HomeHL-EconomyΈνα ΑΕΠ έχει εισρεύσει στην Ελλάδα από την Ε.Ε.!

Ένα ΑΕΠ έχει εισρεύσει στην Ελλάδα από την Ε.Ε.!

Από την ένταξή της στην τότε ΕΟΚ μέχρι και σήμερα

Διαφήμιση
Διαφήμιση

Χρήματα  που ισοδυναμούν με ένα ετήσιο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) σε σημερινές τιμές έχει εισπράξει η χώρα μας από την Ευρωπαϊκή Ενωση κατά τη διάρκεια των 35 χρόνων από την επίσημη ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα έως σήμερα. Οι καθαροί κοινοτικοί πόροι ανέρχονται σε 162 δισ. ευρώ και, εάν σε αυτά προστεθούν και οι πόροι που έχουν συμφωνηθεί να χρηματοδοτήσουν έργα και δράσεις έως το 2020, μέσα από το νέο ΕΣΠΑ και την Κοινή Αγροτική Πολιτική, η συνεισφορά της Ε.Ε. προσεγγίζει τα 200 δισ. ευρώ.

Το ποσό αυτό, υπολογισμένο με βάση τρέχουσες τιμές, κατατάσσει την Ελλάδα μεταξύ των πιο ωφελημένων χωρών στην ιστορία της Ε.Ε. και αποτελεί το καθαρό ποσό που εισέρρευσε στη χώρα και όχι αυτό που είχε εγκριθεί στο πλαίσιο των διαφόρων προγραμματικών περιόδων και το οποίο προσεγγίζει τα 250 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με την ανάλυση των κ. Γ. Οικονόμου και Κ. Καζαντζή στο υπό έκδοση βιβλίο «Η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ενωση: Από τη σύνδεση στην κρίση», σε επιμέλεια των κ. Ν. Μαραβέγια και Θ. Σακελλαρόπουλου, το καθαρό όφελος για τη χώρα μας παραμένει υψηλό ακόμη και αν από αυτό αφαιρεθεί η συνεισφορά μας στον κοινοτικό προϋπολογισμό κάθε χρόνο. Πρόκειται για το καθαρό δημοσιονομικό αποτέλεσμα, αφού αφαιρεθούν οι εισφορές, οι επιστροφές κονδυλίων που δεν απορροφήθηκαν, αλλά και τα εκατοντάδες εκατομμύρια των προστίμων που υποχρεώνεται να πληρώνει λόγω των ατασθαλιών και των παραβάσεων της κοινοτικής νομοθεσίας και το οποίο ανήλθε στα τέλη του 2015 στα 118,2 δισ. ευρώ.

Η ανάλυση έχει λάβει υπόψη της τις τελικές εκταμιεύσεις όπως αυτές καταγράφονται στους ετήσιους κοινοτικούς προϋπολογισμούς απολογιστικά και αποτελεί την πιο αντιπροσωπευτική μέτρηση για το καθαρό όφελος σε σημερινές τιμές από την ένταξή μας στην Ε.Ε. Πέρα από τους αριθμούς, που αποτυπώνουν τις άμεσες εισροές χρημάτων, σημαντική είναι και η έμμεση συνεισφορά των πόρων στην ευημερία της χώρας. Οπως σημειώνεται στην ανάλυση των κ. Αχιλλέα Μητσού και Θεόδωρου Αλεξέλλη, στην έκδοση του ΕΛΙΑΜΕΠ για την Τράπεζα της Ελλάδος «Αξιολόγηση των επιδράσεων που έχουν ασκήσει στην πορεία της ελληνικής οικονομίας οι πολιτικές που χρηματοδοτούνται από τον προϋπολογισμό της Ε.Ε.», το πραγματικό όφελος υπερβαίνει τον πακτωλό χρημάτων που έχουμε πάρει μέχρι σήμερα από τους κοινοτικούς μηχανισμούς, όπως το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Πολιτικής, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Γεωργικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής, το Ταμείο Αλιείας, και από τις δεκάδες κοινοτικές πρωτοβουλίες που αναπτύχθηκαν τα τελευταία 35 σχεδόν χρόνια και θα πρέπει να αποτιμηθεί ως το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα που δημιούργησαν στην ελληνική κοινωνία και οικονομία.

