο του προσβάσιμο και σε μία ευρεία μερίδα αναγνωστών. Θέτοντας ως σημείο αναφοράς, την αναπαραγωγή θεατρικής παιδείας που δεν εφορμά από το ‘μουσείο’ και από κλειστές σχολές. Εντός του Εθνικού Θεάτρου, διασταυρώθηκε ο θεατρικός λόγος με τον χώρο, τον δημόσιο χώρο της πόλης, ανα-πλάθοντας δημιουργικά τον τελευταίο (Αθήνα) ως χώρο εξωστρεφή.

Σε αυτό το πλαίσιο, η όλη μελέτη, δύναται να αναγνωσθεί και ως ιδιαίτερη κριτική σε θέσεις και σε επιφανειακές και μονοσήμαντες αναλύσεις που αποδίδουν έμφαση στον ελληνικό ‘επαρχιωτισμό,’ στην ελληνική ‘απομόνωση’ και ιδιαιτερότητα, αναπαριστώντας την χώρα ως καρικατούρα ανορθολογισμού και μπανάλ αισθητικής.

[1] Βλέπε σχετικά, Φωτόπουλος Βασίλης, ‘100 χρόνια Εθνικό Θέατρο,’ Όμιλος Λάτση, Αθήνα, 2000. Αξίζει να σημειωθεί πως την περίοδο κυκλοφορίας του τόμου, καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου ήταν ο ηθοποιός Νίκος Κούρκουλος.

[2] Για μία κατατοπιστική προσέγγιση του έργου του Γιάννη Τσαρούχη (αλλά και του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα), βλέπε σχετικά, Ξυδιά Β., ‘Τέχνη και βιογραφία: Η περίπτωση του Γιάννη Τσαρούχη και του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα,’ Μεταπτυχιακή εργασία, Θεσσαλονίκη, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2015. Για μία ειδικότερη προσέγγιση σχετική με τον τρόπο με τον οποίο ο Γιάννης Τσαρούχης αναπαριστά στο έργο του μικροαστούς και επαγγελματοβιοτέχνες, βλέπε την μελέτη της Αγγελίνας Αποστόλου, ‘Εικαστικές τέχνες και επαγγελματοβιοτέχνες στην Ελλάδα: μια διαχρονική μελέτη,’ στο: Μπαχάρας Δημήτρης, (επιμ.), ‘Πτυχές της ιστορίας της ΓΣΕΒΕΕ. Ταυτότητες, αιτήματα, αναπαραστάσεις στην τέχνη και τον πολιτισμό,’ ΙΜΕ/ΓΣΕΒΕΕ, Αθήνα, 2020, σελ. 123-130.

[3] Στην μελοποίηση του ‘Ερωτόκριτου’ από τον Χριστόδουλο Χάλαρη, τόσο ο Νίκος Ξυλούρης όσο και η Τάνια Τσανακλίδου ως δίδυμο ερμηνευτών, ενέχουν ένα αφηγηματικό έως θεατρικό στοιχείο στην μουσική-ερμηνευτική τους επιτέλεση, εδραζόμενοι πάνω στην μουσικότητα της γλώσσας και επίσης, στις συναισθηματικές διακυμάνσεις που διέπουν την ζωή και τον έρωτα των δύο πρωταγωνιστών, ήτοι του ‘Ερωτόκριτου’ και της ‘Αρετούσας.’

[4] Βλέπε σχετικά, Φωτόπουλος Βασίλης, ‘100 χρόνια Εθνικό Θέατρο…ό.π., σελ. 336.

[5] Βλέπε σχετικά, Φωτόπουλος Βασίλης, ‘100 χρόνια Εθνικό Θέατρο…ό.π., σελ. 130.

[6] Η σκηνή με τον Αλέξη Μινωτή στον ρόλο του ‘Όσβαλντ’ από τους ‘Βρικόλακες’ του Νορβηγού θεατρικού συγγραφέα ‘Ερρίκου Ίψεν,’ αποτελεί ενδεικτικό δείγμα μίας ερμηνείας που δεν εμβαπτίζεται στα νάματα της απλής έως απλοϊκής ‘μίμησης,’ παράγοντας κίνηση, δραματουργικό βάθος, και χώρο. Μαζί του συμπρωταγωνιστεί η Κατίνα Παξινού στο ρόλο της κυρίας ‘Άλβιγκ.’ Βλέπε σχετικά, Φωτόπουλος Βασίλης, ‘100 χρόνια Εθνικό Θέατρο…ό.π., σελ. 132.

Σίμος Ανδρονίδης

Διαφήμιση
Διαφήμιση