HomeΚΟΣΜΟΣO Guardian αναλύει το «χτύπημα» της Δύσης στη Συρία

O Guardian αναλύει το «χτύπημα» της Δύσης στη Συρία

Τι προδίδουν τα στοιχεία για την επόμενη ημέρα

Διαφήμιση
Διαφήμιση

Η επιχείρηση εναντίον της Συρίας υπό τις ΗΠΑ ήταν σχετικά περιορισμένη. Ενα μικρό χτύπημα ακριβείας, εναντίον στόχων που εκτιμάται ότι συνδέονται με χημικά όπλα.

Είχε σχεδιαστεί ως χτύπημα «μια κι έξω» και δεν υπάρχουν πλάνα για άλλες επιθέσεις, εκτός αν ο Μπασάρ αλ Ασαντ κάνει ξανά χρήση χημικών όπλων. Αν και πριν από το χτύπημα υπήρχαν συζητήσεις για το ρίσκο να οδηγήσει αυτό σε έναν παγκόσμιο πόλεμο, τελικά η επιχείρηση απείχε πολύ από αυτό, επισημαίνει ο Guardian.

Παρόλα αυτά, το χτύπημα ήταν πολύ πιο βαρύ από εκείνο των ΗΠΑ το 2017, εναντίον συριακής αεροπορικής βάσης. Τότε, είχαν καταστραφεί 20 συριακά αεροσκάφη, που εκτιμάται ότι αποτελούσαν το 20% της πολεμικής αεροπορίας της Συρίας. Οι ΗΠΑ είχαν εκτοξεύσει 59 πυραύλους Τόμαχοκ και δεν είχαν χρησιμοποιηθεί μαχητικά αεροσκάφη.

Αυτή η επίθεση, τα ξημερώματα του Σαββάτου, περιελάμβανε σχεδόν το διπλάσιο οπλοστάσιο, με τη χρήση αεροσκαφών αλλά και πυραύλων. Δεν πρόκειται για μεγάλη κλιμάκωση. Οι στόχοι περιορίστηκαν σε αεροπορικές βάσεις, ερευνητικές εγκαταστάσεις και αποθήκες που εκτιμάται ότι χρησιμοποιήθηκαν στην προετοιμασία χημικών επιθέσεων.

Ο βασικός συνολικός στόχος, πέρα από το μήνυμα προς τον Ασαντ να σταματήσει τις επιθέσεις με χημικά όπλα, ήταν να κρατηθεί η επιχείρηση όσο το δυνατόν πιο μακριά από ρωσικές και ιρανικές θέσεις, για να αποφευχθεί η διεύρυνση της σύγκρουσης, παρασύροντας σε αυτή τη Ρωσία ή το Ιράν.

Παρά τη ρωσική ρητορική όλη την εβδομάδα για πιθανά αντίποινα σε περίπτωση επίθεσης, στην πραγματικότητα η Ρωσία απέχει κατά πολύ από τη στρατιωτική δύναμη που απολάμβανε ως Σοβιετική Ενωση, ενώ η Μόσχα είναι το ίδιο νευρική με την Ουάσινγκτον για την αποφυγή μιας σύγκρουσης. Σχεδόν σε κάθε τομέα, πέρα από τα πυρηνικά όπλα, οι ΗΠΑ ξεπερνά κατά πολύ τη Ρωσία σε ό,τι αφορά τις αμυντικές δαπάνες και τον εξοπλισμό, σημειώνει το βρετανικό δημοσίευμα. Οι ΗΠΑ ξοδεύουν κάθε χρόνο περίπου 550 δισ. δολάρια, ενώ η Ρωσία 70 δισ. δολάρια. Αρκεί μόνο να σημειωθεί ότι η Ρωσία έχει μόνο ένα αεροπλανοφόρο που «γερνά», ενώ οι ΗΠΑ διαθέτουν 20. Αν η Μόσχα επρόκειτο να προχωρήσει σε αντίποινα, θα ήταν μέσω κάποιας μορφής υβριδικού πολέμου, μία διαψεύσιμη ενέργεια όπως μία κυβερνοεπίθεση και όχι με ανοιχτή σύγκρουση.

