HomeHL-9Για την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας

Για την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας

Άρθρο του Σίμου Ανδρονίδη

Διαφήμιση
Διαφήμιση

Μετά από ένα δίμηνο περίπου κλιμάκωσης της έντασης στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις, συνεπεία της έκδοσης NATVEX από τον Τουρκικό ναύσταθμο της Αττάλειας για την πραγματοποίηση σεισμογραφικών ερευνών από το σεισμογραφικό σκάφος ‘Ορούτς Ρέις,’  στην θαλάσσια περιοχή νότια του νησιωτικού συμπλέγματος της Μεγίστης (Καστελόριζο), διαφαίνονται οι όροι για την πραγματοποίηση, σε αρχικό στάδιο, διερευνητικών επαφών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Εάν εισέλθουμε επίσημα στον ‘αστερισμό’ των διερευνητικών επαφών, τότε αυτές θα είναι οι 61ες επαφές μεταξύ των δύο πλευρών και οι πρώτες μετά την διακοπή τους το 2016. Στην αρχή του κειμένου έγινε λόγος για την πρόσφατη κλιμάκωση της ένταξης στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις με αφορμή την Τουρκική ΝΑΤΝΕΧ που εξεδόθη για την πραγματοποίηση σεισμογραφικών ερευνών.

Θεωρούμε πως αυτή η κίνηση από μεριάς Τουρκίας, ενταγμένη σε ένα ευρύτερο στρατηγικό πλαίσιο ενίσχυσης δυνάμει θέσης με φόντο ενδεχόμενες διαπραγματεύσεις για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και θέσπισης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ), με την Ελλάδα, καθίσταται η αφορμή, με την βαθύτερη αιτία να άπτεται των χρονίζοντων και ανοιχτών ζητημάτων που συν-αποτελούν το ευρύτερο πεδίο των ελληνο-τουρκικών σχέσεων.

Σε αυτό το πλαίσιο, επενεργούν και τα τεκταινόμενα στο γεω-πολιτικό ‘μωσαϊκό’ της ευρύτερης περιοχής της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, προσδίδοντας στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις και στα διάφορα ζητήματα, μία οιονεί περιφερειακή αλλά και ευρωπαϊκή χροιά, με τις διερευνητικές επαφές να τοποθετούνται εντός ενός σχήματος ανα-διαπραγμάτευσης της σχέσης μεταξύ Τουρκίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ως προς αυτό, θα επισημάνουμε πως, ακόμη και με κεντρο-μόλο δυναμική, οι συμμαχίες που επιλέγουν οι δύο χώρες, εντάσσονται και στο εν εξελίξει πλαίσιο διαχείρισης του βάρους των ελληνο-τουρκικών διπλωματικών σχέσεων, κάτι που μας ωθεί στο να αναφέρουμε πως η ειδική χροιά ή αλλιώς, ο ‘σκληρός’ καταστατικός πυρήνας αυτών των σχέσεων συναρθρώνεται με μία περιφερειακή διάσταση. Η έναρξη διερευνητικών επαφών, μετά και από την Γερμανική και ευρύτερα ευρωπαϊκή μεσολαβητική προσπάθεια (1),  προηγείται της άμεσης και διμερούς διαπραγμάτευσης  δίχως παράλληλα να προδικάζει, να οδηγεί και να προοικονομεί την εξέλιξη τους, πρέπει να τεθεί στην πραγματική της διάσταση. Και τι εννοούμε κάνοντας λόγο για την πραγματική τους διάσταση;

Εννοούμε πως οι  ουσιώδεις διεργασίες μεταξύ παραγόντων (σε επίπεδο πρέσβεων και υπηρεσιακών παραγόντων των υπουργείων Εξωτερικών), των δύο μερών, ερείδονται στην ‘ανάγκη’ αποκλιμάκωσης της έντασης που παρατηρήθηκε το προηγούμενο διάστημα, εμπλέκουν διάφορους δρώντες, δίχως να αποτελούν το διπλωματικό ‘προϊόν’ μίας πραγματικής ύφεσης στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις που θα προέβαλλε μέσω  της ίδιας προσφυγής στο διάλογος, αξιώσεις επίλυσης.