Εύλογη κριτική

Η άποψη αυτή, που είναι και η κυρίαρχη σε όσους έχουν ελάχιστη γνώση των κοινοτικών πραγμάτων, δεν ακυρώνει την κριτική που υπάρχει για την αποτελεσματικότητα της ελληνικής δημόσιας διοίκησης ή του ιδιωτικού τομέα να αξιοποιήσει επαρκώς τα κοινοτικά κονδύλια και να μεγιστοποιήσει τα οφέλη, γεφυρώνοντας το χάσμα στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα ανάμεσα στη χώρα μας και τα άλλα αναπτυγμένα κράτη-μέλη. Αυτή η απόσταση είναι, άλλωστε, μία από τις βασικές αιτίες που οδήγησαν στη σημερινή κρίση.

Η ιστορία των κοινοτικών μεταβιβάσεων για την Ελλάδα έχει ξεκινήσει με τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα, το 1982.

Ηταν τότε που η Ελλάδα, ως το νέο και πιο αδύναμο οικονομικά μέλος της Κοινότητας, κατέθεσε ένα μνημόνιο συνεργασίας το οποίο προέβλεπε την εξασφάλιση χρηματοδότησης για μια σειρά από μεγάλα έργα και παρεμβάσεις που θα συνέβαλαν στη σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας με τους κοινοτικούς μέσους όρους. Είχε προηγηθεί η στήριξη της γεωργίας από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων και, στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, αποτέλεσε βασικό χρηματοδοτικό μηχανισμό στήριξης του αγροτικού εισοδήματος μέσω κατώτατων εγγυημένων τιμών και εισοδηματικών ενισχύσεων.

Ακολούθησε το Α΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, γνωστό ως πακέτο Ντελόρ (1988-1993), που έδωσε τη σκυτάλη στο Β΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, το λεγόμενο πακέτο Σαντέρ (1994 -1999), και στη συνέχεια το Γ΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης της περιόδου 2000-2006.

Από το 1988, την εποχή του πρώτου πακέτου Ντελόρ, οπότε θεσπίστηκαν πολυετείς δημοσιονομικές προοπτικές, οι σχετικές αποφάσεις συνδέθηκαν με τις «ιστορικές στιγμές» της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, τις στιγμές δηλαδή των μεγάλων επανεξισορροπήσεων της Ε.Ε., που σηματοδότησαν την ώθηση προς «περισσότερη Ευρώπη».

Βασική πηγή χρηματοδότησης των μεγάλων υποδομών

Καθ’ όλη τη δεκαετία του 2000, η Ελλάδα φιγουράρει σταθερά στις πρώτες θέσεις μεταξύ των χωρών με τις μεγαλύτερες εισπράξεις από τον κοινοτικό προϋπολογισμό ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η σχέση αυτή ανατράπηκε μετά τη διεύρυνση του 2004, χωρίς ωστόσο να στερήσει από τη χώρα μας τα υψηλά κονδύλια των δύο ΕΣΠΑ που ακολούθησαν.

