HomeHL-CultureΠρεμιέρα για το «Τηλεφωνώντας στον Ζαν Κοκτώ»

Πρεμιέρα για το «Τηλεφωνώντας στον Ζαν Κοκτώ»

Μια σύμπραξη επαγγελματιών δημιουργών του τόπου

Διαφήμιση
Διαφήμιση

Μια σωματική παράσταση με αφορμή το θεατρικό μονόπρακτο του Ζαν Κοκτώ «Η ανθρώπινη φωνή» κάνει πρεμιέρα στις 13 Απριλίου στο Ηράκλειο, υπό τον τίτλο «LA VOIX HUMAINE – (τηλεφωνώντας στον Ζαν Κοκτώ)».

Μια σύμπραξη επαγγελματιών δημιουργών του τόπου εστιάζει στην έννοια της ελευθερίας και πως αυτή δύναται να… φυλακίζει. Όταν επιβάλλεται βίαια από ένα χωρισμό. Το σώμα ασφυκτιά μέσα στις λέξεις που σημαίνουν το «τέλος» και το πένθος κλονίζει τη λογική λειτουργία των πράξεων. Μια ηρωίδα ανερμάτιστη μπροστά στη δίνη ενός πεθαμένου έρωτα.

la-voix-humaine-1

Συντελεστές

Σκηνοθεσία: Κωστής Μακάκης

Κείμενο – Αφήγηση: Δημήτρης Φοινίτσης

Ερμηνεία: Δήμητρα Δασκαλάκη

Πρωτότυπη μουσική: Ισίδωρος Παπαδάκης

Σκηνικά – Κοστούμι: Κωστής Μακάκης

Απόδοση σκηνικού: Χρήστος Τσουμπλέκας

Παραγωγή: Stravaganti NUOVI

Χώρος

ΔιαRτηρητέο (Θεοτοκοπούλου 14 – Ηράκλειο)

Ημερομηνίες

Παρασκευή 13, Σαββάτο 14, Κυριακή 15, Παρασκευή 20, Σαββάτο 21 και Κυριακή 22 Απριλίου 2018. Ώρα έναρξης: 21:30

Τιμές εισιτηρίων

9 ευρώ (κανονικό), 7 ευρώ (μειωμένο)

Τηλ. κρατήσεων

697 342 8264

Σκηνοθετικό σημείωμα

«Χτένισε τα μαλλιά της με μανία και προσπάθησε να βάλει σε τάξη όλον αυτό το φόβο που ίσως να την έκανε να φαίνεται άσχημη. Έπειτα, τιθάσευσε τη μοναξιά του σώματός της, προσφέροντάς της ένα χάδι, βγαλμένο από τη μνήμη των χεριών του… Της άρεσαν τα σχόλια που της έκανε για την ομορφιά της και για τη λάμψη που εξέπεμπε το πρόσωπό της κι εκείνη φρόντισε να μην τον απογοητεύσει ούτε αυτήν τη φορά.

la-voix-humaine-3

Βαυκαλιζόταν στην εικόνα να είναι ένα κοριτσάκι από ‘κείνα με τα κόκκινα μάγουλα και τα δαντελωτά φορέματα στον κήπο και να του φωνάζει κάθε τόσο «Μπαμπά! Μπαμπά! Κοίτα! Χωρίς χέρια!». Τον εξιδανίκευε τόσο, που σχεδόν ερεθιζόταν να τον σκέφτεται έφηβη πια, να την κρατά με τα καλοκαμωμένα χέρια του με τις παχιές φλέβες, σαν ποταμούς.

Τις ώρες που την καταλάμβαναν αυτές οι σκέψεις, προσπαθούσε να προστατέψει το μπιμπελό της από τις χίμαιρες που της απειλούσαν την ηρεμία. Τη μια ήταν η φύση του ως άνδρας, την άλλη τα αντιπαθέστατα πρόσωπα, που αν δεν ήταν αυτός ούτε που να τα φτύσει… Και το κορμί της έμπαινε σ’ ένα ρυθμό, που ανεξέλεγκτα και γρήγορα τη δονούσε.

Προδομένη, πού να βρει τις λέξεις να του πει πως δεν είναι εχθρός της, μα δεν μπορεί άλλο.

Δεν μπορεί. Δεν αντέχει. Απόκαμε.

Ποιά γράμματα να ταιριάξει; Ποιές λέξεις να βάλει στη σειρά  που να μην τον κάνουν αγρίμι;

Και τότε το σπίτι, της κλείδωνε τις πόρτες και από τα θολά μάτια της έβλεπε να εμφανίζονται από τους τοίχους, αυτοί. Με τα μεγάλα στόματα και τις κρύες καρδιές, το κατάλευκο βλέμμα και τα πρησμένα δάχτυλα. Ποιά κοιλιά τους βγάζει; «Δε θέλω η δική μου…», σκέφτηκε.    «Ένα τέτοιο παιδί να μην το δω. Μα ποτέ δε μ’ αγκάλιασε σφιχτά. Τόσο που να γεννήσω ένα…»

Αν δεν αγκαλιάζονται σφιχτά να μην κάνουν παιδιά. Γιατί τα παιδιά το καταλαβαίνουν και μετά η ζωή δεν τα χωράει. Και θέλουν να γυρίσουν πίσω…».

Διαφήμιση
Διαφήμιση