Όμως, αυτή η παραδοχή, δεν σπεύδει να ακυρώσει εν τη γενέσει και να παραγνωρίσει την σημασία τους, και σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, καθότι δύνανται να λειτουργήσουν ως κάτι περισσότερο από μία αναγνωριστική επαφή, αλλά, αντιθέτως, να συμβάλλουν στην ‘ανίχνευση’ προθέσεων και επιλογών-διαφορών, καθώς και στην ανάδειξη μίας ατζέντας συζητήσεων που θα θέσουν τις βάσεις και για την ομαλοποίηση των σχέσεων και για την μετάβαση στο επόμενο στάδιο διαλόγου.

Οι διερευνητικές επαφές  οφείλουν να ενταχθούν σε μία στρατηγική διαλόγου και διαπραγματεύσεων που θα συνδυάζει την βραχυπρόθεσμη με την μεσο-μακροπρόθεσμη οπτική, την δυνατότητα οικοδόμησης Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) με την συχνή ανταλλαγή απόψεων και ακόμη και εθιμοτυπικών επισκέψεων, με την αποφυγή μονομερών ενεργειών,  διευρύνοντας τα όρια ώστε η διαπραγμάτευση επί συγκεκριμένων ζητημάτων να διεξαχθεί επί τη βάση και της συμφωνίας ως αποτέλεσμα διμερών και εντατικών διαπραγματεύσεων, αλλά και της σύναψης συνυποσχετικού για την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, εκεί που χρειάζεται.

Δεν αντιλαμβανόμαστε την Χάγη και την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο ως κατάληξη, αλλά, αντιθέτως, ως αποτέλεσμα που δύναται να προκύψει μέσω της διαρκούς πραγμάτευσης και της σταδιακής ωρίμανσης, που εν προκειμένω, θα θέτει ως σημείο αναφοράς, τουλάχιστον από ελληνικής πλευράς, τον ρεαλισμό της παραδοχής των  διαφορών που τιθέμενες, φέρουν εν σπέρματι και τη δυνατότητα της επίλυσης τους.

Διότι, πέραν στερεοτυπικών και συναισθηματικών-μυθοποιητικών αφηγήσεων, δεν ενσκήπτει επί του πεδίου η μία και ‘μοναδική διαφορά’ (οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ), που προσιδιάζει σε μία υπεραπλούστευση των διμερών σχέσεων, εξυψώνοντας τες στο ύψος της και τεχνικής οριοθέτησης, χάραξης γραμμών και αλλαγής χαρτών. Εάν τραβήξουμε αυτή την αντίληψη που διαπερνά εγκάρσια το εγχώριο πολιτικό προσωπικό και  σημαντική μερίδα του δημοσιογραφικού-ακαδημαϊκού λόγου στα άκρα, θα προσθέταμε πως η μία και ‘μοναδική διαφορά’ επί της θαλάσσης, θα σημασιοδοτούσε εμπρόθετα  και την δυνατότητα ή αλλιώς την ικανότητα, μίας σχετικά ανώδυνης επίλυσης τους. Έμπρακτα, αυτή η αντίληψη δεν ισχύει, διπλωματικά αλλά και δικαιικά.

Απεναντίας, οι ελληνο-τουρκικές σχέσεις αποτελούν ‘άθροισμα’ πολλών παραγόντων, όντας πολυ-πρισματικές, ενσωματώνοντας, την ίδια, στιγμή, πέραν της συγκυρίας και της δυναμικής της, ένα ιστορικό-μνημονικό πλέγμα που τροφοδοτεί το συλλογικό φαντασιακό στις δύο χώρες. Οι διαφορές είναι περισσότερες της μίας διαφοράς, της ελληνικής μίας διαφοράς (η μία διαφορά ως ‘αρχή συναίνεσης), εκεί όπου αναδεικνύεται το σχήμα του διαλόγου, του καλή τη πίστει διαλόγου που αντικρίζει ευθέως, αποκαλύπτοντας θέσεις και στρατηγικές.

