HomeΚΟΣΜΟΣΟ Τραμπ και οι αποφάσεις του θα κρίνουν την πορεία της διεθνούς οικονομίας

Ο Τραμπ και οι αποφάσεις του θα κρίνουν την πορεία της διεθνούς οικονομίας

Για το 2017

Διαφήμιση
Διαφήμιση

Το Λονδίνο χωρίς την εμβληματική αγορά των ασφαλιστικών εταιρειών Lloyds, μια ακύρωση διεθνών συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου έπειτα από παρέμβαση των ΗΠΑ και ένας ανοικτός εμπορικός πόλεμος ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη είναι τα μέρη ενός πιθανού σεναρίου για το 2017. Μπορεί να αποδειχθούν υπερβολικές οι προβλέψεις για μια τέτοια ανατροπή σκηνικού στην παγκόσμια οικονομία, αλλά γι’ αυτές τις εξελίξεις προϊδεάζουν όσα, κατά το μάλλον ή ήττον, αιφνιδιαστικά συνέβησαν το 2016.

«Η σημαντικότερη πηγή ανατροπών για την παγκόσμια οικονομία, είτε θετικών είτε αρνητικών, είναι η πολιτική που θα εφαρμοσθεί στις ΗΠΑ», σύμφωνα με την εταιρεία προβλέψεων Oxford Economics, η οποία, αναφερόμενη στον νεοεκλεγέντα πρόεδρο των ΗΠΑ, χαρακτήρισε εξίσου πιθανή μια ύφεση ή μια σημαντική τόνωση της αμερικανικής οικονομίας από τη στιγμή που θα αναλάβει ο Ντόναλντ Τραμπ. Και είναι όντως πιθανόν ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ να προκαλέσει ένταση στις οικονομικές σχέσεις ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη: την αμερικανική και την κινεζική. Αν προχωρήσει σε επιβολή δασμών 45% στις εισαγωγές κινεζικών προϊόντων, θα κηρύξει ανοικτό εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, σε μια στιγμή που η δεύτερη οικονομία στον κόσμο προχωράει σε μαζικές πωλήσεις ομολόγων του αμερικανικού Δημοσίου για να περιφρουρήσει το νόμισμά της. Αν, βέβαια, κρίνει κανείς από τις πυροσβεστικές παρεμβάσεις συμβούλων του Ντόναλντ Τραμπ, το πιθανότερο είναι να υπαναχωρήσει σε αυτή την προεκλογική του υπόσχεση προς τις αμερικανικές βιομηχανίες μεταποίησης. Ενδέχεται, όμως, να οδηγήσει σε κλιμάκωση την ένταση με το Πεκίνο, υλοποιώντας μια άλλη συμβολικής σημασίας κίνηση: Να κηρύξει την Κίνα χώρα που χειραγωγεί το νόμισμά της.

Παράλληλα, μια άλλη μείζονα εξέλιξη που κληροδότησε το 2016 στο 2017, η απόφαση των Βρετανών να αποσχισθούν από την Ε.Ε., έχει καταγραφεί μόνον ως πολιτική απόφαση και όχι ως οικονομικό γεγονός, όπως εύστοχα έχουν επισημάνει ειδικοί αναλυτές. Από τον Μάρτιο, όμως, οπότε αναμένεται άνευ άλλου απροόπτου να ενεργοποιήσει η Βρετανίδα πρωθυπουργός το άρθρο 50 για την απόσχιση από την Ε.Ε., θα αρχίσει η πραγματική διαπραγμάτευση για το Brexit. Ενδέχεται να κλονιστεί ο διεθνής ρόλος του Λονδίνου ως παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού κέντρου, αν αποφασίσουν να το εγκαταλείψουν όσες τράπεζες ή επιχειρήσεις έχουν προβεί σε σχετικές προειδοποιήσεις. Η προοπτική διαγράφεται ρεαλιστική, δεδομένου ότι τουλάχιστον η εταιρεία Lloyds, ηλικίας 328 ετών, έχει ανακοινώσει την πρόθεσή της να μεταφέρει, μέσω θυγατρικής της, τμήμα των δραστηριοτήτων της σε άλλη χώρα-μέλος της Ε.Ε.

Μόλις τέσσερις ημέρες πριν από το τέλος του 2016, και ο τραπεζικός όμιλος Lloyds προέβη σε ανάλογη ανακοίνωση. Κάποια στελέχη του Σίτι, όπως ο Μαρκ Μπόλετ, επιμένουν ότι το Λονδίνο θα παραμείνει «το κορυφαίο χρηματοπιστωτικό κέντρο του κόσμου» ό,τι κι αν συμβεί το 2017.

Οι ΗΠΑ και η TTIP

Αν ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ υλοποιήσει την προεκλογική του δέσμευση να αναθεωρήσει τη σχέση της χώρας του με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, πιθανώς να υπονομεύσει τη λειτουργία του διεθνούς οργανισμού, δεδομένου του ειδικού βάρους της υπερδύναμης. Μπορεί, τελικά, να αποφύγει κάτι τόσο ακραίο, ώστε να αποτρέψει τυχόν παρενέργειες στις αμερικανικές επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων και των προσωπικών του επιχειρήσεων, σύμφωνα με αναλυτές της Deloitte. Ισως, όμως, υλοποιήσει μια άλλη προεκλογική του εξαγγελία και αναστείλει κάθε ενέργεια σχετικά με τη Διατλαντική Εταιρική Σχέση για το Εμπόριο και τις Επενδύσεις. Πρόκειται για τη γνωστή ΤΤΙΡ, την ευρύτερη συμφωνία που επιχειρήθηκε ποτέ παγκοσμίως και την προωθούσαν Ουάσιγκτον και Βερολίνο, παρά τις εναντίον της αντιδράσεις σε πολλές χώρες. Την ίδια στιγμή, αν η Fed υλοποιήσει την εξαγγελία της για άλλες τρεις αυξήσεις των επιτοκίων του δολαρίου, ενδέχεται να καταφέρει νέο πλήγμα στις αναδυόμενες οικονομίες, προκαλώντας μαζικό επαναπατρισμό κεφαλαίων στις ΗΠΑ, καθώς οι επενδυτές θα προσβλέπουν σε μεγαλύτερες αποδόσεις. Ορισμένοι αναλυτές φτάνουν, άλλωστε, στο σημείο να προειδοποιήσουν ότι ένας νέος γύρος ανόδου των επιτοκίων μπορεί να αναστείλει την ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας.

Kathimerini.gr

Διαφήμιση
Διαφήμιση