Ακόμη, σημειώνει ο Guardian, προκειμένου να αποφευχθεί η σύγκρουση οι ΗΠΑ ενημέρωσαν τους Ρώσους προκαταβολικά ότι θα υπάρξει επίθεση και ποιοι αεροδιάδρομοι θα χρησιμοποιηθούν, αλλά όχι και για το ποιοι θα είναι στόχοι.

Αυτό που θέλουν οι ΗΠΑ στη Συρία, τουλάχιστον σύμφωνα με τα όσα είχε δηλώσει ο Ντόναλντ Τραμπ πριν από την επίθεση με χημικά στην Ντούμα, είναι να αποχωρίσουν όταν κριθεί ότι το Ισλαμικό Κράτος έχει ηττηθεί ολοκληρωτικά. Η επιχείρηση τα ξημερώματα του Σαββάτου δεν το αλλάζει αυτό. Ούτε χρησιμοποιήθηκε ως απόπειρα για αλλαγή καθεστώτος. Αλλωστε, το προεδρικό παλάτι που Ασαντ, εκτεθειμένο σε έναν λόφο πάνω από τη Δαμασκό, ήταν εκτός στόχων.

Ο Ασαντ θα μπορούσε να είναι σχετικά χαρούμενος με το αποτέλεσμα και ο αντίκτυπος για εκείνον μπορεί να είναι μικρότερος από εκείνον της περσινής αμερικανικής επιδρομής.

Οι αμερικανικές, βρετανικές και γαλλικές δυνάμεις φαίνεται ότι δεν είχαν απώλειες. Υπήρχε ένα ρίσκο από το σχετικά προηγούμενο σύστημα αεράμυνας με το οποίο έχει εξοπλίσει η Ρωσία τη Συρία. Τα αεροσκάφη που μετείχαν στην επιχείρηση δέχθηκαν επίθεση από πυραύλους εδάφους- αέρος, αλλά κανένας δεν βρήκε στόχο. Ενας άλλος κίνδυνος ήταν ότι μπορεί να απελευθερώνονται χημικά, από τις επιθέσεις. Ομως, σύμφωνα με Βρετανούς ειδικούς αυτό το ρίσκο ήταν πολύ μικρό και τα όποια όπλα αυτού του είδους θα ανατινάσσονταν και δεν θα διασκορπίζονταν.

Ρίσκο ήταν και το να χτυπηθούν Ρώσοι ή Ιρανοί στρατιώτες, ή να γίνει κάποιος λάθος υπολογισμός που θα προκαλούσε μεγάλες απώλειες μεταξύ των αμάχων. Παρότι τόσο οι αμερικανικές, όσο και οι βρετανικές ένοπλες δυνάμεις επιμένουν ότι οι πύραυλοι είναι πιο ακριβείς και «έξυπνοι», λάθη συμβαίνουν. Το 1991, στο Ιράκ, χτυπήθηκε καταφύγιο προκαλώντας τον θάνατο πάνω από 400 αμάχων, ενώ το 1999 στο Βελιγράδι είχε βομβαρδιστεί η κινεζική πρεσβεία.

Για να αποφευχθούν όλα αυτά, Αμερικανοί, Βρετανοί και Γάλλοι που σχεδίασαν την επίθεση προτίμησαν στόχους που πίστευαν ότι είναι αρκετά μακριά.

Η εκτίμηση ότι ο κόσμος βρέθηκε στο χείλος της παγκόσμιας σύρραξης πιθανότατα θα αποδειχθεί άνευ λόγου. Στο κάτω- κάτω της γραφής, η επιδρομή αποτέλεσε μικρή κλιμάκωση εκείνης που είχε γίνει πέρυσι, καταλήγει ο Guardian.

iefimerida.gr

Διαφήμιση
Διαφήμιση