Παραπέμποντας στον πρέσβη Ιωάννη Τζούνη, θα πούμε, πως μόνο διάλογος ειλικρινής και «συνεχής θα έφερνε κάποτε απτά αποτελέσματα».  Οι διερευνητικές επαφές ως απείκασμα εγχώριων και διεθνών διεργασιών, βρίσκουν εκ νέου το νήμα μίας συζήτησης και μίας πρόσκαιρης σύγκλισης, θυμίζοντας ακροβάτη πάνω στο τεντωμένο σκοινί των ελληνο-τουρκικών, εντός των οποίων επενεργούν  η ιστορία και η πρόσληψη της ιστορικής μνήμης.  Η ελληνική πλευρά οφείλει να επενδύσει στις διερευνητικές επαφές.

(1):  Η ασκούμενη γερμανική εξωτερική πολιτική, μετά από την αμηχανία έως δισταγμό που επέφερε η Γαλλική παρεμβατικότητα που εκδιπλώθηκε σε μία ζώνη που συμπεριλαμβάνει τόσο τη Βόρειο Αφρική όσο και την περιοχή της Μεσογείου, θέτοντας στο επίκεντρο συμμαχιακές εγκλήσεις προς την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία, επανέφερε ως ένα από τα μείζονα διακυβεύματα της, την επιστροφή Ελλάδας και Τουρκίας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Η πολιτική αυτή, είναι στοχευμένη και πολυεπίπεδη, αρθρώνεται σε επιμέρους διαστάσεις εμπλέκοντας άμεσα στο όλο διπλωματικό ‘παίγνιο’ και διπλωματικούς συμβούλους του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν (μοντέλο άμεσης διπλωματίας), καθιστώντας, ίσως περισσότερο ξεκάθαρα από ό,τι τον περασμένο Ιούλιο, εμφανή την μεθοδολογία διαλόγου-επίλυσης: ‘Εν αρχή ην οι διερευνητικές επαφές.’

  Θα επισημάνουμε πως η απόφαση της Τουρκίας σχετικά με την αποχώρηση του ‘Ορούτς Ρέις’ από τις περιοχές έρευνας και της συνακόλουθης επιστροφής του στο λιμάνι της Αττάλειας, εδράζεται και πάνω στο έδαφος της αντίληψης ό,τι μία επιστροφή στο διάλογο, υπό την μορφή των διερευνητικών επαφών, δύναται να αποδώσει μεσοπρόθεσμα, οφέλη για την Τουρκία, και όσον αφορά τις καθαυτό ελληνο-τουρκικές σχέσεις, και όσον αφορά τις ευρω-τουρκικές σχέσεις. Υπό αυτό το πρίσμα, στο προσκήνιο τίθεται, για την Τουρκία,  ακόμη και όχι ρητά, η λογική της ανάλυσης του «κόστους-οφέλους» (cost-benefit analysis). Βλέπε σχετικά, Ρούσσος Σωτήρης, ‘Η αυτονομία του ηγέτη: Ο Ανδρέας Παπανδρέου και η εξωτερική πολιτική του ΠΑΣΟΚ την περίοδο 1981-1989,’ στο: Ασημακόπουλος Βασίλης & Τάσσης Χρύσανθος, (επιμ.), ‘ΠΑΣΟΚ 1974-2018. Πολιτική οργάνωση, Ιδεολογικές μετατοπίσεις, Κυβερνητικές πολιτικές,’ Πρόλογος: Σπουρδαλάκης Μιχάλης, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 2018, σελ. 589.

* Ο Σίμος Ανδρονίδης είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ

Διαφήμιση
Διαφήμιση