Στη μεγαλύτερη από τις κατηγορίες δαπανών του προϋπολογισμού, τη γεωργία την περίοδο 2007-2012, η Ελλάδα εισπράττει το 5% του συνόλου, μετά τη Γαλλία, την Ισπανία, τη Γερμανία, την Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Πολωνία, αλλά είναι δεύτερη στην κατάταξη μετά την Ιρλανδία σε εισπράξεις ανά κάτοικο. Αντίστοιχη είναι η εικόνα που προκύπτει για τις εισπράξεις από τα διαρθρωτικά ταμεία, με την Ελλάδα την ίδια περίοδο να κατατάσσεται στην τέταρτη θέση σε όρους απόλυτων μεγεθών και στην τρίτη θέση σε ό,τι αφορά τις εισπράξεις ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Από το 1981 το ύψος των καθαρών μεταβιβάσεων, δηλαδή αυτών που εισπράττουμε αφού αφαιρέσουμε τις εισφορές μας στον κοινοτικό προϋπολογισμό, αυξάνεται χρόνο με τον χρόνο διαρκώς και, από το 1,3 δισ. ευρώ του 1983, φτάσαμε τα 3 δισ. ευρώ το 1990 και τα 5,5 δισ. ευρώ το 2000. Το 2008, δηλαδή λίγο πριν ξεσπάσει η κρίση στην Ελλάδα, οι κοινοτικές μεταβιβάσεις ανήλθαν σε επίπεδο-ρεκόρ, φθάνοντας τα 8,5 δισ. ευρώ, για να εξισορροπηθούν στη συνέχεια στο ύψος των 6,2 δισ. ευρώ το 2015, όταν, μετά την εθνική διαπραγμάτευση της χώρας και προκειμένου να κλείσει το ΕΣΠΑ χωρίς απώλειες κοινοτικών πόρων, συμφωνήθηκε ο μηδενισμός της εθνικής συμμετοχής στο πρόγραμμα και η εκταμίευση του συνόλου των κοινοτικών πόρων που απέμεναν για να ολοκληρωθεί το ΕΣΠΑ.

Οι μελέτες που έχουν γραφεί μέχρι σήμερα για τα οφέλη από τη συμμετοχή μας στην Ενωση προσδιορίζουν τη συνεισφορά της μεταξύ 2% και 5% του ΑΕΠ, σταθερά από το 1995 περίπου. Ειδικά την εποχή της κρίσης, που συνέπεσε με την έναρξη του πρώτου ΕΣΠΑ, δηλαδή την περίοδο 2007-2013, οι κοινοτικοί πόροι αποτελούν τον αποκλειστικό σχεδόν τροφοδότη του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, που χωρίς τα σχετικά κονδύλια θα ήταν σχεδόν ανύπαρκτο.

Ο κατάλογος των έργων που χρηματοδοτήθηκαν με κοινοτικούς πόρους είναι μακρύς. Από τις μεγάλες οδικές αρτηρίες, σαν αυτές που εγκαινιάστηκαν πρόσφατα από τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα ή άλλες όπως η Αττική Οδός, η Εγνατία Οδός, μεγάλα έργα υποδομής όπως το μετρό της Αθήνας, αλλά και χιλιάδες άλλα μικρά και μεγάλα έργα που είτε είναι ορατά κάνοντας μια απλή βόλτα στην πρωτεύουσα, στις πόλεις της περιφέρειας είτε όχι, είναι έργα που έχουν χρηματοδοτηθεί από την Ε.Ε. Ο κατάλογος των χρηματοδοτούμενων έργων είναι ανεξάντλητος και περιλαμβάνει βασικές υποδομές και υπηρεσίες της χώρας, όπως το Taxis, την ευρυζωνική διασύνδεση, τη σιδηροδρομική διασύνδεση, τη δημιουργία λιμένων, την ίδρυση και τον εκσυγχρονισμό νοσοκομείων, τη χρηματοδότηση πανεπιστημίων, την αναβάθμιση και τη δημιουργία μουσείων, μέχρι τη στήριξη των βρεφονηπιακών σταθμών, που λειτουργούν ακόμη και σήμερα χάρη στα κοινοτικά κονδύλια. Δισεκατομμύρια ευρώ δόθηκαν για τον εκσυγχρονισμό επιχειρήσεων, την εκπαίδευση και την απασχόληση εργαζομένων από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και, αν και πολλά από αυτά σπαταλήθηκαν σε ανεπαρκείς δομές και αντιπαραγωγικές επενδύσεις, κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι η χώρα μας θα ήταν σήμερα σε καλύτερη θέση χωρίς αυτήν τη στήριξη.

