HomeΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣτα ύψη τα κόκκινα δάνεια: Αυξήθηκαν κατά 9%

Στα ύψη τα κόκκινα δάνεια: Αυξήθηκαν κατά 9%

Διαφήμιση
Διαφήμιση

Στο δυσθεώρητο νούμερο των 117 δισ. ευρώ ανήλθαν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια το 2015, καταγράφοντας αύξηση κατά 9% ή περίπου 10 δισ. ευρώ μέσα σε μόλις ένα χρόνο. Πρόκειται για τα δάνεια που δεν εξυπηρετούνται, δηλαδή αυτά που είναι σε καθυστέρηση πάνω από τρεις μήνες ή εμφανίζουν σοβαρές ενδείξεις αθέτησης, εκτινάσσοντας το ύψος των ανοιγμάτων προς τις τράπεζες. Η γιγάντωση του προβλήματος οφείλεται στην παρατεταμένη ύφεση της οικονομίας, που εκτινάσσει τα «κόκκινα» επιχειρηματικά δάνεια στα ύψη, αλλά και στο γεγονός ότι σημαντική μερίδα δανειοληπτών εμφανίζεται απρόθυμη να συνεργαστεί με τις τράπεζες για τη ρύθμιση της οφειλής τους, υιοθετώντας τη νοοτροπία του «δεν πληρώνω». Είναι χαρακτηριστικό ότι τράπεζες κάνουν λόγο για πέμπτη και έκτη γενιά ρυθμίσεων, που έχουν συρρικνώσει το ύψος της απαιτούμενης δόσης, ακόμη και στα 100 – 200 ευρώ, αλλά περίπου οι μισοί από όσους έχουν προχωρήσει σε ρύθμιση δεν την τηρούν.

Μόνο ο ένας στους 10 δανειολήπτες προσπαθεί να ρυθμίσει το χρέος του

Αντίστοιχα, μόλις ένας στους δέκα δανειολήπτες, κατά μέσον όρο, ανταποκρίνεται στο κάλεσμα των τραπεζών για ρύθμιση της οφειλής τους στο πλαίσιο του Κώδικα Δεοντολογίας. Πρόκειται για τη δεύτερη πρόσκληση που απευθύνουν οι τράπεζες, στο πλαίσιο της εφαρμογής του Κώδικα Δεοντολογίας, μέσω επιστολών σε δανειολήπτες που καθυστερούν να πληρώσουν τη δόση του δανείου τους, από ένα μήνα και πάνω. Η διαδικασία προβλέπει μία ακόμη ευκαιρία μέσω τρίτης επιστολής, που θα κρίνει τελικώς το κατά πόσον οι οφειλέτες θα χαρακτηριστούν οριστικά συνεργάσιμοι ή μη, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για τον πλειστηριασμό της ακίνητης περιουσίας τους, ακόμη και αν πρόκειται για την πρώτη κατοικία. Σύμφωνα με την εικόνα που μεταφέρουν οι τράπεζες, αλλά και εταιρείες ή δικηγορικά γραφεία που εμπλέκονται στο θέμα της είσπραξης οφειλών από ληξιπρόθεσμα δάνεια, σε σημαντικό τμήμα δανειοληπτών έχει εμπεδωθεί η ψυχολογία του κακοπληρωτή. Τα στοιχεία κάνουν λόγο για ένα ποσοστό 25% μεταξύ των οφειλετών, που αν και έχουν τη δυνατότητα δεν πληρώνουν την οφειλή τους.

Απουσία πολιτικής για τα κόκκινα δάνεια

Αρωγός στην εμπέδωση αυτής της νοοτροπίας είναι η κυβερνητική ολιγωρία στο θέμα της διαμόρφωσης μιας αποτελεσματικής πολιτικής για τα «κόκκινα» δάνεια, αλλά και η ασυλία που υπήρξε όλα τα τελευταία χρόνια, από το ξέσπασμα της κρίσης μέχρι σήμερα, μέσα από διαδοχικές και οριζόντιες ρυθμίσεις που προστάτευαν σχεδόν καθολικά όλες τις κατηγορίες των δανειοληπτών, ανεξαρτήτως εισοδηματικών κριτηρίων και περιουσιακής κατάστασης.

Πέραν των στρατηγικών κακοπληρωτών, υπάρχει ένα σημαντικό ποσοστό που επίσης θα μπορούσε να ρυθμίσει με ένα τρόπο την οφειλή του, δίνοντας έστω ένα μικρό ποσό μηνιαίας δόσης, αλλά δεν το κάνει. Η εμπειρία των ρυθμίσεων –που εξαιρεί εκείνους που είναι σε πραγματική αδυναμία λόγω ανεργίας– αποκαλύπτει ότι η κυριότερη αιτία για τη μη τήρηση είναι η πεποίθηση πως δεν υπάρχουν επιπτώσεις, στον βαθμό που ο πλειστηριασμός ήταν μέχρι σήμερα απαγορευμένη πρακτική.

Κανένα μέτρο αντιμετώπισης

Παρά τη γιγάντωση του προβλήματος, η κυβέρνηση δεν φέρεται αποφασισμένη να προχωρήσει στην αντιμετώπισή του, τηρώντας πολιτική που στόχο έχει περισσότερο να κερδίσει χρόνο, μεταθέτοντας τη λύση στο μέλλον. Στη βάση αυτή και ενόψει της διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς, το υπουργείο Οικονομίας προτείνει την απαγόρευση της πώλησης οφειλών από μικρομεσαίες επιχειρήσεις για δάνεια έως 500.000 ευρώ, από ελεύθερους επαγγελματίες για δάνεια έως 250.000 ευρώ και από καταναλωτικά δάνεια έως 20.000 ευρώ. Στην ίδια λογική προτείνεται να απαγορευτεί για τρία χρόνια η πώληση «κόκκινων» δανείων όλων των κατηγοριών –και όχι μόνο των στεγαστικών– όταν αυτά συνδέονται με προσημείωση ή υποθήκη πρώτης κατοικίας. Η πρόταση συναντά την κάθετη αντίδραση των θεσμών που τάσσονται υπέρ της άμεσης πώλησης τραπεζικών δανείων όλων των κατηγοριών, περιορίζοντας την προστασία της πρώτης κατοικίας μόνο για τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες με συγκεκριμένα –χαμηλά– εισοδηματικά κριτήρια και με την προϋπόθεση ότι η αξία της προστατευόμενης πρώτης κατοικίας θα είναι έως ένα συγκεκριμένο όριο.

Kathimerini.gr

Διαφήμιση
Διαφήμιση