HomeΓΝΩΜΕΣΈνας Σοφός 23 ετών

Ένας Σοφός 23 ετών

Διαφήμιση
Διαφήμιση

Tης Μαρίας Πανάγου

Ο κορονοιός είχε ήδη χτυπήσει την πόρτα της χώρας μας και το lockdown ήταν θέμα ημερών. Εγώ δεν θα έμενα σπίτι λόγω δουλειάς, η ζωή μας, όμως, είχε αλλάξει ραγδαία, η αγωνία φαινόταν στις κινήσεις, τα λόγια, στις εκφράσεις μας, στις φορές που μπαίναμε στα σάιτ για να ενημερωθούμε «δύο νέα κρούσματα, πέντε νέα κρούσματα, επτά, δεκαπέντε, δυστυχώς κι ο πρώτος θάνατος»…

Φορώντας μάσκες, πλένοντας τα χέρια μας σχολαστικά, συνεχίζαμε αδιάλειπτα να κάνουμε αυτά που έπρεπε, με μια ταχύτητα κεκτημένη, με έναν ψυχαναγκασμό, σα να μην θέλαμε να ταράξει τίποτε άλλο την ταραχή που είχε ήδη αλώσει τη ζωή μας. Μια απ’ αυτές τις τρελές μέρες, μία απ’ αυτές τις στιγμές, άκουσα το γνωστό ντιν της ειδοποίησης στο κινητό.

«Το έχεις διαβάσει αυτό το βιβλίο μου Μαρία»; Στο γραπτό μήνυμα που έφτασε στο messenger υπήρχε η ερώτηση και το εξώφυλλο ενός βιβλίου. Όχι, τα «Μετρητά» (Εκδόσεις Οδός Πανός,2019) δεν τα είχα διαβάσει, αν και τον συγγραφέα του, τον Μάριο, τον παρακολουθώ ανελλιπώς, από την πρώτη μέρα που ήρθε στη ζωή μου. «Στο στέλνω. Όταν βρεις χρόνο δες το και πες μου αν σου αρέσει».

Τον χρόνο τον βρήκα αμέσως, το ίδιο βράδυ. Και ήταν αυτό ακριβώς που περίμενα. Μια όαση στην καραντίνα της καρδιάς, μια βαθιά ανακουφιστική αναπνοή που χρειαζόταν να πάρουμε στα εσώτερα σκοτεινά μας μπουντρούμια όπου κλειστήκαμε -ακόμη κι αν κυκλοφορούσαμε έξω- για να αναμετρηθούμε με όλους μας τους φόβους, μα κυρίως με αυτόν τον μεγάλο εκμαυλιστή που βρίσκεται κρυμμένος πίσω απ’ όλους τους άλλους: τον φόβο του θανάτου.

Τα «Μετρητά» είναι ένα θεατρικό έργο. Δύο βασικοί ήρωες, κάποια γυναικεία guest, μερικές εναλλαγές σκηνικού. Το θέμα απλό, αλλά όχι απλοϊκό. Ένας νέος, ο διάλογος με έναν μπάρμαν –«σε ένα μπαρ που κοιτάζει τον δρόμο σεμνά»-, το συναισθηματικό του άνοιγμα στον άγνωστο, η πρώτη φορά που για την κουβέντα «δεν πλήρωσε διόδια στο μυαλό του».

Και αντί για μετρητά, την ώρα της πληρωμής, μια σκέψη. Και αντί για κέρματα και ρέστα, δάκρυα. Δάκρυα «γι’ αυτά που μας άφησαν, γι’ αυτούς που μας άφησαν». Και στο τέλος ένα δώρο, «ένα πορτοφόλι για να βάζεις πάντα τα μετρητά σου, να μη χάνεις τα δεδουλευμένα όνειρά σου».

Το βιβλίο διάβασα με μια ρουφηξιά, αλλά δε μου έφτασε και το διάβασα ξανά και ξανά. Ο Μάριος το γράφει ως συγγραφέας, αλλά συγχρόνως το ερμηνεύει σαν ηθοποιός. Οι ήρωές του γίνονται οι δικοί του ρόλοι, μέσα σε αυτούς τον αναγνωρίζεις, διακρίνεις τα υπαρξιακά του ερωτήματα, την αυτοβιογραφική του αναφορά, εντοπίζεις το σήμα της κινητής του ζωής, το gps της επιθυμίας του.

Διαβάζεις γραμμές, αλλά βλέπεις τις εικόνες ζωντανά, ακούς τις φωνές, αγγίζεις τα πρόσωπα, αναπτύσσεις συναισθήματα γι’ αυτά, οι σελίδες του βιβλίου γίνονται μια σκηνή ή μια οθόνη σινεμά, ταυτίζεσαι με τους ρόλους, αγαπάς, μισείς, θυμώνεις, συγκινείσαι. Κάπου εκεί μπορείς να βρεις κι εσένα τον ίδιο. Η γραφή του Μάριου είναι ολοζώντανη. Πάντα. Είτε γράφει θέατρο, είτε ποίηση είτε δοκίμιο και στίχους για τραγούδια. Ό,τι κι αν γράψει έχει πνοή.

Ένας σοφός, ετών 23, μια ζωντανή αντίφαση νεότητας και πείρας -πόσες ζωές, αλήθεια, έχει ζήσει μέσα λίγα χρόνια; Ο Μάριος είναι πολύ σπουδαίος. Με την πραγματική έννοια της λέξης. Κι όταν το καταλαβαίνεις, σαστίζεις. Γιατί η ηλικία του δε συνάδει με αυτό το τεράστιο που συμβαίνει.