Η κριτική δεν εξαντλείται στην αναποτελεσματική απορρόφηση των πόρων, αλλά και στη δημιουργία μιας συλλογικής ανυπακοής που κυριάρχησε για πολλά χρόνια ειδικά στον χώρο της γεωργίας. Από τον πειρασμό της «πράσινης ισοτιμίας» και την πρακτική «όλα τα κιλά όλα τα λεφτά», οι εκάστοτε κυβερνήσεις υπέκυψαν χωρίς εξαιρέσεις είτε στα μεγάλα συμφέροντα του καρτέλ των κατασκευαστών είτε στα μικροσυμφέροντα και τις πολιτικές επιδιώξεις δημάρχων και άλλων τοπικών παραγόντων. Ερευνα του 2009 απέδειξε ότι 1 χλμ. του ΠΑΘΕ κόστιζε στη χώρα μας όσο 7 χλμ. στην Ισπανία ή την Πορτογαλία, ενώ χαρακτηριστική περίπτωση καθυστερήσεων εκτός από τους μεγάλους οδικούς άξονες είναι το Κτηματολόγιο και η διαχείριση των στερεών αποβλήτων.

Πίσω από αυτή την κριτική κρύβεται η γκρίζα πλευρά της ιστορίας των κοινοτικών πόρων. Εκτός από τις καθυστερήσεις, τις ατασθαλίες και τις υπερτιμολογήσεις μικρών και μεγάλων δημοσίων έργων, αρκετοί είναι εκείνοι που κάνουν λόγο για την «κατάρα των πόρων» και η οποία δεν είναι άλλη από την υπερμεγέθυνση του δημόσιου τομέα και την ενίσχυση του πελατειακού κράτους, μέσα από τη δημιουργία σχέσεων εξάρτησης μεταξύ της εκάστοτε πολιτικής και οικονομικής εξουσίας και κοινωνικών ομάδων που συνδέονται με αυτή. Η κριτική αυτή κάθε άλλο παρά άδικη είναι εάν μάλιστα συνεκτιμηθεί ότι, παρά τον πακτωλό χρημάτων που εισέρρευσε στη χώρα επί τρεις δεκαετίες, η Ελλάδα χάνει θέσεις ανταγωνιστικότητας στον παγκόσμιο καταμερισμό.

Οπως παρατηρεί σε σχετική ανάλυση το ΚΕΠΕ, η Ελλάδα ήταν το 2007 στην τελευταία θέση ανάμεσα στις 32 πλούσιες χώρες του ΟΟΣΑ, με τις οποίες συγκρινόμαστε ως προς το επίπεδο ευημερίας, ενώ δεν ισχύει το ίδιο σε ό,τι αφορά στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, στο οποίο ήμασταν στην 22η θέση. Η διαπίστωση αυτή ενισχύει το συμπέρασμα ότι η χώρα μας δεν επένδυσε τους κοινοτικούς πόρους για να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της αλλά χρησιμοποίησε τα χρήματα για να αυξήσει τα εισοδήματα των κατοίκων της. Η χαμηλή ανταγωνιστικότητα δεν αφορά άλλωστε την περίοδο των μνημονίων, αφού οι κακές επιδόσεις της Ελλάδας αναφέρονται μία δεκαετία πίσω, ακριβώς δηλαδή πριν από την κρίση, όταν τα κοινοτικά χρήματα έρεαν άφθονα. Στα χρόνια της κρίσης, η Ελλάδα έχασε ανταγωνιστικότητα και από την 71η θέση της παγκόσμιας κατάταξης το 2009 έπεσε στην 86η το 2016, σε αντίθεση με χώρες όπως η Ιρλανδία, που από την 25η θέση του 2009 ανέβηκε στην 23η θέση το 2016, και την Ισπανία, που από την 33η ανέβηκε ένα σκαλί στην 32η θέση.

Kathimerini.gr

Διαφήμιση
Διαφήμιση