Τι είναι αυτό που τον κάνει σπουδαίο; Η κυτταρική μνήμη; Οι καταδύσεις στους ψυχικούς του βυθούς; Το ταλέντο που του εμφύσησε ο θεός στο στόμα όταν βγήκε από «της μάνας του το Αιγαίο», όπως γράφει κι αυτός στο βιβλίο του; Ίσως όλα. Ίσως και κάτι άλλο που μας διαφεύγει προς το παρόν.

Εγώ κοιτώ ψηλά και ρωτώ:

Ποια νεράιδα σε φίλησε όταν ήρθες στον κόσμο ετούτο; Ποιος σου ευλόγησε τα χέρια, ποιος σου ράντισε με τόνους χαρισμάτων την ψυχή και γράφεις έτσι; Πώς μαγεύεις τις λέξεις και γίνονται στα δάχτυλά σου ρουμπίνια, πώς κάνεις τον λόγο να έχει φως και γοητεία και ξεμυάλισμα και αλήθεια;

Το γράψιμό σου είναι ένα παράθυρο στον κόσμο. Ναι είναι. Και αν σε σένα που διαβάζεις αυτά που γράφω για τον Μάριο, σου φαίνονται υπερβολές, σου υπόσχομαι ότι τα γράφω με καθαρότητα, χωρίς όφελος, χωρίς διάθεση κολακείας. Διάβασε τον -αν δεν το έχεις κάνει- και θα αντιληφθείς τι προσπαθώ να σου πω.

Ο Μάριος Λεβέντης είναι ένα θαύμα στον χώρο των τεχνών και των γραμμάτων, ένα τάλαντο σπάνιο που πρέπει να βγει προς τα έξω, να ταξιδέψει, να γίνει γνωστός σε όλη την Ελλάδα, σε όλο τον κόσμο! Κάθε φορά που γράφει κατεβαίνει πολλές λεύγες κάτω από την επιφάνεια της συνείδησης, συναντά τους κατοίκους της ψυχικής του ενδοχώρας και κάνει μαζί τους ειρήνη.

Ή πόλεμο… Ο Μάριος δεν αποφεύγει την έκθεση στον… «ήλιο», δε φοβάται να πει την αλήθεια του, δεν κάνει οικονομία στη φαντασία και τις λέξεις. «Η πρώτη μου ολόκληρη λέξη ήταν ‘’Αχ!’’», λέει κάπου στο βιβλίο του. «Ένας βαθύς αναστεναγμός παιδικός, αλλά ταυτόχρονα και τόσο ενήλικας»…

Τα έργα του είναι ένα ανεπιτήδευτο γράμμα που θέλει να φτάσει σε κάθε ψυχή που διψάει, που πονάει, που αιμορραγεί. Και να αιτηθεί το άνοιγμα της πόρτας της. Γιατί για να καταλάβεις τον Μάριο πρέπει να έχεις διανύσει ξυπόλητος χιλιόμετρα και χιλιόμετρα σε χωματόδρομους, σε ερήμους, σε δρόμους με κοφτερά χαλίκια, σε καυτές ασφάλτους. Αν δεν έχεις έρθει σε επαφή με τα βαθύτερα ορυκτά σου, τον Μάριο δεν θα τον «βρεις», δεν θα τον συναντήσεις.

Γιατί ο Μάριος γράφει με το χέρι της καρδιάς. Το μυαλό, το βάζει στο τέλος για να διορθώσει κάποιες μικρές ατέλειες. Κι αν αυτό το καταφέρνει αβίαστα από την εφηβεία του (από τα 18 του παραδίδει ένα βιβλίο τον χρόνο) και τώρα στο 5ο του βιβλίο φτάσαμε να μιλάμε έτσι, δε μπορώ να φανταστώ το θα γίνει στο 20ο, στο 35ο, στο 70ο του…

Μη με παρεξηγείς, αγαπημένε αναγνώστη για τα «μεγάλα μου λόγια». Του Μάριου του έχω έρωτα, έρωτα στη μοναδικότητά του. Και δε φοβάμαι να το πω. Άλλωστε, δεν είμαι κριτικός, ένας άνθρωπος που διαβάζει βιβλία είμαι. Και κάθε φορά που διαβάζω τον Μάριο, ένα αεράκι φυσάει κάτω από τα φτερά μου, που με βοηθάει να πηγαίνω πιο ψηλά και να τα βλέπω όλα ωραία!

Κι αυτό οφείλει να είναι αρκετό.

«Ο καθένας μας γαντζώνεται από κάτι που λέει ο άλλος και ίσως έτσι, λέξη τη λέξη, παύση την παύση μάθουμε να μιλάμε πάλι από την αρχή. Άλλωστε αυτό το γαντζάκι δεν ψάχνουμε όλοι;» γράφει.
«-Είμαστε δεμένοι γιατί γνωριστήκαμε ευάλωτοι, αληθινοί.
-Και δε θα μου κόψεις το σχοινί, έτσι δεν είναι; 

-Μα κι εγώ από κει κρατιέμαι». 

«Τελικά όλοι μας πάσχουμε από την κουβέντα που δε λέγεται στην ώρα της»…

Για το τέλος, από μένα μια ευχή. (Ανάμεσα σε άλλες ανείπωτες ή χιλιοειπωμένες):
Να μην είναι μετρημένα. Να μην τιμώνται σε μετρητά. Αμέτρητα να είναι τα βιβλία, τα τραγούδια, οι στίχοι, τα δημιουργήματά σου όλα. Και να φωτίζεις και να μαγεύεις και να ψυχαγωγείς! Και να αποδυναμώνεις με την ύπαρξή σου, την ασχήμια τούτου του κόσμου…

Μαρία Πανάγου

Διαφήμιση
Διαφήμιση